Η όμορφη Μπετίνα εγκατέλειψε το 1834 το Βερολίνο για να εγκατασταθεί στην Ελλάδα με τον άνδρα που είχε αγαπήσει. «Κρατήστε με στη μνήμη σας σαν Αθηναία» έγραφε τότε στους δικούς της. Δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος από τότε και αυτή η Αθηναία από την Πρωσία άφηνε την τελευταία της πνοή στην ελληνική πρωτεύουσα, θύμα τρομερής επιδημίας. Σήμερα κανένας δεν ξέρει πού ακριβώς είναι θαμμένη στην Αθήνα η Μπετίνα, κι ας υπήρξε κόρη του μεγάλου γερμανού νομομαθούς και ιδρυτή της «ιστορικής σχολής» στις νομικές σπουδές Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινί και σύζυγος του σοφολογιότατου Κωνσταντίνου Σχινά, υπουργού επί πρώτης αντιβασιλείας του Οθωνα και αργότερα πρώτου πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι επιζώντες απόγονοι των Φον Σαβινί είναι σήμερα μαλωμένοι και αδιάφοροι· ακόμη και το πορτρέτο της Μπετίνας που δημοσιεύεται παραπλεύρως έχει πουληθεί σε έναν ιδιώτη στο Μόναχο και ένα μέρος των καταλοίπων της οικογενείας βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Μύνστερ.


Η επί σειρά ετών διευθύντρια της βιβλιοθήκης Ρουτ Στέφεν και ο καθηγητής Γεωγραφίας στο εκεί πανεπιστήμιο Κάι Λίναου αποφάσισαν να ανασύρουν από τη λήθη το αρχείο της άδοξης νεκρής και έτσι πριν από λίγους μήνες δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά οι επιστολές της Μπετίνας Σχινά προς τους γονείς της. Στα μάτια του αναγνώστη δεν αποκαλύπτεται μόνο το ψυχορράγημα μιας νέας γυναίκας αλλά και το ψυχογράφημα της ταραγμένης εποχής της αντιβασιλείας και της βαυαροκρατίας, όχι μόνο η άτυχη πορεία μεγάλων ονείρων που γκρεμίστηκαν αλλά και μια πολύχρωμη φαντασμαγορία της οθωνικής Ελλάδας. Τα γράμματα αυτά επιδίδονταν στο Ναύπλιο ή στην Αθήνα, μεταφέρονταν από έφιππους ταχυδρόμους στην Πάτρα, παραδίδονταν σε αυστριακή γολέτα που έκανε δρομολόγιο ως την Τεργέστη και από εκεί έπαιρναν την άγουσα για το πατρικό σπίτι στο Βερολίνο. Το επίφοβο αυτό ταξίδι ανάγκαζε την Μπετίνα να περιορίζει αριθμητικά τις αποστολές. Εγραφε λοιπόν εκτενέστατα γράμματα και πρόσθετε σε αυτά ολόκληρα τμήματα από το ημερολόγιό της, σελίδες επί σελίδων με μικροσκοπικά κολλημένα γράμματα και συντομογραφίες, έτσι ώστε η έκδοσή τους σήμερα να αποτελεί και έναν πραγματικό παλαιογραφικό άθλο.


