Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η πολιτική επιστήμη ουσιαστικά δεν υπήρχε ως ανεξάρτητο γνωστικό αντικείμενο στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ορισμένα σχετικά μαθήματα διδάσκονταν βέβαια στην Πάντειο, αλλά μια καχεκτική πολιτική επιστήμη ταίριαζε δυστυχώς σε μια «καχεκτική δημοκρατία». Φαίνεται παράδοξο αλλά είναι γεγονός ότι το θεμέλιο βιβλίο της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής επιστήμης δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα γαλλικά το 1965 (Z. Μεϋνώ, Les forces politiques en Gréce, Editions de Science Politique, Λωζάννη – Μόντρεαλ). To βιβλίο αυτό, το οποίο ο Μεϋνώ είχε γράψει μαζί με τους Π. Μερλόπουλο και Γερ. Νοταρά, μεταφράστηκε την ίδια εποχή στα ελληνικά αλλά εξαντλήθηκε. Εκδόθηκε πάλι το 2002 ως πρώτος τόμος των Πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Τέσσερα πρόσθετα κείμενα του Μεϋνώ, που καλύπτουν τις εξελίξεις της περιόδου 1965-1972, συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο αποτελούμενο από τρία μέρη και ένα επίμετρο. Τα τελευταία εκδίδονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ως δεύτερο μέρος του έργου.


Την εποχή της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, ο Μεϋνώ είχε ήδη αποκτήσει μεγάλο όνομα στη γαλλόφωνη πολιτική επιστήμη. Το αποδεικνύει η δεκασέλιδη εργογραφία του στο τέλος του δεύτερου τόμου. Ο Μερλόπουλος, που είχε αναλάβει και τη μετάφραση, ήταν διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Παρισιού, ερευνητής στην Ελλάδα και κατόπιν καθηγητής στο Μόντρεαλ. Ο Νοταράς, τότε βοηθός του Μεϋνώ στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης, υπήρξε για πολλά χρόνια στέλεχος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, συμμετείχε δραστήρια στον αντιδικτατορικό αγώνα, διώχθηκε και φυλακίστηκε. Χάρη στον Νοταρά και στη χήρα του Μεϋνώ, Ελένη Ζωγράφου, έχουμε στα χέρια μας ένα κλασικό έργο πολιτικής ανάλυσης. Ο υποδειγματικός χαρακτήρας του έργου έγκειται στην πληρότητα της ανάλυσης και στις μεθοδολογικές προϋποθέσεις της.


Το ξένο κεφάλαιο


Στον πρώτο τόμο, σχετική είναι η μεθοδολογική υπόμνηση των συγγραφέων: Οι «συντελεστές της ιστορικής εμπειρίας» είναι «οι παράγοντες που δίνουν σε κάθε εθνική μονάδα την ιδιομορφία της και καθιστούν ανεδαφική τη μηχανική εφαρμογή γενικών ερμηνευτικών σχημάτων σε κάθε περίπτωση» (σελ. 30). Ο τόμος περιλαμβάνει έκθεση των μεταπολεμικών εκλογικών συστημάτων και των αποτελεσμάτων των γενικών εκλογών. Τον πυρήνα του έργου αποτελεί η κριτική αποτίμηση του κομματικού συστήματος και ξεχωριστά της οργανωτικής δομής, της εκλογικής επιρροής, της ιδεολογίας, της στρατηγικής και της τακτικής κάθε κόμματος (δεύτερο μέρος του τόμου). H έκπληξη έρχεται στο τρίτο μέρος, στο οποίο οι συγγραφείς αναλύουν όχι μόνο τους θεσμούς της μοναρχίας και της Εκκλησίας, αλλά και τους κυριότερους «εθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους», καθώς επίσης και την οικονομική αρωγή από άλλες χώρες, τις ξένες επενδύσεις και τον ρόλο του ξένου κεφαλαίου. H σύνδεση του πολιτικού με το οικονομικό επίπεδο της ανάλυσης γίνεται με βάση μια υπόθεση των συγγραφέων για τον πολιτικό ρόλο του κράτους στην οικονομία: «… το εφαρμοζόμενο σύστημα στηρίζεται στο να αναλαμβάνει το κράτος όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος κάθε είδους δαπανών που απαιτούνται για την ανάπτυξη και να αφήνει σε ιδιώτες το σύνολο των κερδών που πραγματοποιούνται πάνω σε αυτές τις βάσεις. Καίτοι αυτό υπήρξε πάντα το σύστημα που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική ανάπτυξη, η Ελλάδα προσφέρει ένα τέλειο παράδειγμα περιπτώσεων ιδιωτικού πλουτισμού με βάση τις εισφορές του δημοσίου» (σελ. 299). Τα εμπειρικά τεκμήρια που προσφέρονται γι’ αυτή την υπόθεση είναι τόσο πλούσια ώστε θα άρμοζε περισσότερο στο έργο ένας άλλος τίτλος, όπως, π.χ., «πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις στην Ελλάδα». Από τα παραρτήματα του τόμου ξεχωρίζουν το «λεξικό των ελληνικών πολιτικών κομμάτων», οι επιστολές βασιλιά – πρωθυπουργού κατά την κρίση του 1965 και οι γεωγραφικοί χάρτες κατανομής της ψήφου στις εκλογές της δεκαετίας του 1960.


