Ο Ηρακλής Μήλλας, συγγραφέας του Τι πρέπει, τι δεν πρέπει, έχει περάσει σχεδόν τη μισή ζωή του στην Τουρκία όπου γεννήθηκε και την άλλη μισή στην Ελλάδα, μετέχει εξίσου και στις δύο κουλτούρες, χωρίς να αισθάνεται υποχρεωμένος να απαρνηθεί κάποια από αυτές, έχει διδάξει ελληνικές σπουδές σε τουρκικό πανεπιστήμιο και τουρκικές σε ελληνικό, μεταφράζει, αρθρογραφεί και μετέχει σε κοινές συναντήσεις. Κοντολογίς, έχει όχι μόνο βιώσει στο πετσί του τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από μια ιδιαίτερη θέση αλλά τις έχει μετατρέψει σε επιστημονικό αντικείμενο, επαγγελματική ενασχόληση και πεδίο δημόσιας παρέμβασης. Είναι ένας Ελληνοτούρκος. ‘Η μήπως πρέπει να πω Τουρκοέλληνας; Ενώ το «Ελληνοαμερικανός» μάς φαίνεται φυσιολογικό, οι προηγούμενοι προσδιορισμοί ηχούν στ’ αλήθεια παράξενα, κάτι μεταξύ τραγέλαφου και συγκεκαλυμμένης προσβολής.


Ο εμπνευσμένος αυτός οδηγός έχει γραφτεί με παιγνιώδη διάθεση, πολύ χιούμορ και αποθησαυρίζει αμέτρητα παραδείγματα αμοιβαίας δυσκολίας να συνεννοηθούμε χωρίς να παρεξηγηθούμε συχνά για τα πιο απλά πράγματα (όπως για το πώς να ονομάσουμε τον καφέ που θα παραγγείλουμε). Αλλά και η γλώσσα του σώματος και οι εκφραστικοί τρόποι μπορεί να αποτελέσουν πηγή παρεξηγήσεων. Οι Ελληνες συχνά χειρονομούμε έντονα, διακόπτουμε τον άλλον και μιλάμε μεγαλόφωνα. Οι Τούρκοι περιμένουν τον άλλον να ολοκληρώσει, μιλούν πιο ήρεμα και χαμηλόφωνα και δεν μπαίνουν εξαρχής στο θέμα. Αποτέλεσμα; Εμείς πιστεύουμε ότι οι τούρκοι συνομιλητές μας «δεν έχουν επιχειρήματα», οι Τούρκοι μάς θεωρούν αγενείς και επιθετικούς.


Ο Η. Μήλλας γνωρίζει περίφημα ότι «το να αλλάξει κανείς τις παραστάσεις του σε σχέση με τον «άλλον» είναι τόσο δύσκολο όσο θα ήταν να αλλάξει την εθνική του ταυτότητα». Οχι μόνο τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε αλλά τα ίδια τα γλωσσικά μας εφόδια και ο εννοιολογικός μας εξοπλισμός έχουν σφυρηλατηθεί από την εθνική αφήγηση, η οποία αναδιαρθρώνει, τονίζει ή αποσιωπά κατά περίπτωση, ταξινομεί και νοηματοδοτεί επιλεκτικά το παρελθόν με όρους ηρωικών γεγονότων και τραυματικών εμπειριών. Για να οριστεί ο εξιδανικευμένος εθνικός εαυτός χρειάζεται ένας «άλλος».


Ο Η. Μήλλας δεν μας καλεί να εγκαταλείψουμε τις εθνικές μας αφηγήσεις αλλά ισχυρίζεται ότι αξίζει τον κόπο να γνωρίσουμε τον «μύθο» της άλλης πλευράς, να εξοικειωθούμε με τις ευαισθησίες της και να προσπαθήσουμε να τις αισθανθούμε, χωρίς να χρειάζεται να τις αποδεχθούμε. Αυτό δεν θα λύσει τα υπαρκτά προβλήματα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Απλώς ίσως έτσι μπορέσουμε να κάνουμε μια κουβέντα, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, εκφράζοντας αβίαστα τους φόβους μας και τις προσδοκίες μας για κοινά θέματα, αλλά και τις προσωπικές μας ανησυχίες και όνειρα σε μια ατμόσφαιρα που δεν θα δηλητηριάζεται από τον αέρα της κακοπιστίας και της υπεροψίας και που μια σπίθα δεν θα μπορέσει να την τινάξει στον αέρα. Και ομολογουμένως αυτό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, λίγο.