Ο Κωνσταντίνος ήταν γόνος του κωνσταντινουπολίτικου κλάδου της μεγάλης οικογενείας των Σχινάδων. Με τα έκτροπα και τις σφαγές στην Πόλη τον Απρίλιο του 1821 έχασαν την περιουσία τους και κατέφυγαν στη Βεσσαραβία. Από εκεί ο φιλομαθής Κωνσταντίνος πήγε στη Γερμανία για νομικές και ιστορικές σπουδές, παρακολούθησε τα μαθήματα του Φον Σαβινί στο Βερολίνο το 1824, κέρδισε την εμπιστοσύνη του καθηγητή του, μπήκε στο σπίτι του και ερωτεύθηκε τη 19χρονη τότε Μπετίνα. Ο έκτακτος Σχινάς όμως ήταν άφραγκος και, επειδή δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την αγαπημένη του, οι γονείς της τού επέβαλαν να συνεχίσει τις σπουδές του αλλού και να επικοινωνεί πια με την κόρη τους μόνο μέσω αλληλογραφίας με τους ίδιους. Περιηγήθηκε όντως πικραμένος τη Γερμανία και κατέληξε στο Παρίσι, από όπου το 1828 πήγε στην Ελλάδα. Τότε διακόπτει χωρίς εξηγήσεις την αλληλογραφία με το Βερολίνο. Δεν τους είχε απαρνηθεί, όπως νόμιζαν, αλλά προετοίμαζε τη θριαμβευτική του επάνοδο στην οικογένεια. Επί Καποδίστρια διορίζεται πάρεδρος στη Γραμματεία Εσωτερικών, αλλά η μεγάλη στιγμή έρχεται τον Οκτώβριο του 1833, όταν διορίζεται υπουργός Δικαιοσύνης ως έμπιστος του Λούντβιχ φον Μάουρερ, μέλους της αντιβασιλείας. Και τότε, για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, ξαναγράφει στους Φον Σαβινί ζητώντας το χέρι της Μπετίνας. Μοιράζουν την απόσταση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, παντρεύονται στην Ανκόνα στις αρχές Οκτωβρίου του 1834 και αναχωρούν αμέσως για το Ναύπλιο. Στο πλοίο ο Σχινάς υποφέρει από ναυτία, ενώ η Μπετίνα τη βγάζει παλικαρίσια. Η Μπετίνα εντυπωσιάζεται από τα τοπία και τους ανθρώπους, εκπλήσσεται με τον τεράστιο κύκλο γνωριμιών του άνδρα της και τη συνεχή ανταλλαγή επισκέψεων στα καλά σπίτια του Ναυπλίου, γίνεται φίλη με τον Ιωάννη Κωλέττη και θαυμάζει τη γνησιότητα που ακτινοβολεί ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ονειρεύεται το σπίτι που θα χτίσουν στην Αθήνα και ψάχνει μαγείρισσα από την Υδρα, «επειδή οι Υδραίες είναι καθαρές σαν τις Ολλανδέζες», μαθαίνει ελληνικά, αλλά επειδή ντρέπεται για τα λάθη της, τα μιλάει μόνο όταν μένει μόνη με τον μικρό ανιψιό της, έναν «κεφάλα βουτυρομπεμπέ», όπως τον περιγράφει με τη χαρακτηριστική για το ύφος της αμεσότητα και παρατηρητικότητα. Η ξενάγησή της στα σαλόνια τής καλλιεργεί την ιδέα ότι μπορεί να βρει θέση ακόμη και για τον πατέρα της στην Ελλάδα και ενθουσιάζεται με τον πρόεδρο της αντιβασιλείας κόμητα Φον Αρμανσμπεργκ, ο οποίος σε μια δεξίωση είναι επί ώρα διαχυτικός μαζί της, «αν και είναι γνωστό ότι πλήττει με τις κυρίες». Στις 25 Ιανουαρίου 1834 οι Ναυπλιώτες γιορτάζουν την επέτειο της άφιξης του Οθωνα στην πόλη· ο ανήλικος ακόμη βασιλιάς έρχεται από την Αθήνα. Η Μπετίνα γράφει στους γονείς της: «Ο βασιλιάς δέχθηκε και τον Σχινά σε ακρόαση. Εμένα με παρουσίασαν στον βασιλιά κατά τη διάρκεια του χορού. Με ρώτησε «πώς είστε» και είπε ότι ζηλεύει τον αδελφό του, που ήταν μαθητής του μπαμπά. Την τουαλέτα που φορούσα τη χρωστάω στη μανουλίτσα: ροζ φόρεμα από crepe de Chine, άσπρη ποδιά με ροζ φιογκάκια από πάνω ως κάτω και από τις δυο πλευρές και από κάτω γούνινη μπορντούρα. Δαντελωτή μαντίλα, λευκό γουνάκι και άσπρα μαργαριτάρια στον λαιμό, χρυσό διάδημα στο μέτωπο με φτερά ερωδιού και ανάμεσά τους οι πλεξίδες μου».


