«Είχα επιστρέψει για άλλη μία φορά στην Αμερική και είχα ανακαλύψει πως, παρά τα ελαττώματά της, δεν μπορούσα να μείνω μακριά απ’ αυτόν τον τόπο, όπου υπήρχε ακόμη ζωντανή η ελπίδα πως μπορούσαν να γίνουν θαύματα, πως ο Θεός μπορεί και πάλι να ανακατευτεί στις ανθρώπινες υποθέσεις, πως όλοι εκείνοι οι μύθοι, οι τόσο αναγκαίοι στην παιδική ηλικία, θα μπορούσαν ίσως να γίνουν πραγματικότητα». Αυτά τα λόγια με τα οποία ο αφηγητής, αιδεσιμότατος Τσέρικοουκ, περιγράφει το κάλεσμά του στον Νέο Κόσμο θα μπορούσαν να υποδηλώνουν τη μυθιστορηματική πρόθεση του Τόμας Πίντσον, ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς. Οπως ο αφηγητής του, έτσι και ο Πίντσον έλκεται από την προεπαναστατική Αμερική, τον ρευστό, αμφιλεγόμενο και ως επί το πλείστον αχαρτογράφητο αυτόν κόσμο, ο οποίος πασχίζει να απλωθεί στα δυτικά, υλοποιώντας τις προσδοκίες εκατομμυρίων ευρωπαίων αποίκων.


Μια απόλυτη ευθεία


Βρισκόμαστε γύρω στα 1760. Δύο άγγλοι υπήκοοι, ο αστρονόμος Τσαρλς Μέισον και ο τοπογράφος Τζερεμάια Ντίξον, ταξιδεύουν στην Αμερική έχοντας ως αποστολή τη χάραξη μιας απόλυτα ευθείας λωρίδας πλάτους 8 μέτρων και μήκους 244 μιλίων προς τα δυτικά, η οποία θα αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στην Πενσιλβάνια και στο Μέριλαντ, κατά παραγγελία του λόρδου Μπάλτιμορ και του Τόμας Πεν, ιδιοκτητών των δύο επαρχιών. Στη διάρκεια της αποστολής τους έρχονται σε επαφή με τον πολυπολιτισμικό, πολυθρησκευτικό, πολυφυλετικό πληθυσμό της Ανατολικής Ακτής: μένουν σε πανδοχεία, πίνουν σε ταβέρνες, εμπλέκονται σε καβγάδες, συνδιαλέγονται με σημαντικά ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Φραγκλίνος, ο Ουάσιγκτον και ο Σάμιουελ Τζόνσον, συνωμοτούν με αντιμοναρχικές, επαναστατικές οργανώσεις. Οι περιπέτειές τους, καθώς και η πληθώρα των αλλόκοτων ιστοριών που ακούνε (ένας σκύλος που μιλάει, λυκάνθρωποι, φωτεινοί Ινδιάνοι, μια μηχανική πάπια με πεπτικό σύστημα, ένα αεικίνητο ρολόι, ένα ηλεκτρικό σαλάχι), συναποτελούν το πρωτογενές αφηγηματικό υλικό του μυθιστορήματος. Συγχρόνως η ομάδα εργασίας τους – σαν περιπλανώμενος θίασος -, πλαισιωμένη από τον αυτόπτη μάρτυρα και αφηγητή αιδεσιμότατο Τσέρικοουκ και κατά διαστήματα από έναν γάλλο μάγειρο, έναν κινέζο γνώστη του φενγκ σούι και μια γυναίκα που έχει αποδράσει από την αιχμαλωσία των ιησουιτών, συνεχίζει τη χάραξη της γραμμής «στην καρδιά της ερημιάς» σκάβοντας, δρεπανίζοντας, τσεκουρώνοντας και δαμάζοντας τη φύση. Στην κρίσιμη αυτή χρονική καμπή, όπου η μαγεία και ο μύθος δίνουν τη θέση τους σε ορθολογικές διατυπώσεις, όπου ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός διαχέεται στον Νέο Κόσμο, ο Μέισον και ο Ντίξον, αν και γνήσιοι κληρονόμοι της διαφωτιστικής παράδοσης, δεν παύουν να αναζητούν την «αθώα σαγήνη του εξωτικού», την «ελπίδα για μία ακόμη ευκαιρία στο βασίλειο του τυχαίου». H γεωγραφική και ταυτόχρονα ιδεολογική περιπλάνηση των δύο συνεργατών δίνει την αφορμή στον Πίντσον να συνθέσει ένα ελεγειακό road μυθιστόρημα του 18ου αιώνα υμνώντας την Αμερική στο ξεκίνημά της, προτού ακόμη συσταθεί ως κράτος, πολύ προτού αθετήσει τις υποσχέσεις της και αποτύχει στην – κατά τους Πουριτανούς – «θεόσταλτη» αποστολή της.


