Μια βαθιά και ειλικρινής φιλία συνδέει παιδιόθεν τους ήρωες στο καινούργιο βιβλίο του B. Ραπτόπουλου, όπως άλλωστε δηλώνει εμφατικά και ο τίτλος. Το αντίθετο της σαρκοβόρου φιλίας που ενώνει τους νεότερους πρωταγωνιστές στο προπέρσινο μυθιστόρημα «Τιμής ένεκεν» του Πέτρου Τατσόπουλου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, «σιαμαίοι αδελφοί», ενώ οι συγγραφείς τσιμπολογούν επιλεκτικά από την πραγματικότητα, δανείζοντας στοιχεία από το βιογραφικό τους στους αφηγητές. H έκταση αυτής της τρόπον τινά λαθροχειρίας μένει ζητούμενη, μια και ο αναγνώστης γνωρίζει μόνο σε γενικές γραμμές τον βίο των συγγραφέων. Πιθανώς, όταν αρχίσει και η γενιά του ’80 να αποκαλύπτει τα της «κουζίνας» της, να προκύψει πως πρόκειται απλώς για καρύκευμα προς υποδαύλιση του αναγνωστικού συνδρόμου της κλειδαρότρυπας διασημοτήτων. Πάντως στα τελευταία βιβλία των δύο συνομηλίκων και, από μιας αρχής, στυλοβατών της γενιάς τους δίνονται δύο ακραίες και αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές της φιλίας, στην πρώτη περίπτωση ως θέμα ιλαροτραγωδίας και στην πρόσφατη, διαπλαστικής αφήγησης ενός κάποιου στοχαστικού χαρακτήρα.


Γραπτό μνημόσυνο


Το αφήγημα του Ραπτόπουλου υποτίθεται ότι το πυροδότησε ο θάνατος του Ηλία, ενός τρίτου μέλους της συντροφιάς, που πέθανε περίπου από μαρασμό μετά την αυτοκτονία του μανιοκαταθλιπτικού αδελφού του, στον οποίο είχε αφοσιωθεί, θυσιάζοντας ακόμη και έναν μοναδικό έρωτα που του έτυχε. Οπότε η ανιστόρηση παρουσιάζεται ως «γραπτό μνημόσυνο» ρομαντικής διάθεσης με εναλλασσόμενους δοξαστικούς και λυρικούς τόνους. «Πρίγκιπες της δυτικής όχθης» αποκαλεί ο αφηγητής εαυτόν και τους δύο φίλους του. Τρία αγόρια από το Περιστέρι, που μεγάλωσαν σε «ναυαγισμένες» οικογένειες· ο ένας ορφανός πατρός, ο άλλος υιοθετημένος, ο τρίτος και μικρότερος με γονείς επισφαλούς υγείας και φρενοβλαβή αδελφό. Αυτό όμως ακριβώς είναι το ηθικό δίδαγμα του αφηγήματος ή τουλάχιστον ένα από τα απαυγάσματα των προβληματισμών του συγγραφέα. Μόνο παρόμοιοι άνθρωποι, αναστημένοι σε κλυδωνιζόμενα νοικοκυριά ή κατά το σαββοπούλειο άσμα, το οποίο με νοσταλγία ανακαλεί ο Ραπτόπουλος, άνθρωποι που έφαγαν «βρώμικο ψωμί», φτιάχνουν ως ενήλικοι ευσταθή σπιτικά, προπαντός συντηρούν διά βίου στέρεες φιλίες.


H κεντρική ιδέα, βάσει της οποίας και δομείται το βιβλίο, θέλει τα κορυφαία γεγονότα στη ζωή του αφηγητή, όπως έρωτες, γεννήσεις και θάνατοι, να συμπίπτουν με ορισμένα μείζονα σε ελλαδικό ή και διεθνές επίπεδο συμβάντα, ώστε ομού να καρφιτσωθούν στη μνήμη και μαζί με αυτά να διαιωνιστούν, παρ’ όλο που αναμεταξύ τους ουδεμία σχέση υπάρχει, ούτε καν κατ’ επίφασιν. Συνακόλουθα, το καθένα από τα τέσσερα μέρη της μυθοπλασίας εστιάζεται σε μια ημερομηνία, αν και η αφήγηση πηγαινοέρχεται με την ελευθερία των συνειρμών στον χρόνο.


