Αν ο Ακίρα Κουροσάβα είναι ο μεγάλος επικός κινηματογραφιστής που έθεσε στο στόχαστρο την ιαπωνική κοινωνία και ο Γιαζουχίρο Οζου ο σκηνοθέτης που κατέγραψε τα ήθη της χαμηλής καθημερινότητας, ο Κέντζι Μιζογκούτσι κατά κάποιον τρόπο συγκερνά την προβληματική και τη γραφή των δύο μεγάλων συμπατριωτών του: ασχολείται με την ιστορία της χώρας του, το κάνει ωστόσο χωρίς τον επικό τρόπο του Κουροσάβα, προτιμώντας να την παρακολουθεί από τη χαμηλή πλευρά της ζωής, από την πλευρά του κοινωνικού πλαισίου. Το ύφος του σχεδόν άγνωστου στο ελληνικό κοινό σκηνοθέτη γίνεται μέσον καταγραφής της ιστορίας της χώρας ιδωμένης από τη χαμηλή πλευρά, από την πλευρά της κοινωνικής πραγματικότητας ­ με μια γραφή η οποία αντιστρατεύεται το έπος που μυθοποιεί. Ολα αυτά, με ιδιοφυή μελέτη και χρήση της «γραμματικής» και της «ορθογραφίας» της κινηματογραφικής γλώσσας, με τέτοιον τρόπο ώστε η μετάβαση από την ωμότητα στον λυρισμό να σηματοδοτεί την ιδιαιτερότητα του σκηνοθετικού ύφους του πλέον μοντέρνου ιάπωνα κινηματογραφιστή.


Ενα πρόγραμμα με 23 ταινίες του Μιζογκούτσι, σε μια εκδήλωση που διοργάνωσε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε τις προηγούμενες εβδομάδες σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Επί τη ευκαιρία, ένα βιβλίο με κείμενα για τον σκηνοθέτη, επιλεγμένα αποσπάσματα από συνεντεύξεις του, φιλμογραφία και φωτογραφικό υλικό που τεκμηριώνει πλήρως το πέρασμά του από τον κινηματογράφο είναι βασικό εργαλείο μύησης στην ιδιοτυπία ενός κινηματογραφικού έργου αναφοράς. Τα κείμενα, ιδίως τα μεταφρασμένα, συμβάλλουν στο να καταλάβει κανείς τι καινούργιο εκόμισε στον παγκόσμιο κινηματογράφο ο καλλιτέχνης που γεννήθηκε το 1898 και πέθανε το 1956. Μορφή και θέματα αναλύονται διεξοδικά και με παραδείγματα, ενώ η αναφορά σε ορισμένα επεισόδια της ζωής του (όπως το χρονικό μιας νεανικής του περιπέτειας, όταν η ερωμένη του τον τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι) συμβάλλει στην κατανόηση της πυρετώδους ιδιοσυγκρασίας του.


Ενδεικτικό των απόψεων του Μιζογκούτσι για την τέχνη του είναι το απόσπασμα από συνέντευξή του, στο οποίο απαντά στην ερώτηση τι κατά τη γνώμη του πρέπει να είναι η σκηνοθεσία. «Είναι ο άνθρωπος» απαντά. «Σκηνοθεσία είναι να μπορείς να εκφράσεις τον άνθρωπο όσο μπορείς καλύτερα». Την άποψη αυτή συνδέουν τα βασικά κείμενα (μεταξύ άλλων του κριτικού Ζαν Ντυσέ, του σκηνοθέτη Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, του ιάπωνα κριτικού Ταντάο Σατό) με τον καλλιτεχνικό μοντερνισμό του. Δυστυχώς η ελληνική συνεισφορά σε κείμενα είναι άνιση ­ με παραδειγματική περίπτωση το (εισαγωγικό μάλιστα) κείμενο του Γ. Βασιλειάδη, στο οποίο διαβάζουμε γενικότητες του τύπου: «Είναι η γοητεία που σχοινοβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και το φανταστικό· η ρωμαλεότητα σε συνδυασμό με το εύθραυστο» κτλ. Ευτυχώς η εργοβιογραφία τού (εκ των επιμελητών του τόμου) Μπάμπη Ακτσόγλου είναι εξαιρετικά λιτή και σαφής. Το βιβλίο κλείνει με γλωσσάρι των ιαπωνικών όρων και ευρετήριο ταινιών και ονομάτων.