Υποπτος για συμμετοχή σε τρομοκρατική ενέργεια βρέθηκε και ο Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός στο πανελλήνιο της εποχής ως ο Μίμαρος ο καραγκιοζοπαίχτης. Εκείνους τους καιρούς οι αναρχικοί τρομοκράτες δεν ανεφύοντο στην Αθήνα αλλά στην πρωτεύουσα της Αχαΐας, αφού εκεί τότε η ισχύς του πλούτου εμφανιζόταν κατισχύουσα πάσης δικαιοσύνης. Τον καιρό της σταφιδικής κρίσης, με μάχαιρα εφόνευσε ο σανδαλοποιός Δημήτριος Μάτσαλης τον τραπεζίτη Διονύσιο Φραγκόπουλο, τραυματίζοντας σοβαρά τον μεγαλέμπορο Ανδρέα Κόλλα, στο κέντρο της πόλης, μια και ανέκαθεν οι αναρχικοί τάσσονταν υπέρ της ατομικής βίας για την επιβολή των ιδεών τους. Και βεβαίως, σταθερά διά μέσου των δεκαετιών, οι σοσιαλιστικές ομάδες, όλων των αποχρώσεων, καταδίκαζαν τις πράξεις τους. Κοινή και μη εξαιρετέα η αναρχόφρονη κίνηση των Πατρών οιστρηλατείτο από τα κοινωνικά κηρύγματα εσχατολογικής πνοής – και λόγω εποχής, παραμονές του 1900 – ιδεολόγων που ετύγχαναν καθηγητές Θεολογίας ή και διδάκτορες Φιλοσοφίας, όπως ο Ιωάννης Αρνέλλος και ο Αθανάσιος Χριστογιαννόπουλος. Ο Τύπος της εποχής περιέγραψε μετά γλαφυρότητας τα γεγονότα. Σ’ εμάς που δεν είμαστε ιστορικοί, ούτε και Πατρινοί, φθάνουν μέσα από τα μυθιστορήματα, με πλέον πρόσφατα το μυθιστόρημα εποχής της Αθ. Κακούρη Πριμαρόλια και το βιβλίο του Β. Χριστόπουλου Στο φως της ασετιλίνης. Η ιστορία φαίνεται ότι επαναλαμβάνεται, μόνο που τον Σαρδούνη, αντί για αβρούς αγγλικού φλέγματος αστυνομικούς, τον κυνηγούσε ο περιβόητος Μπαϊρακτάρης με τον βούρδουλά του, διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα.


Ο Πατρινός Β. Χριστόπουλος, πολιτικός μηχανικός το επάγγελμα, πρωτοεμφανίστηκε ως μυθιστοριογράφος το 1998 με το ιστορικό μυθιστόρημα Κάτοικος Πατρών, το οποίο, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, διαδραματίζεται στη γενέτειρά του τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Το 1999 επανήλθε με τη βιογραφία του πατρινού καραγκιοζοπαίχτη Ανέστη Βακάλογλου, γνωστού με το ψευδώνυμο Ορέστης, βασισμένη σε συζητήσεις μαζί του. Οπως είχαμε γράψει τότε, μέσα από την αφήγηση του Ορέστη ζωντανεύει ολόκληρη η σχολή καραγκιοζοπαιχτών της Πάτρας με πρώτο και καλύτερο τον Μίμαρο. Μύθος ο Σαρδούνης και τα βιογραφικά στοιχεία του ποικίλλουν από διήγηση σε διήγηση. Ενα σύντομο αλλά ακριβές βιογραφικό εντοπίζεται στο πολύτιμο δίτομο «Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών» που μας κληροδότησε ο εντόπιος ιστορικός Κώστας Ν. Τριανταφύλλου. Γεννημένος το 1865 στην Πάτρα, ο Σαρδούνης, νόθος γιος μιας Πατρινιάς της καλής κοινωνίας, έζησε στο Μεσολόγγι ως το 1876 που πέθανε ο πατριός του. Μετά επανήλθε οικογενειακώς στην Πάτρα όπου και σπούδασε βυζαντινή μουσική. Ψάλτης στον ναό του Αγίου Ανδρέου ως το 1888, όταν εγκατέλειψε τα πάντα για τον Καραγκιόζη. Πέθανε 37 ετών αλκοολικός, με ταραγμένα τα νεύρα του. Θεωρείται ο επίσημος ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη, όπως γράφει και ο Γιάννης Τσαρούχης προλογίζοντας την αυτοβιογραφία του Σωτήρη Σπαθάρη.


Ο Β. Χριστόπουλος χαρακτηρίζει το βιβλίο του μυθιστόρημα ή και μυθιστορία, μάλλον ωστόσο πρόκειται για μυθιστορηματική βιογραφία, πιστή στο πρόσωπο και στην εποχή του, που έρχεται να προστεθεί στην εφετινή σοδειά, ιδιαζόντως πλούσια σε ιστορικά μυθιστορήματα και μυθιστορηματικές βιογραφίες. Ωστόσο η εν λόγω μυθιστορηματική βιογραφία συνδυάζει το τερπνό μιας απρόσκοπτης, κάποτε και γλαφυρής αφήγησης με το ωφέλιμο, καθώς αναφέρεται σε έναν κόσμο που έχει οριστικά χαθεί. Πρωτίστως ερευνητής της ιστορίας του Καραγκιόζη, ο συγγραφέας περισυλλέγει και συρράπτει διηγήσεις, αναδεικνύοντας τους πρωταγωνιστές: τον Σαρδούνη και δίπλα του τους δύο αγαπημένους συντρόφους του, τον Μήτσο Πάγκαλο, Ζακύνθιο την καταγωγή, από τον οποίο μυήθηκε ο Σαρδούνης στον ανατολίτη και βωμολόχο Καραγκιόζη, και τον Βασίλη Αγαπητό από το Νιοχώρι, καθώς και τον παλαιό μαθητή του και μετέπειτα ανταγωνιστή, τον Ρούλια, που κρατούσε από τη Ρούμελη, άλλοι υποστηρίζουν από τον Καρβασαρά και άλλοι από το Καρπενήσι· μια εκδοχή του βίου του δίνει ένας άλλος Ρουμελιώτης, ο Γ. Βλαχογιάννης, στη θαυμάσια νουβέλα του Της τέχνης τα φαρμάκια.


Βασανισμένοι προβάλλουν οι καραγκιοζοπαίχτες μέσα από το μυθιστόρημα του Β. Χριστόπουλου. Ιδιαίτερα, πλάθοντας το μυθιστορηματικό πρόσωπο του Σαρδούνη δίνει έμφαση στον σκεπτόμενο άνθρωπο που τον κατέτρωγε ο μόνιμος διχασμός της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Παθιασμένος με την τέχνη του Καραγκιόζη, τουλάχιστον ο μυθιστορηματικός ήρωας, ζητεί να αναδείξει το ελληνικό στοιχείο πέρα από τις εξάρσεις πατριωτισμού και τις ευρωπαϊστικές τάσεις που αφιόνιζαν οι μεταστροφές της πολιτικής. Γι’ αυτό και ιχνηλατεί μετά μανίας βυζαντινές ρίζες στους αμανέδες, γράφοντας και ξαναγράφοντας μέχρι τελευταίας πνοής σκηνές για τον Καραγκιόζη του εμπνευσμένες από την Ελληνική Επανάσταση. Μένει ζητούμενο αν ο συγγραφέας είχε στη διάθεσή του κάποια ντοκουμέντα, όπως το τεφτέρι του Σαρδούνη με αμανέδες και επιστολές προς τη μητέρα του και την αγαπητικιά του που υποτίθεται ότι άφησε πεθαίνοντας στους φίλους του. Σε κάθε περίπτωση, πραγματικά ή εικονικά τα ντοκουμέντα, η αφήγηση δομείται γύρω από τα κατάλοιπα του Σαρδούνη με συνεχείς αναδρομές.


Κάποτε ο ερευνητής λειτουργεί σε βάρος του μυθιστοριογράφου, κυρίως όταν ξανοίγεται πέραν του κόσμου του Καραγκιόζη. Η μυθιστορηματική βιογραφία φαίνεται καθ’ υπερβολήν τεκμηριωμένη, τουλάχιστον όσον αφορά τα πολιτικά συμβάντα. Μάλλον το μυθιστόρημα θα έδενε καλύτερα αν περιοριζόταν η τόσο εκτενής αναφορά σε επιφανείς Πατρινούς και Αθηναίους, όπως και η κατονομασία θεατρικών παραστάσεων ορισμένων θιάσων της εποχής που δημιουργούν την εντύπωση αποδελτίωσης. Αντίθετα, λυτρώνουν την αφήγηση οι ένθετες σκηνές από έργα του Καραγκιόζη αλλά και τα σκαμπρόζικα δίστιχα από λαϊκά άσματα και αμανέδες. Λιγότερο πειστικοί δείχνουν οι ιδεολογικοί προβληματισμοί πριν από έναν αιώνα, όπως προσπαθεί να τους αποδώσει το βιβλίο. Ισως και γιατί οι συγγραφείς μας ξεχνούν ότι οι ιδέες, όπως και οι λέξεις, έχουν και αυτές ένα χρονικό φάσμα χρήσης και παραμονής στην επικαιρότητα. Γενικότερα πιστεύουμε ότι τα ιστορικά μυθιστορήματα και οι μυθιστορηματικές βιογραφίες, με το έτοιμο υλικό που προσφέρουν, δημιουργούν στους συγγραφείς αίσθημα ευφορίας, με αποτέλεσμα να παραμελούν την οικονομία της αφήγησης.


Ωστόσο, στην περίπτωση του πρόσφατου βιβλίου, προσπερνούμε τις όποιες αδυναμίες χάρη στα όσα θαυμαστά συνέβαιναν άλλοτε υπό το φως της ασετιλίνης, με τα οποία και μυθοπλάττει ο Β. Χριστόπουλος. Απολαυστικές οι σελίδες με τους διαλόγους των καραγκιοζοπαιχτών, όπως και οι διηγήσεις για το πώς γεννήθηκαν οι φιγούρες του μπαρμπα-Γιώργου και του σιορ Διονύσιου. Ακόμη ενδιαφέρουσες οι περιγραφές των χώρων διασκέδασης· ο Καραγκιόζης, τα καφέ-αμάν αλλά και εκείνη η χοροεσπερίδα στο ξενοδοχείο της Νέας Αγγλίας στην πλατεία Συντάγματος, παραμονή Χριστουγέννων του 1899, όπου παρευρίσκετο ο Χρηστομάνος, παρεισέφρησαν όμως και κουτσαβάκηδες, με λυτό το ζωνάρι αλλά κομμένο το μουστάκι λόγω των μέτρων σωφρονισμού του Μπαϊρακτάρη.