Στα τέλη Απριλίου μέτρησα στα ράφια κεντρικού βιβλιοπωλείου της Αθήνας τουλάχιστον 45 βιβλία ελλήνων και ξένων συγγραφέων για την παγκοσμιοποίηση. Τα έργα εκείνων που βρίσκονται στο επίκεντρο των διεθνών συζητήσεων για την παγκοσμιοποίηση έχουν ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά. Ενδεικτικά αναφέρω τα βιβλία των Β. Barber (εκδόσεις Καστανιώτη), Ζ. Bauman (εκδόσεις Πολύτροπον), Ul. Beck (εκδόσεις Καστανιώτη), Α. Giddens (εκδόσεις Μεταίχμιο), Ρ. Hirst και G. Thompson (εκδόσεις Παπαζήση) και S. Sassen (εκδόσεις Μεταίχμιο). Για να χρησιμοποιήσω έναν προσφιλή όρο της πρόσφατα χαμένης Ιωάννας Δημάκη, αυτά είναι τα «βιβλία-κλειδιά» πάνω στο θέμα. Τι σημαίνει όμως παγκοσμιοποίηση; H παγκοσμιοποίηση έχει οριστεί ευρύτατα ως η αύξηση της κλίμακας, του μεγέθους, της ταχύτητας και της εμβάθυνσης των διαπεριφερειακών ροών και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Δηλαδή, πρόκειται για μια μετατόπιση στην κλίμακα της οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, η οποία συνδέει απομακρυσμένες κοινωνίες και διαχέει σχέσεις εξουσίας στις κυριότερες ηπείρους και περιοχές του κόσμου (A. Held και D. McGrew, The Global Transformations Reader, εκδόσεις Polity Press). Ο ορισμός αυτός είναι παραλλαγή εκείνου που διατύπωσε ο Α. Giddens για την παγκοσμιοποίηση ως «εντατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο», τον οποίον υιοθετούν οι επιμελητές του συλλογικού τόμου του EKKE στην πολύ ενδιαφέρουσα «Εισαγωγή» τους (σελ. 20).


H κοινωνιολογική ματιά


Από τον πλούσιο τόμο του EKKE, ξεχωρίζω το άρθρο του G. Therborn (που έχει μεταφραστεί κάπως «ανέμελα»). Ο Therborn μάς θυμίζει ότι οι κλασικοί κοινωνιολόγοι μελετούσαν την κοινωνία γενικά. Δεν υπήρχε ο εθνικός κατατεμαχισμός του αντικειμένου της έρευνας που προέκυψε μεταπολεμικά. Επρόκειτο για ένα σύντομο διάλειμμα, γιατί τώρα η κοινωνιολογία επανέρχεται στη μελέτη της παγκόσμιας κοινωνικής δυναμικής. H τελευταία αναλύεται από τον Therborn με τις εξής μεταβλητές: διαφορετικές διαδρομές μετάβασης στη νεωτερική κοινωνία, διαδικασίες εθνικής συγκρότησης, διεθνείς σχέσεις (συγκρούσεις και συνεργασίες), τρέχουσες διεθνικές ροές και περιφερειακές συναρθρώσεις. Στον ίδιο τόμο άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς επιχειρούν να προσδιορίσουν ένα μοντέλο σύλληψης της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Ο J. Scott χρησιμοποιεί τις εννοιολογικές αποσκευές της βρετανικής μεταπολεμικής κοινωνιολογίας, ενώ ο Ρ. Bouvier προτείνει μια νέα σύνθεση την οποία ονομάζει «κοινωνιο-ανθρωπολογία». Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα άρθρα του I. Τσελεκίδη και των συνεργατών του για τις επιπτώσεις των επενδύσεων σε άυλα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων (έρευνα, καινοτομίες) πάνω στην αύξηση της απασχόλησης, της Κωνσταντίνας Σπηλιωτοπούλου για την παιδική εργασία στη σημερινή Ευρώπη και ιδίως το άρθρο της Ρόης Παναγιωτοπούλου για τη συγκρότηση ολιγοπωλίων στα παγκόσμια και στα ελληνικά MME. Συνολικά, για τους κοινωνιολόγους ο τόμος αυτός του EKKE έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί, όπως σημειώνει ο X. Λυριντζής στον πρόλογό του, με την παγκοσμιοποίηση τίθεται σε αμφισβήτηση το έθνος-κράτος ως βασική μονάδα ανάλυσης. Ο συλλογικός τόμος των Ηλ. Κατσούλη, Μπλάνκας Ανανιάδη και Στ. Ιωαννίδη έχει διαφορετική εσωτερική συνοχή, γιατί πολλά από τα άρθρα του υιοθετούν μια προσέγγιση πολιτικής οικονομίας. Κορυφαίο είναι το άρθρο της Susan Strange για την – φανερή πλέον – αποτυχία του συστήματος εθνικών κρατών το οποίο είχε δημιουργηθεί με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας. Με το σύστημα αυτό, η κατανομή της πολιτικής εξουσίας είχε γίνει ταυτόσημη με τον χωρισμό του κόσμου σε κράτη. Το σύστημα δεν μπορεί πλέον να αποτρέψει την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος ούτε να ελέγξει τις επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο ή να εξισορροπήσει τις ανισότητες ανάμεσα στους «έχοντες» και στους «μη έχοντες». Σε έμμεση αντίθεση με τη Strange, η Saskia Sassen τονίζει τον συνεχιζόμενο ρόλο του κράτους ως πηγής νομιμοποίησης και διαχειριστή των παγκόσμιων οικονομικών δραστηριοτήτων, την ανάδυση νέων νομικών καθεστώτων (όπως η διεθνής εμπορική διαιτησία) και την απορρύθμιση. Το αποτέλεσμα είναι δύο άλυτα μέχρι στιγμής προβλήματα: η ανυπαρξία ελέγχου πάνω στους ισχυρούς οικονομικούς ομίλους και η υπερβολικά άνιση κατανομή πλούτου σε πλανητική κλίμακα. Σχετικός είναι και ο προβληματισμός του T. Γιαννίτση για τον μετασχηματισμό των παλαιών λειτουργιών του κράτους και την ανάδειξη νέων, που θα το καταστήσουν αντίβαρο στα διεθνοποιημένα κέντρα εξουσίας.