Τα φαινόμενα απατούν. Σκιές αμφιβολιών και ανησυχίας για το μέλλον εμφανίζονται στα γράμματα της Μπετίνας και παράλληλα εστιάζει περισσότερο την προσοχή της στην αυθαιρεσία και στην αβεβαιότητα που επικρατούν στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι το ζευγάρι ζει από τους τόκους χρημάτων που έχουν σταλεί από την οικογένεια στο Βερολίνο. Γιατί μεταξύ της θριαμβευτικής επανόδου του γαμπρού και του γάμου έχει μεσολαβήσει η απόλυσή του από την κυβέρνηση, όταν επήλθε η ανοιχτή ρήξη στους κόλπους της αντιβασιλείας και η ανάκληση του Φον Μάουρερ. Τώρα η Μπετίνα αντιλαμβάνεται τι σήμαιναν οι εξοντωτικές επισκέψεις στα καλά σπίτια: ο άντρας της επαιτούσε έναν κάποιον επαναδιορισμό. Ταυτόχρονα προσέχει το ασφυκτικό κλίμα γύρω της, τις υπερβάσεις της αντιβασιλείας, τις ασχημίες των βαυαρών στρατιωτών, τις διακρίσεις εις βάρος των Ελλήνων. Ο Σχινάς κάτω από μια επιστολή της γυναίκας του συμπληρώνει με το χέρι του: «Είναι ανεύθυνο από πλευράς των νυν κρατούντων να δημιουργούν συνεχώς νέες ανάγκες, να εξαντλούν τα υπάρχοντα μέσα και να μοιράζουν αργομισθίες». Η Μπετίνα συμμερίζεται αυτή την κριτική, χωρίς να σκέπτεται ότι και ο άνδρας της υπήρξε μέρος του προβλήματος. Γιατί ο Σχινάς είχε τοποθετηθεί επικεφαλής του υπουργείου Δικαιοσύνης προκειμένου να φέρει εις πέρας τη δίκη και καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με την κατηγορία της συνωμοσίας, δίκη στην οποία είχαν αντιδράσει οι προκάτοχοί του και γι’ αυτό είχαν εκπαραθυρωθεί. Οταν επισκέπτεται με φίλους το γραφικό Παλαμήδι, ο στρατιώτης που τους συνοδεύει έχει διαταγή να τους πάει παντού, εκτός από το σπιτάκι όπου είναι φυλακισμένος ο Κολοκοτρώνης. Η Μπετίνα προτιμά να μην εμβαθύνει και προσηλώνεται στους υάκινθους και στους ασφόδελους τριγύρω.


Τα γράμματα γίνονται ζοφερά όταν το ανδρόγυνο μετακομίζει στην Αθήνα στις αρχές Απριλίου του 1835. Νοικιάζουν ένα σπίτι χωρίς ανέσεις μόλις βγαίνει κανείς από τον Πειραιά και η Μπετίνα περνά την πρώτη νύχτα στην πόλη των ονείρων της κλαίγοντας πικρά. Τους βασανίζουν τα κουνούπια, η βρώμα των υπονόμων, οι κρίσεις των χρονίων αιμορροΐδων του Σχινά, οι βδέλλες στα αφτιά και οι αφαιμάξεις. Εγκαταλείπουν τα σχέδια να χτίσουν σπίτι. Η διάρροια και ο πυρετός θερίζουν τα μικρά παιδιά. Στους στρατώνες παρουσιάζεται τύφος. Κυκλοφορούν φήμες για κρατική χρεοκοπία. Ο Σχινάς παραμένει άνεργος και σταματούν οι προσκλήσεις στις δεξιώσεις. Η Μπετίνα προσπερνά με ελάχιστες γραμμές την ενηλικίωση του Οθωνα και την ανάρρησή του στον θρόνο την 1η Ιουνίου. Είναι προφανές ότι υιοθετεί τη γνώμη του φίλου Κωλέττη: «Η κρίση μου για τον νεαρό βασιλιά ήταν λανθασμένη. Οποτε δεν έπαιρνε αμέσως μια απόφαση, προτιμούσα να πιστεύω ότι το κάνει από σοβαρότητα και σωφροσύνη. Στην πραγματικότητα είναι άβουλος και έχει περιορισμένη αντίληψη». Η Μπετίνα δηλώνει επιτακτικά ότι, αν ο άντρας της δεν προσληφθεί ως την 1η Οκτωβρίου, πρέπει να δραπετεύσουν από το αθηναϊκό χάος στο Ναύπλιο ή στις Κυκλάδες. Δεν θα προλάβουν. Η Μπετίνα πέφτει στο κρεβάτι άρρωστη, οι γιατροί τής επιβάλλουν εικοσαήμερη απόλυτη νηστεία, μετά αρρωσταίνουν και οι ίδιοι οι γιατροί, τις τελευταίες ώρες την κουράρει ο Πέτρος Ηπίτης. Το επόμενο γράμμα προς το Βερολίνο υπογράφεται μόνο από τον Κωνσταντίνο Σχινά: «Στις 24 Αυγούστου τα χαράματα μέλλονταν στον άγγελό μου, στη μοναχοκόρη σας, να κλείσει τα μάτια της. Η ωραία γυναίκα μου έγινε νύφη του Κυρίου».