Είναι τότε ακόμη που τα ουτοπικά οράματα για την Αμερική αμιλλώνται μεταξύ τους, όπου ο «δροσερός, θαλερός κόρφος του νέου κόσμου» είναι ανοιχτός και «το τελευταίο και μεγαλύτερο απ’ όλα τα ανθρώπινα όνειρα» ακόμη ζωντανό (Φ. Σ. Φιτζέραλντ, Ο υπέροχος Γκάτσμπι) ή, όπως το διατυπώνει ο Πίντσον με τη χειμαρρώδη, παράφορη, φαντασμαγορική γραφή του, «εκεί που τίποτε δεν έχει χαρτογραφηθεί, ούτε καταγραφεί, ούτε ιδωθεί καν από την πλειονότητα της ανθρωπότητας – ένας τόπος που χρησιμεύει σαν σκουπιδότοπος των ελπίδων της υποτακτικής έγκλισης, όλων των πραγμάτων που μπορεί, ενδεχομένως, να γίνουν αληθινά -, ο Γήινος Παράδεισος, η Πηγή της Νεότητας, το Κράτος του Ιωάννη του Πρεσβυτέρου, το Βασίλειο του Χριστού, που πάντα βρίσκονται λίγο πιο πέρα από το ηλιοβασίλεμα, ασφαλή, ώσπου να ανακαλυφθεί η επόμενη περιοχή προς τη Δύση, να μετρηθεί… βγάζοντας τα πάντα από την υποτακτική έγκλιση, κάνοντας τις πιθανότητες βεβαιότητες… – μεγαλώνοντας τα σύνορα λίγο λίγο σε βάρος του ιερού και του άφθαρτου και ενσωματώνοντας τις νέες περιοχές στον γυμνό θνητό κόσμο που είναι η πατρίδα μας και η απόγνωσή μας».