Παρεμβατικές πολιτικές


Επιπλέον των παραπάνω τριών άρθρων, ξεχωρίζω ορισμένα που συζητούν τη σχέση της Ελλάδας ή της Ενωμένης Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση. Για παράδειγμα, η Αντιγόνη Λυμπεράκη μάς πείθει ότι η παγκοσμιοποίηση δεν θα διαλύσει τις «εθνικές» οικονομίες και ότι υπάρχει περιθώριο για διεθνώς συντονισμένες παρεμβατικές πολιτικές. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η πολιτική της εργασιακής ευελιξίας έχει νόημα εφόσον, όπως υποστηρίζει η Μπλάνκα Ανανιάδη, αποσυνδεθεί από τη «διευθυντική ασυδοσία» των εργοδοτών και τεθεί στην υπηρεσία των ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών του πληθυσμού. Οι Γ. Καλογήρου και Στ. Ιωαννίδης αναλύουν ποια είναι τα σενάρια της προσαρμογής «ενδιάμεσων οικονομιών», όπως η ελληνική, στην παγκοσμιοποίηση. H ανάλυσή τους συγκλίνει με εκείνη του Ηλ. Κατσούλη, ο οποίος επισημαίνει τις συνέπειες της αμυντικής κουλτούρας που επικρατεί στην Ελλάδα, εμποδίζοντάς μας να δούμε την παγκοσμιοποίηση και ως ευκαιρία. Φυσικά, όπως το διατυπώνει ο T. Γιαννίτσης, σημασία έχει το «πολιτικό υπόβαθρο» της συλλογιστικής που βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως ευκαιρία (ευκαιρία για ποιους, με ποιο κόστος και σε βάρος ποιων;). Τέλος, το πιο ενδιαφέρον ανοικτό ερώτημα που τίθεται είναι η αναζήτηση της αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο. Αυτή η σχέση, όπως σημειώνουν οι Ηλ. Κατσούλης, Μπλάνκα Ανανιάδη και Στ. Ιωαννίδης στην «Εισαγωγή» τους, έχει αποδοθεί με τον νεολογισμό «glocalization» (σελ. 23). H δυσκολία απόδοσης του όρου στα ελληνικά σηματοδοτεί και τη δυσκολία διερεύνησης του περιεχομένου του ως προς τη σημερινή Ελλάδα.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.