Μηχανικός στο επάγγελμα, συγγραφέας στην κλίση. Νίκησε η δεύτερη. Ο Δαβίδ Τοσκάνα γεννήθηκε στο Μοντερέι του Μεξικού το 1961. Δεν θεωρεί τον εαυτό του επαγγελματία σε τίποτε. Ανήκει σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων που έχουν κάτι να πουν και ξέρουν να το πουν. Το ίδιο και με το γράψιμό του. Η ιστορία του Τρένου είναι μια καταιγιστική αφήγηση τόπων και χρόνων, συμβάντων και φωνών, ένα στοίχημα με τον θρύλο που ζώνει ένα παρηκμασμένο χωριό του Βόρειου Μεξικού, την Τούλα. Η βία, τα πάθη, ο έρωτας και το χιούμορ χαράζουν τους πρωταγωνιστές της υποχρεώνοντάς τους να κινηθούν στον ρυθμό τους. Ο Δαβίδ Τοσκάνα μάς αφηγήθηκε ορισμένα μυστικά της ιστορίας της Τούλα, προσωπικά ανέκδοτα, και μας περιέγραψε το γιατί και το πώς ενός νέου συγγραφέα που ξεπερνώντας τα εμπόδια της συγκεντρωτικής κοινωνίας διασπά τον κλοιό του περιφερειακού Μοντερέι και φτάνει ως τον έλληνα αναγνώστη.


­ Πώς μετατρέπεται ένας επαγγελματίας μηχανικός σε συγγραφέα;


«Κατά τη γνώμη μου το να γράφει κανείς δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία, έχει σχέση με τη ζωή, αν θεωρήσουμε λογοτεχνία αυτή την επιστήμη της μελέτης των γραμμάτων, των λογοτεχνών και λοιπά. Η προσέγγισή μου προς τη λογοτεχνία έγινε από την οπτική γωνία ενός αναγνώστη που του αρέσει να διαβάζει και ποτέ όμως δεν θα μπορούσε να παραδώσει μια διάλεξη λογοτεχνίας. Θεωρώ τον εαυτό μου αναγνώστη, εραστή της μυθιστοριογραφίας».


­ Γράφει κανείς τα μυθιστορήματα που θα του άρεσε να διαβάσει;


«Οχι πάντα. Πιστεύω ότι τα μυθιστορήματα με τα οποία περισσότερο χαιρόμαστε είναι αυτά στα οποία ο συγγραφέας ακολούθησε αυτή τη διαδικασία: να γράψει δηλαδή αυτό που θα ήθελε να διαβάσει. Πολλές φορές όμως τα μυθιστορήματα μετατρέπονται σε δοκίμια περί της ευφυΐας του συγγραφέα που βρίσκεται πίσω από αυτά. Οταν τα διαβάζει κανείς σκέφτεται: «Ο συγγραφέας είναι πανέξυπνος, τι κρίμα που δεν μου διηγήθηκε μια ωραία ιστορία! » με επακόλουθο την απογοήτευση. Εγώ νιώθω εγγύτητα με τους συγγραφείς που θέλουν να μου διηγηθούν ιστορίες και όχι με αυτούς που θέλουν απλώς να μου επιδείξουν ότι ξέρουν πολλά».


­ «Το τρένο…» είναι ένα μυθιστόρημα με αρκετές ιδιαιτερότητες στη γραφή και στη δομή του. Κατά πόσο ήταν ηθελημένο αυτό και κατά πόσο σας επιβλήθηκε από το ίδιο το υλικό που είχατε στα χέρια σας;


«Το μυθιστόρημα αυτό με ταλαιπώρησε αρκετά. Εγραψα αρκετές εκδοχές του τις οποίες εγκατέλειψα στην πορεία επειδή δεν με ικανοποιούσαν. Ηξερα ότι στο μυαλό μου είχα μια αρκετά πολύπλοκη ιστορία και η πρόκληση που αντιμετώπισα ήταν να βρω έναν απλό τρόπο να τη διηγηθώ. Νομίζω τελικά ότι το κατάφερα».





