Ποτέ δεν πρέπει να εξαντλούμε τόσο ένα θέμα ώστε να αφήνουμε άπρακτο τον αναγνώστη. Η ουσία δεν είναι να τον αναγκάσουμε να διαβάσει, αλλά να σκεφτεί.


Μοντεσκιέ, Το πνεύμα των νόμων, ΧΙ, 20


Η είσοδος στις Περσικές επιστολές γίνεται από την Ανατολή. Τι ακριβώς είναι όμως «Ανατολή»; Παρωδία ενός ύφους; Επιλογή μιας ετερόδοξης οπτικής γωνίας προκειμένου να σχολιάσει κανείς τη Δύση; Χρήση του παραδοσιακού τεχνάσματος των ανατολίτικων παραμυθιών, αλλεπάλληλος δηλαδή εγκιβωτισμός των αφηγήσεων; Τόπος της απόλυτης ακινησίας, όπου ο χρόνος κυλά χωρίς αλλαγές, μια ιστορία δηλαδή κυκλική και αδιέξοδη, χωρίς ιστορική λογική; Ενας ισχυρός θεσμός (το σεράι), ο δεσποτικός τρόπος διακυβέρνησης; Ο Ουσμπέκ και ο Ρίκα γίνονται σκεπτικιστές ταξιδεύοντας, ανακαλύπτουν νέους τόπους και άλλες κοινωνίες, τολμούν να γελούν, έρχονται σε επαφή με το αλλότριο, αφήνοντας πίσω τους την πνιγηρή απομόνωση της Ασίας. Ο,τι τους φάνταζε φυσικό και αυτονόητο αποδεικνύεται σχετικό, δηλαδή ιστορικό. Γιατί και η ιστορία είναι ταξίδι. Το βιβλίο λοιπόν αυτό εντάσσεται στο μεγάλο πρόγραμμα του Διαφωτισμού, αποτελεί μια παραβολή του, αφηγείται την ελπίδα της μεταρρυθμιστικής αλλαγής μέσω των ευρωπαϊκών ιδεών της ανοχής και της ελευθερίας. Αποτελεί όμως κι ένα μεγάλο διακύβευμα: ο δεσποτισμός δεν είναι μόνο το μακρινό αλλού, νοοτροπία ξένη, αλλά και το εδώ και τώρα, η κρυφή όψη της πολιτικής που ροκανίζει το εσωτερικό κάθε εξουσίας. Η τρομερή έκπληξη δεν είναι το σεράι και ο κόσμος του· εντοπίζεται στο κέντρο του Παρισιού. Η Ανατολή μάς μιλάει για τη Δύση και μας προτρέπει να στοχαστούμε την εύθραυστη ιδιαιτερότητα της Ευρώπης.


Εξι μόλις χρόνια έχουν κυλήσει από τον θάνατο του «Βασιλιά Ηλιου», του Λουδοβίκου ΙΔ’, όταν εμφανίζονται οι Περσικές επιστολές, στις αρχές του 1721. Ο θάνατος αυτός κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο της γαλλικής ιστορίας και λύνει την επιβεβλημένη πολύχρονη σιωπή, αποδεσμεύοντας τεράστια κύματα αντιρρήσεων, συσσωρευμένο αντίλογο μισού αιώνα: με νωπό ακόμη το χώμα του τάφου, το κοινοβούλιο του Παρισιού ακυρώνει τη διαθήκη του νεκρού μονάρχη και συντονισμένες ή άτακτες βολές πλήττουν το οικοδόμημα που εκείνος πίστευε ότι θα διαιωνίζει κραταιά τη βούλησή του. Η Γαλλία επιτέλους ανάσαινε· αμέσως μετά βάλθηκε να πλουτίζει με τους τρελούς ρυθμούς του οικονομικού συστήματος του Law. Η ακόρεστη αυτή κερδοσκοπία βύθισε πολλούς στην ανέχεια και στην ατίμωση, αμαύρωσε το κύρος των θεσμών και, τελικά, κλείνοντας μια ελπιδοφόρα βραχεία παρένθεση, επανέφερε τον αυταρχισμό στην εξουσία.


