Ο 65χρονος γάλλος πανεπιστημιακός φιλόσοφος και διανοούμενος Ρεζίς Ντεμπρέ μελετά συστηματικά την τελευταία δεκαπενταετία το θρησκευτικό φαινόμενο. Αυτό φαίνεται ίσως παράδοξο αν λάβουμε υπόψη την προσωπική του πορεία – βρέθηκε στο πλευρό του Τσε Γκεβάρα, φυλακίστηκε για τη δράση του στη Βολιβία για τρία χρόνια απ’ όπου απελευθερώθηκε έπειτα από παρέμβαση του Ντε Γκωλ, χρημάτισε σύμβουλος του προέδρου Μιτεράν κτλ. – σε συνδυασμό με τη διανοητική ατμόσφαιρα της Γαλλίας, του πιο «ακραία» κοσμικού κράτους της Ευρώπης και την παραδοσιακή αδιαφορία, στην καλύτερη περίπτωση, της αριστερής της διανόησης για το θρησκεύεσθαι.


Τα δύο βιβλία που παρουσιάζουμε εδώ αιτιολογούν το ενδιαφέρον του Ντεμπρέ για το θρησκευτικό φαινόμενο. Μπορούν να διαβαστούν από κοινού, καθώς λειτουργούν συμπληρωματικά: Ο Θεός μπορεί να θεωρηθεί από άποψη περιεχομένου και μεθόδου προσέγγισης ένα υπόδειγμα για τη συγγραφή (περισσότερο απλοποιημένων) σχολικών εγχειριδίων, ενώ η μεταγενέστερη Διδασκαλία της θρησκείας υποστηρίζει γιατί και υπό ποια προοπτική είναι επιβεβλημένη η απόκτηση ενός σχετικού σώματος γνώσεων για τον κάθε άνθρωπο και πολίτη ακόμη και στην περίπτωση που δεν είναι πιστός. Τον Δεκέμβριο του 2001 ο τότε υπουργός Παιδείας της Γαλλίας Ζακ Λανγκ, επικαλούμενος το πρώτο βιβλίο του Ντεμπρέ, του ζητάει με επιστολή μια έκθεση με τις προτάσεις του για τη διδασκαλία του θρησκευτικού φαινομένου στα δημόσια σχολεία. H έκθεση αυτή είναι ουσιαστικά το δεύτερο βιβλίο. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.


Μεσολαβήσεις




Ο Θεός, μια ιστορική διαδρομή είναι μια μελέτη της καταγωγής και της εξέλιξης του μονοθεϊσμού – ιουδαϊσμού και χριστιανισμού με ελάχιστες αναφορές στον μωαμεθανισμό – στη Δύση. Παρ’ όλο που αντλεί στοιχεία από την Ιστορία και την Κοινωνιολογία της Θρησκείας όπως και από τη Θεολογία, δεν είναι τίποτε από αυτά. Ο Ντεμπρέ αντιπαρέρχεται αυτήν ακριβώς την κατάτμηση των επιστημονικών ενδιαφερόντων αντιπροτείνοντας τη «μιντιολογία» (médiologie), κλάδο που ο ίδιος έχει θεμελιώσει. H μιντιολογία – η απόδοσή της ως «επικοινωνιολογία» ίσως είναι από γλωσσική άποψη προτιμότερη, αλλά από νοηματική νομίζω ότι δημιουργεί σύγχυση – ορίζεται ως η πειθαρχία που μελετά τα συμβολικά μέσα μετάδοσης της γνώσης και της πληροφορίας και η οποία έτσι τίθεται μεταξύ κουλτούρας και τεχνολογίας, συνεξετάζοντας τα προϊόντα του πνεύματος με τους υλικοτεχνικούς φορείς μετάδοσής τους. Οταν λοιπόν ο συγγραφέας αναγγέλλει ότι θα μελετήσει τις μεσολαβήσεις του Θεού κυριολεκτεί, προβαίνοντας σε μια γενεαλογία των εξωτερικών θεϊκών γνωρισμάτων, έτσι όπως αυτά ανιχνεύονται στην πολιτισμική μας ιστορία. Για παράδειγμα, αποδίδει καθοριστική σημασία στην επινόηση της γραφής και ιδιαίτερα του αλφάβητου, θεωρώντας τα όρο απαραίτητο για την εμφάνιση του Θεού (του μονοθεϊσμού). Είναι το πρώτο βήμα για την απεξάρτησή Του από έναν συγκεκριμένο τόπο και το οδοιπορικό του προς την οικουμενικότητα. Ενα άλλο τεράστιο βήμα υπήρξε βέβαια η τυπογραφία που «απελευθέρωσε» τον Θεό από τη μία και μοναδική Εκκλησία και τον πιστό από τη λατινική γλώσσα του κλήρου. H σημερινή εποχή της ψηφιακής εικόνας και του Διαδικτύου είναι μια νέα πρόκληση για τον μονοθεϊστικό Θεό. Από τι μας απελευθερώνουν, αναρωτιέται ο Ντεμπρέ, η ψηφιακή αναπαράσταση και η τηλεπαρουσίαση; Από την έννοια της ακεραιότητας! H έννοια του θείου γίνεται εύπλαστη, εξατομικεύεται, διαθέτει το δικό της «κανάλι». Ετσι, νέες θρησκείες ή «θρησκείες» χωρίς Θεό, δόγματα και κανόνες εμφανίζονται ανταγωνιστικά στο προσκήνιο. H πλούσια εικονογράφηση του βιβλίου είναι εύστοχη και τεκμηριωτική, η μετάφραση και η επιμέλεια πολύ καλές. Λείπει ένα ευρετήριο όρων που θα καθιστούσε την έκδοση άψογη.