­ Ο Φροϋλάν
τι είναι αυτό που θέλει να γράψει;


«Υπάρχουν σε κάθε περίπτωση πολλά αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά του Φροϋλάν με εμένα, επειδή φτάνει κάποια στιγμή όπου η ιδέα να γράψεις κάτι σε ενθουσιάζει, σε κυριεύει. Αφθονούν όμως τα παραδείγματα εκείνων που θέλουν να γράψουν, δεν έχουν όμως τι να γράψουν, δεν έχουν ιστορίες. Τι συμβαίνει λοιπόν όταν γεννιέται σε κάποιον η κλίση αλλά δεν έχει με τι να την τροφοδοτήσει; Ο Φροϋλάν είναι ένας τέτοιος χαρακτήρας. Εχει μια δουλειά ρουτίνας, νιώθει απογοητευμένος και θέλει να γράψει αλλά δεν ξέρει τι. Τότε, όταν του δίνεται η ευκαιρία να συναντήσει εκείνο τον ηλικιωμένο και να γράψει τη βιογραφία του, συνειδητοποιεί ότι αντί για βιογραφία αυτό που θέλει να γράψει αυτός είναι ένα μυθιστόρημα. Αρχίζει λοιπόν τότε να παραποιεί την ιστορία. Οταν αναρωτιόμουν τι ήθελα να πετύχω διηγούμενος αυτή την ιστορία, συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφεραν πολύ οι θρύλοι. Το χωριό Τούλα είναι υπαρκτό στο Μεξικό και υπάρχει ένα πλήθος ιστοριών γύρω από την παρακμή αυτού του τόπου. Χρησιμοποιώντας το λοιπόν ως σημείο εκκίνησης, σκέφτηκα να δώσω τη δική μου εκδοχή για τους θρύλους που περιβάλλουν αυτή την πόλη. Συνόψισα λοιπόν σε ένα μυθιστόρημα όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τελικά έναν θρύλο. Με άλλα λόγια, ξεκινώντας από ένα πραγματικό γεγονός, παραποιούνται κατάλληλα οι πληροφορίες και δημιουργείται ένας θρύλος που είναι πολύ περισσότερο εντυπωσιακός από τα πραγματικά γεγονότα. Ακολουθείται λοιπόν μια γραμμή όπου κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα. Οταν με κάλεσαν στην Τούλα να παρουσιάσω το μυθιστόρημα συνάντησα ένα χωριό μοιρασμένο σε δύο τάσεις: οι μεν ήθελαν να με ευχαριστήσουν που ανέσυρα την ιστορία της Τούλα από τη λήθη και οι δε με κατηγορούσαν ως συκοφάντη και παραποιητή της ιστορίας της. Κάποιος μου είχε μιλήσει για το χωριό ­ γενικά δεν είναι πολύ γνωστό, τώρα πια είναι σχεδόν νεκρό ­ αυτοί όμως που μου μιλούσαν δεν μπορούσαν να μου εξηγήσουν σωστά τι ήταν αυτό που είχε συμβεί. Αυτό που συνάντησα λοιπόν εκεί δεν ήταν παρά ο σπόρος ενός θρύλου και εγώ θέλησα από αυτό τον σπόρο να πλάσω μια ιστορία».


­ Τι είναι αυτό που σας τράβηξε στο χωριό αυτό, η παρακμή του ίσως;


«Γενικά ό,τι είναι θλιβερό για το ανθρώπινο ον είναι υγιές για τη λογοτεχνία. Μπορεί κανείς να διηγηθεί πολύ περισσότερα πράγματα γύρω από μια παρακμή παρά από έναν θρίαμβο. Οπως λέει η Αννα Καρένινα: «Ολες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες, οι δυστυχισμένες όμως είναι διαφορετικές και η καθεμιά υπομένει τη θλίψη της με τρόπο ιδιαίτερο». Αυτό ισχύει στη λογοτεχνία: αν ασχοληθείς με την ευτυχία τότε δεν έχεις ιστορίες· μόνο στην παρακμή, στη θλίψη, στην τραγωδία, στα προβλήματα και στις κρίσεις βρίσκονται οι ιστορίες που αξίζει τον κόπο να διηγηθεί κάποιος».


­ Νομίζεις ότι αυτός ο τρόπος παρουσίασης της ιστορίας, μυθιστορηματικά παραποιημένης, μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για τη μελέτη ή για το ξαναδιάβασμά της;


«Θα πρέπει να πω ότι η σχέση μου με την επίσημη ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα αγαθή. Και αυτό επειδή η ιστορία του Μεξικού όπως και αυτή όλων των χωρών είναι γεμάτη ψέματα: περιορίζεται στην έξαρση των καλών στιγμών, στο θάψιμο των κακών, στη μη αμφισβήτηση των διαδικασιών και στην απλή απαρίθμηση μαχών, ημερομηνιών, ονομάτων, μετατρέποντάς τη σε μια απλή χρονική διάρθρωση. Νομίζω ότι μαθαίνει κανείς περισσότερο ιστορία διαβάζοντας μυθιστορήματα της συγκεκριμένης εποχής, παρά την επίσημη ιστορία της ίδιας εποχής».