Το σύμπαν των διαζεύξεων


Ωστόσο θα ήταν λανθασμένη και άστοχη η ταύτιση του Πίντσον με έναν ουτοπικό οραματιστή, νοσταλγό των θεμελιωδών αμερικανικών εθνικών μύθων. Το μυθιστορηματικό σύμπαν του Πίντσον, που πολύ ορθά χαρακτηρίστηκε «σύμπαν των διαζεύξεων, διαψεύσεων, πιθανοτήτων και πεπρωμένων» (Δ. Δημηρούλης, Παραλλάξ), δεν είναι δυνατόν να μην εμπεριέχει και την εφιαλτική του δυστοπία. Και η υπονόμευση του ονείρου ξεκινά από αυτή καθαυτή τη χάραξη της Γραμμής. Οχι μόνο, οκτώ χρόνια αφότου έχει ολοκληρωθεί, το γενναίο και επίπονο έργο των Μέισον και Ντίξον θα αποδειχθεί άσκοπο, αφού ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας θα ανακηρύξει τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες αυτόνομες πολιτείες του νέου ομοσπονδιακού κράτους, αλλά η περίφημη Γραμμή θα σηματοδοτήσει τον εμφύλιο πόλεμο εκατό χρόνια αργότερα, αφού θα καθορίσει τα σύνορα μεταξύ των Νοτίων και των Βορείων Πολιτειών, μεταξύ των υποστηρικτών και των πολεμίων της δουλείας. Επιπλέον στον ισχυρισμό του ορθολογιστή Μέισον ότι η Γραμμή δεν είναι παρά ένα «σύνορο, τίποτε άλλο», ο κινέζος γνώστης του φενγκ σούι απαντά οργισμένος: «Παντού σε όλη τη γη τα σύνορα ακολουθούν τη φύση… Το να χαράξεις μια ευθεία γραμμή πάνω στη γη είναι σαν να χαράζεις με σπαθί τη σάρκα του Δράκου δημιουργώντας μια ουλή που δεν μπορεί να θεωρηθεί απ’ αυτούς που κατοικούν εδώ τίποτε άλλο παρά μια απεχθής επίθεση. Πώς μπορεί μια τέτοια πράξη να μείνει ατιμώρητη;». Αυτή η ευθεία γραμμή, που έχει «το σχήμα της περιφρόνησης», θα διχάσει την Αμερική και, όπως προβλέπει ο κινέζος σοφός, θα φέρει τον πόλεμο και την καταστροφή.


Ωστόσο η κριτική του Πίντσον δεν περιορίζεται στα δεινά του φυλετικού διαχωρισμού αλλά απλώνεται ώστε να συμπεριλάβει κάθε εφαρμογή του συνόρου, που οριοθετεί οριστικά και τελεσίδικα, διακόπτει την επικοινωνία και μετατρέπει τις διαφορές σε αντιθέσεις. Από μια πλευρά, ολόκληρο το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια μελέτη της έννοιας του ορίου: η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αθωότητα και στην ενοχή, στην ελευθερία και στη σκλαβιά, στη μαγεία και στον ορθό λόγο, στην πραγματικότητα και στην αναπαράσταση, στον υλισμό και στον ιδεαλισμό, στη μελαγχολία του Μέισον και στην πληθωρικότητα του Ντίξον, στον έμμετρο και στον πεζό λόγο. «H ιστορία ξεκινά» λέει ο Μέισον στοχαζόμενος τη Γένεση «τη δεύτερη ημέρα της Δημιουργίας, όταν «εποίησε ο Θεός το στερέωμα και διαχώρισε τα ύδατα τα υποκάτω του στερεώματος από των υδάτων των επάνωθεν του στερεώματος», και έτσι προέκυψε η πρώτη συνοριακή γραμμή».


Οσο όμως ο Μέισον και ο Ντίξον ανοίγουν δρόμο προς τη Δύση τόσο η ηδονική αγαλλίαση μπροστά στην απαράμιλλη ομορφιά, στον πλούτο και στην αφθονία του Νέου Κόσμου δίνει τη θέση της σε έναν αυξανόμενο τρόμο για τις κρυφές και δυσάρεστες εκπλήξεις που τους επιφυλάσσει η ενδοχώρα, η οποία εν τω μεταξύ γίνεται «όλο και πιο δασώδης, άγρια και επικίνδυνη» κινδυνεύοντας να μεταμορφωθεί σε «αντι-πόλη». Οπως όταν οι δύο συνεργάτες γίνονται μάρτυρες της σφαγής άμαχου ινδιάνικου πληθυσμού από συμμορίες λευκών. Βεβαίως είχαν γνωρίσει το βάρβαρο πρόσωπο της αποικιοκρατίας σε προηγούμενα ταξίδια τους, στο Κέιπ Τάουν και στην Αγία Ελένη, δεν φαντάζονταν όμως πως οι λευκοί της Αμερικής «έχουν γίνει χειρότεροι από τους άγριους που έβλεπαν στους εφιάλτες τους». «Για όνομα του Θεού» ξεσπά οργισμένος ο Ντίξον «τι άνθρωποι είναι αυτοί; Μήπως φταίει κάτι σ’ αυτή την ερημιά, κάτι αρχαίο, που τους περίμενε και μόλυνε τις ψυχές τους όταν ήρθαν;».