Απαιδευσία


Στη Γαλλία η εφαρμογή ως τώρα της ουδετεροθρησκείας, ή αλλιώς, της αρχής του κοσμικού κράτους (laicité) είχε για ιστορικούς λόγους προκαλέσει τον πλήρη εξοστρακισμό της διδασκαλίας της θρησκείας από το δημόσιο σχολείο. Αυτό κατά τον Ντεμπρέ συμβάλλει αποφασιστικά στη «θρησκευτική απαιδευσία», η οποία πάντως σχετίζεται με μια γενικότερη απαιδευσία που πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της υποβάθμισης των ανθρωπιστικών σπουδών τις τελευταίες δεκαετίες. Ετσι, στη Διδασκαλία της θρησκείας στο ουδετερόθρησκο σχολείο προτείνει ακριβώς την επαναφορά της. Συνιστά αυτή η προτροπή υποχώρηση από την αρχή του κοσμικού κράτους; Οχι, ακριβώς το αντίθετο. Πρόκειται για ενίσχυσή του, με την έννοια ότι έτσι υπάγεται σε δημόσιο έλεγχο η διδασκαλία του θρησκευτικού φαινομένου κι αποθαρρύνονται οι «παθολογικές» εκδοχές του τελευταίου. Εννοείται, βέβαια, ότι η διδασκαλία του προτείνεται σε μη ομολογιακή και μη κατηχητική βάση. Ακόμη περισσότερο, κι αυτό είναι συζητήσιμο, ο Ντεμπρέ θεωρεί ότι δεν θα πρέπει ούτε να διδάσκεται από θεολόγους ούτε να αποτελεί ιδιαίτερο μάθημα. Αντίθετα, εισηγείται στο πλαίσιο μιας διαθεματικής προσέγγισης τη διδασκαλία του από καθηγητές ανθρωπιστικών σπουδών με την προϋπόθεση ότι θα τύχουν της κατάλληλης επιμόρφωσης. Το σκεπτικό είναι ότι η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, κυρίως, έχει σημαδέψει τον γαλλικό και γενικότερα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και επομένως είναι αδιανόητο να μη διδάσκεται στις νεότερες γενιές. Ομως, καθώς το σχολείο δεν είναι τόπος προσευχής αλλά γνώσης, αυτή η διδασκαλία πρέπει να γίνεται από θέση αυστηρής ουδετερότητας ως προς τη διάσταση της θρησκευτικής συνείδησης. Στο εξαιρετικό επίμετρο ο θεολόγος Παντελής Καλαϊτζίδης κάνει μια επισκόπηση του γαλλικού πραδείγματος και διατυπώνει ορισμένες θέσεις για την ελληνική περίπτωση που βρίσκεται, ακόμη, στον ακριβώς αντίθετο πόλο, αυτόν της επιβολής της ομολογιακής διδασκαλίας. Βέβαια, προς το παρόν, τουλάχιστον την κυβέρνηση δεν ενδιαφέρει η απάλειψη του κατηχητικού χαρακτήρα της θρησκευτικής διδασκαλίας στο σχολείο, αλλά η επέκταση της κατήχησης στο επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης («ανωτατοποίηση» (Ορθόδοξων) Εκκλησιαστικών Σχολών). Πολλές αντιρρήσεις προβλήθηκαν σε αυτή την απόφαση. Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι απλώς μια ημιτελής ενέργεια η οποία πρέπει να έχει συνέχεια. Ας πούμε, θα μπορούσε το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων να μετονομαστεί σε Αρχή Ελληνορθόδοξης Αγωγής και να υπαχθεί στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. vand@ath.forthnet.gr