Για τον Ζαν-Ζακ Σαλομόν, φιλόσοφο και ιστορικό της επιστήμης με πανεπιστημιακή αλλά και τεχνοκρατική εμπειρία, τη στιγμή που πέφτει η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα η επιστήμη χάνει οριστικά την αθωότητά της. Οχι τόσο λόγω της πρωτοφανούς καταστροφής που επιφέρει ένα κατ’ αρχάς επιστημονικό επίτευγμα όσο γιατί συνιστά το αποτέλεσμα του γιγαντιαίου Manhattan Project, το οποίο, ως υπόδειγμα πλέον, θα μετασχηματίσει αμετάκλητα τους όρους διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας, τα αντικείμενά της, τις εφαρμογές και τις χρήσεις της. Οχι βέβαια ότι ως τότε οι επιστήμονες είχαν τα χέρια τους πάντοτε καθαρά ούτε ότι δεν γνωρίζαμε πως το έργο τους χρησιμοποιείτο πότε για καλό και πότε για κακό σκοπό. Ηδη από τον 17ο αιώνα ο Φράνσις Μπέικον είχε επισημάνει τους δεσμούς γνώσης και εξουσίας και τις κυριαρχικές βλέψεις της τελευταίας. Αλλά αυτό που ισχυρίζεται ο Σαλομόν είναι ότι στη σημερινή εποχή, την αρχή της οποίας τοποθετεί στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονται σε ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, το οποίο οι ίδιες εν μέρει συνδιαμόρφωσαν και το οποίο τις επικαθορίζει πλέον απαρέγκλιτα.


Προηγουμένως οι επιστήμονες μπορούσαν ακόμη να διατείνονται ότι εργάζονταν με κύριο γνώμονα την ανιδιοτελή αναζήτηση της γνώσης σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον που διατηρούσε την αυτοτέλειά του από την κρατική εξουσία αλλά και την κοινωνία. Ο θεσμός του πανεπιστημίου ήταν ο προνομιακός, αν όχι αποκλειστικός, χώρος διεξαγωγής της έρευνας, η οποία ήταν κυρίως βασική ή πρωτογενής, προσανατολισμένη δηλαδή στην παραγωγή νέας γνώσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ενδεχόμενων πρακτικών εφαρμογών της. Με δυο λόγια, οι έξωθεν πιέσεις, οι έλεγχοι και οι καταναγκασμοί ήταν περιορισμένοι. Μετά τη Χιροσίμα, αν την εκλάβουμε ως συμβολικό ορόσημο, τα πράγματα αλλάζουν άρδην. Η επιστημονική έρευνα υποστηρίζεται με τεράστια κονδύλια και γενικότερα πρωτοφανή μέσα τίθενται στην υπηρεσία της. Αυτό όμως γίνεται πλέον εκ του πονηρού. Το τίμημα είναι ότι τώρα κατά μεγάλο μέρος η επιστημονική έρευνα ετεροκαθορίζεται. Δηλαδή, δεν αναπτύσσεται με βάση τα γνωστικά ενδιαφέροντα που η ίδια η ερευνητική κοινότητα έχει προκρίνει ως μείζονα, χωρίς να λάβει υπόψη εξωεπιστημονικά κριτήρια, αλλά με βάση τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες που της θέτουν οι χρηματοδότες και οι επόπτες της. Ποιοι είναι αυτοί; Το κράτος ως φορέας άσκησης οικονομικής πολιτικής, η πολεμική βιομηχανία, οι μεγάλες επιχειρήσεις. Ανάπτυξη, παραγωγικότητα, εφαρμοσιμότητα, τα νέα κριτήρια· στρατός, εταιρείες, δεξαμενές σκέψης, οι νέοι τόποι παραγωγής γνώσης που ανταγωνίζονται το πανεπιστήμιο. Η επιστημονική κοινότητα γιγαντώθηκε, απέκτησε τεράστιους πόρους, αλλά ταυτόχρονα απώλεσε μεγάλο μέρος της ελευθερίας της, η ίδια της η υπόσταση μεταβλήθηκε. Μετατράπηκε σε παραγωγική δύναμη.