Οψεις του νομίσματος


Ο τόμος αυτός, που έχει γραφεί αποκλειστικά από τον Μεϋνώ, έχει περισσότερο πολεμικό ύφος από τον πρώτο. Κύρια θέση του συγγραφέα είναι ότι «τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965 και το κίνημα του Απριλίου του 1967 είναι αλληλένδετα όσο οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» (σελ. 13). Και αυτό γιατί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχε αρχίσει μια διαδικασία εκδημοκρατισμού του κράτους και του συνδικαλισμού, ανανέωσης του ανώτερου πολιτικού προσωπικού και ανάληψης νέων ρόλων από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα και την εργατική τάξη. Αυτές οι μεταβολές διακόπηκαν σχεδόν στη γέννησή τους, αρχικά με το βασιλικό και κατόπιν με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Το επιχείρημα αυτό τεκμηριώνεται με τα πεπραγμένα της Ενωσης Κέντρου στην εξουσία και τα πεπραγμένα των «βασιλικών κυβερνήσεων» της περιόδου Ιουλίου 1965 – Απριλίου 1967 (πρώτο μέρος του τόμου). Στο δεύτερο μέρος του τόμου ο Μεϋνώ προχωρά σε μια λεπτομερειακή και κατά τόπους καυστική εξιστόρηση του πραξικοπήματος του 1967 και των πρώτων χρόνων της δικτατορίας. Αν οι σελίδες για τον ρόλο των Αμερικανών και τη στάση του βασιλιά είναι οικείες, οι βιογραφικές λεπτομέρειες για τους λιγότερο γνωστούς ανάμεσα στους πραξικοπηματίες (σελ. 438-41) και για τους μη στρατιωτικούς υπουργούς της χούντας (σελ. 405-18) περιλαμβάνουν δυσεύρετες πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα. Από το τρίτο μέρος του τόμου συγκρατώ την λεπτό προς λεπτό περιγραφή του βασιλικού κινήματος του Δεκεμβρίου 1967. Από τα παραρτήματα του τόμου ξεχωρίζουν οι πρώτες συντακτικές πράξεις της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και το υπόδειγμα ερωτηματολογίου («ατομικόν δελτίον») με βάση το οποίο το καθεστώς ήλεγχε τα φρονήματα των πολιτών. Ο Μεϋνώ πέθανε αιφνίδια στις αρχές του 1972. H τελευταία εργασία του για τη δικτατορία περιλαμβάνεται ως επίμετρο στον δεύτερο τόμο.


Ελίτ και φατρίες


Ο Μεϋνώ συγκαταλέγει μεταξύ των «πολιτικών δυνάμεων» όχι μόνο τα κόμματα, αλλά, στο επίπεδο των ελίτ, κύκλους πολιτικών και κρατικών στελεχών που, ενώ συνδέονται με διαφορετικά κόμματα, συμμαχούν με εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες. Τους κύκλους αυτούς τους ονομάζει «φατρίες» (π.χ. «βασιλική» φατρία, «αμερικανική» φατρία). Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγει τις παγίδες μιας φορμαλιστικής ανάλυσης των πολιτικών θεσμών.


Καθώς διαβάζει κανείς ειδικά τον πρώτο τόμο τού γεννιέται η απορία πώς ο Μεϋνώ και οι δύο συνεργάτες του κάλυψαν το σύνολο σχεδόν των όψεων του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Οποιος ερευνητής έχει δοκιμάσει το αίσθημα ματαιότητας που συνοδεύει κάθε εμπειρική έρευνα για τα ελληνικά πολιτικά κόμματα μετά το 1974 (λόγω έλλειψης ή απόκρυψης των κομματικών αρχείων), εκπλήσσεται από τον πλούτο του εμπειρικού υλικού αυτού του βιβλίου για τα κόμματα της δεκαετίας του 1960. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι παραπάνω θα περιείχε ένα αντίστοιχο έργο για τις πολιτικές δυνάμεις σήμερα. Ισως ένα επιπλέον κεφάλαιο για τα πολιτικά σύμβολα και τον πολιτικό λόγο, καθώς και ένα κεφάλαιο για τις ταξικές διαστάσεις της ψήφου, της ψήφου των μειονοτήτων και τις διαφορές της ψήφου ανδρών-γυναικών. Και αν αυτά καθίσταντο δυνατά, εκείνο που φαντάζει ακόμη πιο δύσκολο είναι να διαθέτει κανείς τον «τρόπο» του Μεϋνώ, ειδικά την ικανότητα να αξιολογεί αντιφατικά εμπειρικά στοιχεία και να διακρίνει τις εύστοχες από τις άστοχες πρωτοβουλίες των πολιτικών πρωταγωνιστών της εποχής. Εξίσου σπάνιο είναι να μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει πηγές για την ελληνική πολιτική σε τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά), όπως κάνει ο Μεϋνώ.


Και οι δύο τόμοι είναι δερματόδετοι και σχεδιασμένοι με προσοχή. Στις σχεδόν 1.300 σελίδες τους υπάρχουν λίγα τυπογραφικά λάθη και ασυνέπειες (π.χ. Β. Kayser – Β. Kaiser, A. Γκασπάρ – A. Gaspard, Ιωάννινα – Γιάννενα, Τύπος – τύπος). Ο μεταφραστής έκανε το κείμενο εύληπτο και στον μη ειδικό. Ο επιμελητής Στ. Στεφάνου δεν χρειάζεται συστάσεις. Εχει προσαρμόσει την αρχική μετάφραση στο σύγχρονο γλωσσικό αίσθημα. Και οι δύο τόμοι έχουν ευρετήρια κύριων ονομάτων. Συνοπτικά, δεν υπήρχε καλύτερο εναρκτήριο έργο για τη σειρά «Κοινωνικές επιστήμες». Στο βιβλίο Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα βρίσκει κανείς τον σπάνιο συνδυασμό λεπτομερούς διήγησης, πολιτικής ανάλυσης και συλλογής πρωτογενών στοιχείων.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και «Ανώτερος Ερευνητικός Εταίρος» στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της London School of Economics.