Αυτά περίπου τα γεγονότα παρακολουθούν οι δύο πέρσες αξιωματούχοι, περίεργοι και προσεκτικοί θεατές στην πρωτεύουσα των Φώτων επί οκτώ περίπου χρόνια. Η αλληλογραφία με τους φίλους, τους υφισταμένους και τους οικείους τους στην Ανατολή εκδίδεται ανωνύμως στο Αμστερνταμ για να αποφύγει τα νύχια της γαλλικής λογοκρισίας, γνωρίζει θριαμβευτική επιτυχία, επανατυπώνεται συνεχώς και γρήγορα καθιερώνεται ως το πρώτο πολυφωνικό επιστολικό μυθιστόρημα, που υλοποιεί μάλιστα το έμβλημα του Διαφωτισμού: sapere aude. Ο βαρόνος Ντε Μοντεσκιέ (1689-1755) εκμεταλλεύεται σαφώς την περιέργεια του γαλλικού κοινού, που μια πενηντάχρονη τουλάχιστον τριβή το έχει αρκούντως εξοικειώσει με τους ανατολικούς πολιτισμούς: οι αφηγήσεις των περιηγητών, η μετάφραση του Κορανίου, ο παραμυθένιος κόσμος που αποκάλυψε ο Galland μεταφράζοντας τις αραβικές Χίλιες και μία νύχτες, ακόμη και μια μικρή παράδοση «ανατολικών» μυθιστορημάτων με κορυφαίο δείγμα τον Τούρκο κατάσκοπο του Marana έχουν ήδη μεταφέρει το άρωμα του εξωτισμού στη Γαλλία και προετοιμάζουν το έδαφος για την ξέφρενη μόδα των chinoiseries και turqueries. Η Δύση ανακαλύπτει την ετερότητα της Ανατολής και προσπαθεί να την κατανοήσει ή και να την αμβλύνει διά του σφικτού εναγκαλισμού. Οι Περσικές επιστολές λοιπόν υιοθετούν την παρθενική ματιά του ξένου για να δώσουν μια ειρωνική εικόνα της γαλλικής κοινωνίας· φιλοπερίεργοι αναγνώστες του δυτικού πολιτισμού, οι δύο πέρσες πρωταγωνιστές ανοίγουν το βιβλίο των ανατολικών ηθών και εκθέτουν στους Γάλλους ένα άλλο «μυθιστόρημα» με αχαλίνωτα μίση και πάθη στον περίκλειστο χώρο του χαρεμιού, με τον παροχετευμένο ηδονισμό των σκοτεινών ευνούχων, τον αισθησιασμό και τη στέρηση των μοναχών γυναικών, την τρομοκρατία του «αφέντη». Συνεπώς, προκύπτει ένα δίπτυχο «εθνογραφικό αφήγημα» της σχέσης «εμείς και οι άλλοι», «εμείς ως άλλοι», που «ταξιδεύει» άνετα τον γάλλο αναγνώστη στη λαγγεμένη Ανατολή, αλλά και στον πατρογονικό, άγνωστο κήπο του σπιτιού του.


Η χρήση του επιστολικού τεχνάσματος είναι δραστική σε τούτη τη συνύπαρξη των δύο κόσμων. «Η εφεύρεση του ταχυδρομείου προώθησε την πολιτική· δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική με τον Μογγόλο» λέει ο Μοντεσκιέ. Η ανταλλαγή επιστολών, απτό δείγμα συναίνεσης και κοινωνικότητας, μαρτυρία φιλίας, «σχέσης αδιανόητης στο δεσποτικό περιβάλλον της Ασίας, με κυρίαρχο τον φόβο της επικοινωνίας και τον στεγανό απομονωτισμό», είναι άριστο εφεύρημα για να αναδειχθεί η τριβή της ταυτότητας με τη διαφορά. Ανάμεσα στην απολιθωμένη, ασάλευτη Ανατολή και στην επαναστατημένη, υπερκινητική Δύση στήνεται η δυνατότητα μιας ισόρροπης μεσότητας, της αιτούμενης μετριοπάθειας που την προωθεί και η δίκοπη σάτιρα, είδος υπονομευτικό αλλά συνάμα και βαθύτατα συντηρητικό. Εν τέλει, μέσα από το ανάλαφρο παιχνίδισμα μιας αισθητικής ροκοκό, το βιβλίο συμμετέχει πρωτότυπα στον μεγάλο μύθο της πολιτικής ως παιδαγωγίας έτσι όπως τον θέσπισε ο Διαφωτισμός επανεγγράφοντας τον μακιαβελικό Ηγεμόνα ως τολμηρό στοίχημα: πώς στο πλαίσιο του δεσποτισμού, καθεστώτος ωμής αυθαιρεσίας και απροκάλυπτης βίας, μπορεί να εισαχθεί λειτουργικά ο «πεφωτισμένος» μακιαβελισμός, η αποθέωση δηλαδή του εκλεπτυσμένου πολιτικού παιχνιδιού, η αποκορύφωση των δεξιότεχνων ελιγμών; Στην «προπαιδευτική» λογική των Περσικών επιστολών η εκμάθηση, ούτως ειπείν, της αποκοτιάς ή της αυθάδειας βαραίνει εξίσου με τη σοβαρή άσκηση του ορθού λόγου ως πολιτική της ειρωνείας.