Γάμος στο Ναύπλιο του 1834 (απόσπασμα επιστολής με ημερομηνία 8.11 – 7.12.1834)


Κάνοντας περίπατο πριν από λίγες μέρες αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε στην πύλη επειδή περνούσε εκείνη την ώρα μια γαμήλια πομπή που ερχόταν από τη Μητρόπολη. Πρώτα ένα αγόρι ντυμένο ελληνικά στα ολόλευκα, στο κεφάλι του είχε έναν ξύλινο δίσκο με τα δυο στέφανα, σκεπασμένα με ένα ροζ πέπλο· ακολουθούσαν δυο μουσικοί, ο ένας με βιολί, ο άλλος με μια κιθάρα φουσκωτή σαν λαγούτο. Η κιθάρα έπαιζε την υπόκρουση, ήταν ένα και το αυτό ακόρντο που επαναλαμβανόταν σε ακανόνιστα διαστήματα. Το βιολί έδινε τη μελωδία, σιγόπαιζε δηλαδή έναν ρυθμό όχι σε ολόκληρους τόνους ή ημιτόνια το ένα μετά το άλλο, αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας, εδώ στην Ελλάδα γίνεται πιο ραφιναρισμένα, με 3/4 ή και 5/6 κι ανάμεσά τους μια τομή, αλλά σιγά σιγά, για να είναι η μουσική υποβλητική. Ούτε τα όργανα ούτε οι οργανοπαίχτες κουράζονταν, γιατί η ίδια συγκινητική μουσική συνεχιζόταν χωρίς διακοπή μέχρι να φτάσουν στην Πρόνοια, που είναι αρκετά μακριά.


Πίσω από τους οργανοπαίχτες προχωρούσε ο νέος γαμπρός, δηλαδή ο μόλις παντρεμένος, γιατί στην ηλικία ήταν μεγάλος, στην κάθε πλευρά του δυο συνοδοί, και οι πέντε πιασμένοι από το χέρι. Ακολουθούσαν ζευγάρια συγγενών και προσκεκλημένων, δίπλα τους παιδιά που ζητωκραύγαζαν, ξένοι που έπαιρναν επίσης μέρος και μετά επιτέλους η νύφη με δυο παράνυφους. Εδώ το έθιμο δεν επιτρέπει στη νύφη να κάνει πολλές κινήσεις, λόγω σοβαρότητας και λόγω της νέας, μεγάλης αξιοπρέπειας που αποκτά· ενώ λοιπόν ο δρόμος ήταν πολύ βρώμικος, αυτή δεν σήκωνε καθόλου τα πόδια της, γλιστρούσε μόνο προς τα μπρος, είχε τα χέρια σταυρωτά κάτω από το στήθος της, το ένα χέρι έσφιγγε το άλλο μπράτσο και αντίστροφα. Παρέμενε ακίνητη με το υπερήφανο κεφάλι ψηλά, καμιά σύσπαση στο πρόσωπο, καμιά κίνηση στα μέλη, και τα μάτια της κλειστά, έτσι ώστε οι παράνυφοι ήταν αναγκασμένοι να τη σέρνουν κυριολεκτικά προς τα εμπρός.


Το νυφικό ήταν μια άσπρη φούστα από βαρύ ναπολιτάνικο μουαρέ, στα γόνατα είχε μια γαρνιτούρα από ατλάζι, μια εφαρμοστή ζακέτα με μακριά μανίκια από ριγέ μεταξωτό, ένα μαντίλι από μουσελίνα γύρω στον λαιμό, βαλμένη μέσα στη φούστα κάτω από το στήθος, τα μαλλιά της κρέμονταν εντελώς λυτά και ίσια, ανάμεσά τους κρέμονταν και πάμπολλα χρυσά τέλια, στο κεφάλι ένα κόκκινο φέσι με γαλάζια φούντα, γύρω από το φέσι μια χοντρή υφασμάτινη ταινία που έκανε δίπλες, στον κάθε κρόταφο ένας δυσανάλογα μεγάλος φιόγκος, και οι δυο από τούλι, και μάλιστα ο ένας πράσινος, ο άλλος πορτοκαλί. Στα χέρια μεταξωτά γάντια με κεντήματα, όπως αυτά που πουλάει ο κύριος Κβίτελ. Πριν από τον γάμο οι προσκεκλημένοι μαζεύονται στο σπίτι της νύφης, πίνουν καφέ, τρώνε γλυκό του κουταλιού, και μετά την εκκλησία πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού, όπου η οικογένειά του δέχεται και τρατάρει.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.