Πρώτα ζωντανεύει κάποια αλησμόνητη σκηνή και στη συνέχεια αρχίζει αναδρομές και προβολές, ώστε να υπάρξουν περιθώρια για συγκρίσεις και αποφθέγματα. Το εναρκτήριο κεφάλαιο ανατρέχει στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με τους τρεις φίλους στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, ζουμάροντας στην 21η Απριλίου 1967. Σημαντική ημερομηνία για το πανελλήνιο λόγω του τελευταίου πραξικοπήματος, στις αναμνήσεις όμως του συγγραφέα έμεινε ως ιστορική, γιατί εκείνη την αποφράδα ημέρα οι δύο «σιαμαίοι» έτυχε να διασώσουν τον Ηλία από τα χέρια μεγαλύτερων και βάναυσων παιδιών.


Κεραυνοβόλος έρωτας


Το επόμενο κεφάλαιο πηδά στη Μεταπολίτευση και συγκεκριμένα στην 25η Μαΐου 1976, ημέρα διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων με την αστυνομία, αφού τότε ακόμη τα συλλογικά οράματα διέγειραν τους νέους αλλά και μερίδα αλληλέγγυων πρεσβυτέρων. Το όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο του συγκεκριμένου κεφαλαίου πηγάζει από τις πρώτες σελίδες ερωτικής τρυφερότητας στο ογκώδες – θα πρέπει να αριθμεί τουλάχιστον 2.000 σελίδες – πεζογραφικό έργο του Ραπτόπουλου. Ενας κεραυνοβόλος έρωτας γεννιέται στο «εξεγερμένο κέντρο» της Αθήνας, όταν δύο νέοι ανταλλάσσουν «μέσα στα οδοφράγματα» μια πρώτη ματιά, που θα τους ενώσει για τα επόμενα τριάντα χρόνια σε πείσμα του κομματικού χάσματος – εκείνος στο ορθόδοξο Κόμμα και εκείνη στο φιλοευρωπαϊκό τεμάχιο – αλλά και των εκατέρωθεν μητρικών ιδιοτροπιών.


Δεκατέσσερα έτη αργότερα τοποθετείται το κέντρο βάρους του τρίτου μέρους, οπότε ο έρωτας δοκιμάζεται και τα συλλογικά οράματα κάνουν τόπο στα ιδιωτικά. Συμβιβασμένοι με το «σύστημα» οι ήρωες προσπαθούν να το εκμεταλλευθούν για την ανάδειξή τους, διατηρώντας ένα υποτονικό ενδιαφέρον για την πολιτική.


Ο εφησυχασμός, οικογενειακός και επαγγελματικός, έχει ολοκληρωθεί στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, που υποτίθεται πως γράφεται τις παραμονές της έκδοσης του βιβλίου. Μοναδικό πλέον κράτημα για τον αφηγητή, η φιλία, που συνειρμικά τον οδηγεί στη Φιλική Εταιρεία και στις απαρχές του νεοελληνικού κράτους. Ενα εύρημα για να προστεθεί στο βιωματικό αφήγημα μια γερή δόση φιλοσοφίας γύρω από τον τόπο και τους Νεοέλληνες. Ωστόσο, όπως και στο πρόσφατο αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», προκύπτει το δίλημμα κατά πόσον ο συγγραφέας, μέσω του αφηγητή, εκφράζει δικές του σκέψεις ή μήπως ζητεί να δείξει έναν γηγενή διανοούμενο των ημερών μας. Και αυτό γιατί αλιεύονται παρατηρήσεις επιδερμικές ως και εντυπωσιοθηρικές, πέραν των αντιφεμινιστικών, που ευτυχώς στον Ραπτόπουλο είναι σχετικά περιορισμένες. Ως πυροτεχνήματα ηχούν οι καζαντζάκειες ρήσεις και ο μύθος των αναρχικών Νεοελλήνων που επιτελούν θαύματα ή ακόμη τα της λαϊκής παράδοσης με τους μικρασιάτες πρόσφυγες συνεκτικό ιστό του Ελληνισμού. Από την άλλη, η ανατροπή παρόμοιων ιδεολογημάτων μπορεί και να κατέστρεφε τη γενικότερη αύρα ενός συναισθηματικού αφηγήματος.