Στο έλεος των ισχυρών


Θα ήταν παραπλανητικό ωστόσο να θεωρηθεί ότι το Mason & Dixon είναι ένα πολιτικά ορθό μυθιστόρημα που υπερασπίζεται τους Ινδιάνους και τους μαύρους ενώ καταδικάζει τους λευκούς αποικιοκράτες. H μονοσήμαντη ερμηνεία της Ιστορίας κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει τον συγγραφέα του V και του Ουράνιου τόξου της βαρύτητας. Αντίθετα, η συγγραφή της Ιστορίας γίνεται αντικείμενο διαλόγου και αντιπαραθέσεων ανάμεσα στον αφηγητή και στα μέλη της οικογένειας που τον φιλοξενεί στην Αμερική. Σύμφωνα με τον Τσέρικοουκ, η Ιστορία χάνει την αξιοπιστία της όταν αφήνεται «στο έλεος των ισχυρών». Πρέπει «να τη φροντίζουν με αγάπη και σεβασμό οι μυθοπλάστες, οι πλαστογράφοι, οι στιχοπλόκοι και οι τρελοί κάθε είδους, όλοι αυτοί οι αριστοτέχνες της μεταμφίεσης, για να της δώσουν την κατάλληλη ενδυμασία, το πρέπον ύφος και την εύστροφη ομιλία, έτσι ώστε να την κρατήσουν μακριά από τις επιθυμίες, ακόμη και την περιέργεια, της εξουσίας». Αυτή ίσως είναι η μεθοδολογική και ιδεολογική προσέγγιση του αμερικανού συγγραφέα, το μυθιστορηματικό έπος του οποίου βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και αληθινά πρόσωπα, χωρίς όμως να αναπαράγει την επίσημη εκδοχή της Ιστορίας. Αντίθετα, οι μπουρλέσκες περιπέτειες και τα ανεκδοτολογικά παθήματα των ηρώων, οι αιφνίδιες αναδιπλώσεις της πλοκής και οι υφολογικές ιδιομορφίες, καθώς και οι περίπλοκες τεχνικές, συνδυάζονται ευφάνταστα εκφράζοντας «μια παιγνιώδη άρνηση» της Αμερικής να παραδεχθεί ότι κάποτε θα πρέπει να «σοβαρευτεί».


«Με τη μετάφραση προδίνουμε για να είμαστε πιστοί, παραχαράζουμε για να φανούμε γνήσιοι» ισχυρίζεται ο Δ. Δημηρούλης μιλώντας για τις πρώτες απόπειρες να αποδοθεί το πολύπλοκο έργο του Πίντσον στα ελληνικά. Σε αυτά τα ολισθηρά και κοπιώδη μονοπάτια περιπλανήθηκε ο Γιώργος Κυριαζής σκύβοντας με αφοσίωση, ευρηματικότητα και υποδειγματική ευσυνειδησία στο ογκώδες και απαιτητικό πρωτότυπο έργο. Παρ’ όλο που στην προσπάθειά του να καταστήσει τον ανοίκειο κόσμο του Πίντσον γνώριμο και ελκυστικό ο μεταφραστής υποχρεώθηκε να θυσιάσει κάποια υφολογικά χαρακτηριστικά, όπως τα αρχαΐζοντα, ιδιωματικά στοιχεία του λόγου του αμερικανού συγγραφέα ή την πολυσημία των περισσοτέρων κυρίων ονομάτων, το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα πραγματικό μεταφραστικό επίτευγμα.


H κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.