Ο Σαλομόν εξετάζει κριτικά τις κοινωνικές συνέπειες από τη διεξαγωγή της έρευνας σε αυτές τις συνθήκες, μελετώντας διάφορα πεδία και κατά κύριο λόγο εκείνα που γνωρίζουν τη μεγαλύτερη αναγνώριση, όπως η πληροφορική και η γενετική. Παράλληλα αναλύει τον κίνδυνο η επιστήμη να στραφεί εναντίον των ίδιων των αξιών στις οποίες θεμελιώνεται με βάση τις αρχές του Διαφωτισμού. Ο δραματικός τίτλος του βιβλίου υπαινίσσεται μια έντονη ανησυχία για τους πλανητικού μεγέθους κινδύνους, που συνδέονται π.χ. με τα οικολογικά προβλήματα που η επιστήμη καλείται να αντιμετωπίσει ή ενίοτε οξύνει η ίδια σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας και μη αναστρεψιμότητας. Ευτυχώς αξιοποιείται από τον συγγραφέα δημιουργικά και όχι στο πλαίσιο μιας στείρας πολεμικής. Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το βιβλίο του Σαλομόν είναι ένα δοκίμιο και όχι μια ακαδημαϊκή πραγματεία, με τις θετικές και αρνητικές συνέπειες που αυτό ενέχει. Συχνά, ας πούμε, δίνει την αίσθηση του ανοικονόμητου ή ότι η περιγραφικότητα υπερισχύει εις βάρος της ανάλυσης. Από την άλλη, ο Σαλομόν αναφέρεται με τρόπο συχνά συναρπαστικό σε απομνημονεύματα, βιογραφίες, αναφορές, συνεντεύξεις επιστημόνων όπου αναδεικνύονται σε ατομικό επίπεδο η μικρότητα, η ματαιοδοξία, η υστεροβουλία αλλά και η μεγαλοψυχία, η κοινωνική συνείδηση, το ήθος· ανθρώπινα πάθη και ανθρώπινες αρετές από τις οποίες οι επιστήμονες δεν είναι διόλου απαλλαγμένοι. Τα διλήμματα του Μπορ, το ειρηνιστικό όραμα του Ρότμπλατ, οι τύψεις του Οπενχάιμερ, ο διχασμός του Ρικόβερ συνθέτουν μια εσωτερική ιστορία της επιστήμης που διαπλέκεται με την ευρύτερη κοινωνική διάσταση.


Η μετάφραση είναι συνολικά ικανοποιητική, χωρίς ωστόσο να αποφεύγει αστοχίες ή προχειρότητες. Αναφέρω ορισμένες από τις κυριότερες, σχετικές με την καθιερωμένη ορολογία: το ορθό είναι απομάγευση του κόσμου και όχι απογοήτευση, όπως αποδίδεται· το εγελιανό πνεύμα εσφαλμένα μεταφέρεται στη γλώσσα μας ως ψυχή· η political correctness είναι η πολιτική ορθότητα και όχι η ορθολογικότητα. Και ακόμη οι σωστές λέξεις είναι: κυβερνοναύτες και όχι ιντερναύτες, αέναη ή βιώσιμη ανάπτυξη και όχι διαρκής ανάπτυξη, πολυδύναμα κύτταρα και όχι παντοδύναμα, Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και όχι Θησαυροφυλάκιο, γονιμοποιημένο ωάριο και όχι αβγό. Επίσης ο ΟΟΣΑ αναφέρεται αδικαιολόγητα με την αγγλική συντομογραφία. Ορισμένα ονόματα αποδίδονται λανθασμένα όπως αυτά του Μπένθαμ, του Κανγκιλέμ και του Γιόνας – αν και του τελευταίου αναφέρεται ενίοτε και σωστά. Υπάρχουν όμως και μερικά ακόμη γλωσσικά σφάλματα: συγχέεται το αναδρομικός με το αναδραστικός και λέμε επανδρωμένες πτήσεις και όχι κατοικημένες. Το καθιερωμένο πια γονιδίωμα αναφέρεται αλλού κατευθείαν στα ελληνικά και αλλού στα γαλλικά ή στα αγγλικά και εντός παρενθέσεως στα ελληνικά. Στα υπέρ της μετάφρασης η ύπαρξη ευρετηρίου ονομάτων, στα κατά ότι δεν μνημονεύονται ελληνικές μεταφράσεις έργων στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας.