Στις μοναρχίες πρέπει να φοβούνται τη γελοιοποίηση, στις δημοκρατίες το μίσος.


Madame de Staël


Θυγατέρα μονάκριβη και πολυαγαπημένη του Necker, ελβετού μεγαλοτραπεζίτη και παράγοντα της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας, η Germaine Necker, μετέπειτα Madame de Staël (1766-1817), μεγαλώνει στο φιλολογικό σαλόνι της κοσμικής μητέρας της γνωρίζοντας παιδιόθεν τα επίλεκτα τέκνα της γαλλικής διανόησης και ακονίζοντας το πνεύμα της στις ιδέες του εγκυκλοπαιδισμού και του φιλελεύθερου διαφωτισμού. Ο γάμος της με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της βαρόνο de Staël, πρεσβευτή της Σουηδίας στο Παρίσι, υπήρξε προϊόν μακρών διαπραγματεύσεων και υπολογισμών και την εισήγαγε στην καρδιά της αριστοκρατίας – το δικό της σαλόνι, όπως παλαιότερα της μητέρας της, γίνεται εστία φιλολογικών και πολιτικών ζυμώσεων. Αδυνατώντας ως γυναίκα να παίξει ευθέως πολιτικό ρόλο στα δρώμενα της πολυτάραχης εποχής της, το πράττει εμμέσως επιλέγοντας την οδό της συγγραφής και των ερωτικών κατακτήσεων. Υπήρξε πρότυπο στοργικής ερωμένης προωθώντας δυναμικά τους κατά καιρούς εραστές της (και είχε πολλούς, ακολουθώντας τα ελευθέρια ήθη της αριστοκρατικής τάξης αλλά και το ένστικτο της φλογερής καρδιάς της – η πιο περιπαθής σχέση της συναισθηματικής ζωής της υπήρξε ο συγγραφέας Benjamin Constant). Οι απανωτές και αποφασιστικές ανακατατάξεις στον γαλλικό δημόσιο βίο (επανάσταση του 1789, περίοδος της Τρομοκρατίας, Διευθυντήριο, ναπολεόντειο καθεστώς) επιδρούν αμφίθυμα και μάλλον δυσμενώς στον πατέρα Νεκέρ και στην ατίθαση κόρη του. Υπάρχει, ευτυχώς, ο οικογενειακός πύργος στο ελβετικό Κοπέ που λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο ύστερα από κάθε εκδίωξη από το Παρίσι. Οι συχνές εξορίες έγιναν τρόπος ζωής για την ντε Σταλ, θωράκισαν την τόλμη και το πείσμα της και μπορεί να πει κανείς ότι ακριβώς αυτές οι υποχρεωτικές αποδράσεις στις ξένες χώρες (κυρίως στη Γερμανία και στην Αγγλία) διεύρυναν ακόμη περισσότερο τους πνευματικούς της ορίζοντες, την κατέστησαν πραγματική «πολίτι του κόσμου», ευαίσθητη κεραία των νέων ρευμάτων και συνομιλήτρια των επιφανέστερων διανοουμένων της Ευρώπης.


Πρόκληση για την εξουσία


Εχοντας γράψει κάποια θεατρικά έργα και μια αξιόλογη μελέτη για το έργο του Ρουσό, δημοσιεύει την Delphine (1802), επιστολικό, αυτοκτονολογικό μυθιστόρημα που δίχασε τη λογοτεχνική κριτική, αλλά και αποτέλεσε πρόκληση για την πολιτική εξουσία με τις φεμινιστικές, θρησκευτικές και κοινωνικές ιδέες που προβάλλει. Η περίφημη Κορίννα της (1807), άλλο ερωτικό μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στον Νότο (η ντε Σταλ ταξιδεύει επί τούτου στην Ιταλία για να τεκμηριώσει επακριβώς το κείμενό της), παρ’ όλο που προβάλλει εκ νέου φεμινιστικές και κοινωνικές ιδέες, υπογραμμίζοντας τις διαφορές των αγγλικών από τα ιταλικά ήθη, την καθιστά διάσημη συγγραφέα και την καθιερώνει στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή. Εξοστρακισμένη στο Κοπέ, που γίνεται εστία των ανά την Ευρώπη διαφωνούντων με τη ναπολεόντεια αυτοκρατορία, η ντε Σταλ γράφει το περίφημο Περί Γερμανίας (1810), με το οποίο ουσιαστικά επιχειρεί να γνωρίσει στους συμπατριώτες της το καινότροπο ρεύμα του γερμανικού ρομαντισμού, εντελώς διάφορο από την καρτεσιανή λογική και τη γαλλική αισθητική. Η ναπολεόντεια λογοκρισία θα υπογραμμίσει τον «εθνοπροδοτικό» χαρακτήρα του βιβλίου και τις «αντεθνικές» δραστηριότητες της συγγραφέως, θα το κατασχέσει και, στην πράξη, το Περί Γερμανίας, περιβεβλημένο με την αίγλη του απαγορευμένου, θα δει το φως της δημοσιότητας λίγο αργότερα (1813) στο Λονδίνο.