­ Η Κάρμεν είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα;


«Για τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος ασφαλώς και δεν είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα. Θα τολμούσα να πω ότι βασίζεται σε μια αρχετυπική μορφή γυναίκας, αφού ο πρωταγωνιστής έχει μια πολύ σύντομη συνάντηση μαζί της και από εκεί και ύστερα δεν κάνει άλλο από να την εξιδανικεύει. Με αυτή την έννοια η Κάρμεν μετατρέπεται σε μια ιδανική γυναίκα και είναι απολύτως δυνατόν να αγαπήσει κανείς μια ιδανική γυναίκα. Αν δεν την έχεις, πολύ περισσότερο».


­ Υπάρχει η ιδανική γυναίκα;


«Στο μυαλό μας υπάρχει σίγουρα ή τουλάχιστον μπορεί να υπάρχει. Στην πραγματικότητα δεν πιστεύω ότι υπάρχει. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι όταν δεν έχουμε τη γυναίκα δίπλα μας τότε αρχίζουμε να την εξιδανικεύουμε και όταν την έχουμε αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία. Δεν θέλω να πω με αυτό ότι η σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών είναι πολεμική, ιδανική όμως δεν είναι σίγουρα».


­ Τι είναι αυτό που αναζητά συγκεκριμένα ο Φροϋλάν σε αυτή;


«Θα έλεγα ότι στο μυθιστόρημα υπάρχει ένα είδος μεταμόρφωσης μεταξύ του ηλικιωμένου και του συγγραφέα. Είναι ωσάν ο ηλικιωμένος να του πέρασε ένα μήνυμα λέγοντάς του: «Ζήσε τη ζωή που δεν μπόρεσες να ζήσεις». Τότε γίνεται λόγος για 15 τετράδια που ποτέ δεν εμφανίστηκαν, όπου ο συγγραφέας περιγράφει αυτή την Κάρμεν και την εξιδανικεύει. Αρχίζει να αποκτά δεσμούς με αυτή την Κάρμεν του παρελθόντος που θα μετατραπεί σε Κάρμεν του παρόντος και μέσα από τη γραφή την εξιδανικεύει σε μια γυναίκα που θα πιστέψει αργότερα ότι συναντά ή ότι θα συναντήσει. Επειδή όμως τα τετράδια αυτά δεν εμφανίστηκαν ποτέ, αυτό είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ».


­ Ωραίο κόλπο επίλυσης ενός κομβικού σημείου!


«Κόλπο, τέχνασμα, πέστε το όπως θέλετε, στόχος μου όμως είναι να σεβαστώ αυτή την εξιδανίκευση της Κάρμεν με τρόπο ώστε να μετατρέψω τον αναγνώστη σε συνένοχο αυτής της εξιδανίκευσης. Οι περιγραφές μου γενικά είναι ελάχιστες επειδή δεν πιστεύω σε αυτές, τις θεωρώ άσκοπη κατανάλωση σελίδων. Στη λογοτεχνία μου αρέσει αυτή η δυνατότητα που έχει ο αναγνώστης να συμπληρώνει τα πάντα με τη φαντασία του. Ως συγγραφέας πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας θα πρέπει να απουσιάζει. Πιστεύω ότι τα μυθιστορήματα θα πρέπει να μιλούν και με αυτό που δεν λένε. Θα πρέπει να λειτουργούν όπως η ζωή. Η ζωή δεν έχει εγχειρίδιο λειτουργίας, αφήνεσαι απλώς στην περιπέτειά της».


­ Ποια ήταν η αντιμετώπιση που συναντήσατε ως τώρα εκ μέρους των αναγνωστών σας σε σχέση με αυτό το ανοιχτό τέλος;


«Υπήρξαν αναγνώστες, κυρίως οι πιο οκνηροί, οι οποίοι προτιμούν τη μασημένη τροφή. Οσοι όμως είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε λογοτεχνία ξέρουμε ότι υπάρχει μια στιγμή όπου οι ιστορίες τελειώνουν και ότι αυτή η στιγμή δεν είναι όταν όλα επιλύονται αλλά όταν όλα έχουν ειπωθεί. Ο αναγνώστης ο οποίος είναι ανοιχτός στις προκλήσεις αυτές είναι, θα έλεγα, ο ιδανικός αναγνώστης».