Η αρχική έκδοση απαρτιζόταν από 150 επιστολές· ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του ο Μοντεσκιέ ετοιμάζει την οριστική μορφή του έργου προσθέτοντας 11 επιστολές και μια νέα μικρή εισαγωγή ­ πολλοί μελετητές τη θεωρούν το καλύτερο κριτικό κείμενο που έχει γραφεί για το βιβλίο αυτό. Εδώ γίνεται λόγος για την περίφημη «μυστική αλυσίδα» που δένει τις επιστολές, συνδυάζοντας τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία και την πολιτική με την ηθική. Μια πρόχειρη ομαδοποίηση των 161 επιστολών θα τριχοτομούσε το κείμενο ως εξής: οι πρώτες 23 επιστολές βρίσκουν τον Ουσμπέκ και τον Ρίκα, αποστολείς ή παραλήπτες μηνυμάτων, καθ’ οδόν προς το Παρίσι και αναφέρονται σε θέματα θρησκείας, ηθικής, πολιτικής, στα προβλήματα του σεραγιού και του ταξιδιού· εγκιβωτίζουν επίσης την πολυσυζητημένη παραβολή των Τρωγλοδυτών (11-14), που συναιρεί στη σοφία του παραμυθιού τη διπλή υπόσταση του κειμένου και λειτουργεί ως μήτρα των βασικών μοτίβων, όσα θα ακουστούν ευκρινώς και εν εκτάσει στη συνέχεια της αφήγησης. Οι επιστολές 24-146 πραγματεύονται επίσης ηθικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά ζητήματα με πιο συγκεκριμένο στόχο: η πρώτη παρισινή επιστολή του Ρίκα (24) εγκαινιάζει την παρέλαση των σπαρταριστών σατιρικών στιγμιοτύπων από την αλλοπρόσαλλη καθημερινότητα της δυτικής κοινωνίας. Ιδιαίτερη μνεία ωστόσο πρέπει να γίνει για το μικρό «εγκώμιο της αυτοκτονίας» (76), δίχως ίχνος ειρωνείας, που πλαισιώνεται εν πολλοίς από τις «μεταφυσικές» επιστολές 69 και 83, και δικαιώνει προδρομικά το τέλος της Ρωξάνης, ως ηρωική πράξη αποτίναξης του δεσποτικού ζυγού, εξέγερση της σκλάβας που ακυρώνει τον αφέντη της. Οι τελευταίες 15 επιστολές επιλογίζουν θεαματικά, ως ένα σχεδόν αυτόνομο «δράμα στο σεράι», που φέρνει στο προσκήνιο το σκοτεινό και μαύρο φως της Ανατολής, θαμπώνοντας τη σπιρτάδα των προηγούμενων ενοτήτων: in cauda venenum.



Η απουσία του Μοντεσκέ από την ελληνική βιβλιαγορά ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή: ασυγχώρητη. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια το κενό καλύφθηκε με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Μεταφράστηκαν τόσο το μεγαλειώδες «έργο ζωής» του συγγραφέα Το πνεύμα των νόμων [1748] (Μοντεσκιέ, Το πνεύμα των νόμων. Εισαγωγή Π. Κονδύλης, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης – Π. Κονδύλης, 2 τόμοι, εκδ. Γνώση, 1994) όσο και το Δοκίμιο περί γούστου [1753] (Μοντεσκιέ, Δοκίμιο με θέμα το γούστο. Πρόλογος Π. Μουλλάς, μτφρ. Α. Δημητρίου, εκδ. Πόλις, 1994), αμφότερα λαμπρά παρουσιασμένα. Με την άψογη έκδοση των Περσικών επιστολών μπορούμε τώρα να έχουμε σχεδόν σφαιρική εικόνα ενός κορυφαίου στοχαστή της ευρωπαϊκής γραμματείας.


Σε έναν «κανόνα» της συγκριτικής γραμματολογίας αυτή η ευφυής καταγγελία του μονοπολιτισμού ευλόγως θα κατείχε σημαίνουσα θέση. Αν μη τι άλλο, για την ευρηματική διατύπωση της αντίφασης που αντιμάχεται σφόδρα ο συγκεκριμένος κλάδος: η Φατιμά, μία από τις συζύγους του Ουσμπέκ, τον διαβεβαιώνει σοβαρά αφενός ότι τον λατρεύει γιατί είναι ο καλύτερος άντρας επί της γης και αφετέρου ότι… δεν έχει γνωρίσει άλλον!