Η μελέτη Περί λογοτεχνίας, στις σχέσεις της με τους κοινωνικούς θεσμούς χρονοθετείται το 1800 και είναι η πρώτη φορά που το όνομα της ντε Σταλ αρχίζει να συζητείται σοβαρά στους φιλολογικούς αλλά και στους πολιτικούς κύκλους. Οι επαναστατικές ιαχές έχουν πια κοπάσει, το κύμα της μεγάλης Τρομοκρατίας ανήκει στο παρελθόν και ο βοναπαρτισμός διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό κατεστημένο το οποίο αντιμετωπίζει με δυσμένεια και καχυποψία τις πρωτοβουλίες και δραστηριότητες του «ομίλου του Κοπέ» και της κυρίας ντε Σταλ ιδιαιτέρως. Το βιβλίο της, παρά το γεγονός ότι εμπνέεται ευθέως από το Πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ, επιχειρώντας να εντοπίσει τις διασυνδέσεις και τις αιτιακές σχέσεις ανάμεσα σε πολιτισμικά φαινόμενα και σε πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς ή κλιματολογικές συνθήκες, συνιστά εν τέλει μια μείζονα συγκριτολογική μελέτη: εξαίρονται τα εθνικά χαρακτηριστικά και οι πνευματικές ιδιοτυπίες κάθε λαού, με μεγαλύτερη έμφαση στην αγγλική και στη γερμανική παράδοση του ρομαντισμού, στη «λογοτεχνία του Βορρά», αλλά και με εκτενή σχολιασμό της ιταλικής ή της ισπανικής λογοτεχνικής παράδοσης σε σύγκριση με τη γαλλική. Το πρώτο μέρος (το οποίο επιμερίζεται σε 20 κεφάλαια) τιτλοφορείται «Η λογοτεχνία στους Αρχαίους και στους Συγχρόνους», ενώ το δεύτερο (που συναπαρτίζεται από εννέα κεφάλαια) ασχολείται με τη «Γενική κατάσταση και τη μελλοντική πρόοδο των Φώτων στη Γαλλία». Σε ειδικό κεφάλαιο του δεύτερου μέρους αλλά και διάσπαρτα σε αμφότερα τα μέρη αυτής της κοινωνικοκριτικής μελέτης υπογραμμίζεται η συμβολή των γυναικών στην προαγωγή των γραμμάτων και των τεχνών, σύμφωνα με τη φεμινιστική προβληματική της συγγραφέως, η οποία χειραφετείται πολύ νωρίς από τις πέδες της συμβατικής γυναικείας συμπεριφοράς και νοοτροπίας.


Κοινωνικοί θεσμοί, ιστορικές συγκυρίες


Ουσιαστικά το Περί λογοτεχνίας είναι η μελέτη που εγκαινιάζει την κοινωνικοποίηση στις κριτικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας στη νεότερη Γαλλία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο κοινωνιολογισμός του Hippolyte Taine (1828-1893) θα επαναφέρει κάπως συστηματικότερα στο γαλλικό προσκήνιο αυτού του είδους τις προσεγγίσεις. Ηδη όμως με το πόνημα της ντε Σταλ μπορεί κανείς να πει ότι σκιαγραφείται πρώιμα ό,τι σήμερα θα αποκαλούσαμε κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, που σημαίνει ότι τα λογοτεχνικά κείμενα δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως δεδομένες και απαρασάλευτες αξίες, εκτός ιστορίας, αλλά ταξιθετούνται εν χρόνω και χώρω, συσχετίζονται με κοινωνικούς θεσμούς και πολιτεύματα, με ιστορικές συγκυρίες, γεωγραφικές παραμέτρους και ανθρωπολογικούς όρους. Ετσι, λ.χ., το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους ανασκοπεί τον 18ο αιώνα ως το 1789, γεγονός που δηλώνει ότι η συγγραφέας έχει συνείδηση της τομής που επιφέρει στην Ιστορία αυτή η χρονολογία, μολονότι αντιστοιχεί στο εντελώς πρόσφατο παρελθόν του βίου της τη στιγμή που εκπονεί τη μελέτη της. Αξιόλογη επίσης κρίνεται η ενημέρωσή της σχετικά με τα φιλοσοφικά και λοιπά θεωρητικά ρεύματα της εποχής της, τις ξένες λογοτεχνίες, τις οποίες φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος, και τούτο αποδεικνύεται τόσο από τις εμβριθείς υποσημειώσεις της όσο και από τις λεπταίσθητες επί μέρους παρατηρήσεις της (πρβλ., λ.χ., τα κεφάλαια για τις σαιξπηρικές τραγωδίες, τον αγγλικό αστεϊσμό, τη φαντασία των Αγγλων στα ποιήματα και στα μυθιστορήματά τους, τη «λογοτεχνία του Βορρά» ή την ιταλική και ισπανική λογοτεχνία και ακόμη την προσωπική της άποψη για το πολυσυζητημένο θέμα της διαμάχης των Παλαιοφρόνων και των Νεωτερικών – Querelle des Anciens et des Modernes). Κοντολογίς, αποδεικνύεται ότι αυτή η κοσμική κυρία που οργώνει την Ευρώπη εξόριστη από την πατρίδα της και τους παλαιούς της φίλους, αλλά βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να αποκτήσει νέους και αξιόλογους (π.χ., ο Αύγουστος Σλέγκελ, που θα τη μυήσει στα μυστικά του γερμανικού ρομαντισμού και της λογοτεχνίας του, θα της μείνει αφοσιωμένος ως τον θάνατό της), διαθέτει σπάνια διορατικότητα, αναγνωστική ευαισθησία, «ενθουσιασμό» (έτσι όπως αναλύει τον όρο αυτό μιλώντας για τον γερμανικό ρομαντισμό) και, ας το υπογραμμίσουμε δεόντως, ιστορική αλλά και φεμινιστική συνείδηση.


H παρούσα μετάφραση είναι σε γενικές γραμμές καλή και πιστή. Οι λίγες αβλεψίες που μπορεί να εντοπίσει ο αναγνώστης βαρύνουν μάλλον τη διορθώτρια παρά τη μεταφράστρια (πλην μιας ίσως περίπτωσης: το επίθετο Gaelic, που παραπέμπει στο κελτικό ιδίωμα της Σκωτίας και της Ιρλανδίας, των οποίων τη λογοτεχνία η ντε Σταλ καταχώριζε στη «λογοτεχνία του Βορρά», έχει αποδοθεί στα καθ’ ημάς ως γαηλικός και όχι γαλατικός). Οι σημειώσεις της συγγραφέως είναι υποσελίδιες. Στο τέλος του τόμου βρίσκονται οι χρήσιμες υποσημειώσεις της μεταφράστριας, καθώς και ένα κατατοπιστικό 16σέλιδο επίμετρό της.


Το μυθιστορηματικό έργο της κυρίας ντε Σταλ τιμήθηκε αρκούντως στον τόπο μας τον 19ο αιώνα, μεταφράστηκε, αγαπήθηκε και στάθηκε πρότυπο για τη νεαρή νεοελληνική μυθιστοριογραφία.


Τώρα που φαίνεται πως έφθασε η στιγμή να γνωρίσουμε και την ντε Σταλ ως εκπρόσωπο της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας ή ως δεινή συγκριτολόγο, καλό θα ήταν να αναλάβει κάποιος τη μετάφραση και της άλλης μείζονος μελέτης της, Περί Γερμανίας.


H κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.