Φαίνεται δύσκολο να γράψει κανείς μια βιογραφία χωρίς να κυλήσει, συχνά ασυνείδητα, προς τη συναισθηματική απόρριψη ή αποδοχή του βιογραφούμενου. Δεν πρόκειται για την αδυναμία να τηρήσει μια αξιολογική ουδετερότητα απέναντι στο αντικείμενο της έρευνάς του, η οποία έτσι και αλλιώς είναι ανέφικτη, αλλά για κάτι περισσότερο, δηλαδή για την αδυναμία πολλών βιογράφων να προφασιστούν έστω μια συναισθηματική αμεροληψία απέναντι στο πρόσωπο το οποίο βιογραφούν. Οι B. Βολκάν και N. Ιτσκοβιτς δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Στην «ψυχοβιογραφία» του Ατατούρκ, την οποία δημοσίευσαν στα αγγλικά το 1984 (University of Chicago Press, Σικάγο), οι δύο ψυχαναλυτές δεν κρύβουν τη συμπάθειά τους για τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας. Στηριζόμενοι σε δικά του γραπτά και σε συνεντεύξεις ανθρώπων που είχαν γνωρίσει από κοντά τον Κεμάλ και τη μητέρα του, συνθέτουν μια βιογραφία με μεθοδολογικό άξονα τις αλληλεπιδράσεις που είχε ο Κεμάλ ως παιδί, ως έφηβος και ως ενήλικος με το οικογενειακό και το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον του.


Αθάνατη μορφή


H προσέγγισή τους είναι φροϋδική και το κύριο ερώτημά τους είναι πώς ο Ατατούρκ έγινε αθάνατη μορφή της τουρκικής ιστορίας. Κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι από νωρίς ο Κεμάλ, προκειμένου να εξισορροπήσει τις ελλειμματικές σχέσεις με τη μητέρα και τον πατέρα του, είχε αναπτύξει μια «μεγαλειώδη ιδέα» για τον εαυτό του. H ιδέα αυτή οφείλεται κυρίως στην τραυματική σχέση που είχε με τη μητέρα του, μια γυναίκα που ζούσε στο πένθος, και στην εξιδανικευμένη εικόνα που είχε για τον πατέρα του. H μητέρα του είχε χάσει τρία παιδιά προτού γεννήσει τον Κεμάλ και η εμπειρία της αυτή τη φόβισε και την έκανε να αποστασιοποιηθεί από το τέταρτο παιδί της. H ψυχολογική στέρηση που υπέστη ο Κεμάλ επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι έχασε τον πατέρα του μόλις επτά ετών. Οταν ήταν έφηβος η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, γεγονός που ο Κεμάλ εισέπραξε ως τραύμα. Δηλαδή, κατά τους συγγραφείς, ο Κεμάλ δεν επέλυσε ποτέ ή δεν επέλυσε επαρκώς τις οιδιπόδειες συγκρούσεις του.


Χάρη στη μαθητεία του σε σχολείο «δυτικού», δηλαδή μη μουσουλμανικού, χαρακτήρα και σε στρατιωτικές σχολές στο Μοναστήρι και στην Κωνσταντινούπολη, ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Μουσταφά Κεμάλ έμαθε να τηρεί αποστάσεις από τη θρησκεία, να εχθρεύεται τις δυτικές δυνάμεις που επεδίωκαν τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αντιστρατεύεται τον σουλτάνο, το θεσμικό εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της πατρίδας του. Κυρίως όμως έμαθε να ταυτίζεται με το τουρκικό έθνος, το οποίο, σύμφωνα με τους συγγραφείς, το είχε σαν μητέρα του. H ψυχολογική στέρηση τον οδήγησε σε μια αίσθηση αυτονομίας και παντοδυναμίας, η οποία μετουσιώθηκε σε αφοσίωση στη μητέρα πατρίδα. Συνδυάζοντας τον ναρκισσισμό του με στοιχεία όπως η πειθαρχία, η αυτοπεποίθηση, το στρατηγικό μυαλό, το θράσος, η τόλμη και η ευελιξία, ο Κεμάλ πέτυχε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τόσο στρατιωτικές νίκες (Καλλίπολη 1915, Σμύρνη 1922) όσο και τη συγκρότηση ενός νέου κράτους από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οπως γράφουν οι Βαμίκ και Ιτσκοβιτς, η οργάνωση της προσωπικότητάς του ήταν τέτοια «που τον εξανάγκαζε να προσπαθεί να πετύχει έναν οιδιπόδειο θρίαμβο μέσα στο πλαίσιο μιας μεγάλης ιστορικής σκηνής» (σελ. 345).


Το βιβλίο ωστόσο δεν είναι γεμάτο από ψυχαναλυτικά μοτίβα. Αντιθέτως ένα πρόβλημα τού κατά τα άλλα ελκυστικού αυτού έργου είναι ότι η ψυχαναλυτική προσέγγιση στον Κεμάλ γίνεται συστηματικά μόνο στην αρχή και στο τέλος. Στα ενδιάμεσα κεφάλαια η ζωή του εξιστορείται από τους δύο συγγραφείς με τρόπο επικό και με σποραδικές μόνο αναφορές σε ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Θύματα της γοητευτικής ζωής του Κεμάλ, αν όχι της ίδιας της προσωπικότητάς του, οι συγγραφείς περιγράφουν, αλλά δεν αξιολογούν τον εργαλειακό τρόπο με τον οποίο εκείνος αντιμετώπιζε τους φίλους και τις γυναίκες της ζωής του. Οταν μία από τις ερωμένες του Κεμάλ «του έκανε κάποιον υπαινιγμό για γάμο, ο Μουσταφά Κεμάλ τής δήλωσε ότι ήταν ήδη παντρεμένος: η νύφη ήταν το τουρκικό έθνος» (σελ. 297).


Σαν μυθιστόρημα


Οι Βαμίκ και Ιτσκοβιτς γράφουν με λεπτομέρειες για τη ζωή ενός ανθρώπου η οποία έμοιαζε με μυθιστόρημα, αλλά δεν δίνουν την ίδια σημασία σε όλες τις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, αποδίδουν στον βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ «ελπίδες για την αναγέννηση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας» (σελ. 330), γράφουν ότι το 1912 «οι Σέρβοι πήραν τη Θεσσαλονίκη» (σελ. 132) και αντιπαρέρχονται τη γενοκτονία των Αρμενίων μιλώντας για τις «τουρκοαρμενικές ταραχές του 1916» (σελ. 220).


Οι αντιρρήσεις για το καλομεταφρασμένο έργο Ατατούρκ (το οποίο, πάντως, στο πρωτότυπο τιτλοφορείται Ο αθάνατος Ατατούρκ) εγείρονται επειδή στην Ελλάδα και στον κόσμο υπάρχει διαρκές ενδιαφέρον για τον τούρκο ηγέτη. Στον αγγλόφωνο κόσμο κυκλοφορούν σήμερα, εκτός από τη βιογραφία που παρουσιάσαμε εδώ, άλλες πέντε βιογραφίες του. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει ακόμη δύο βιογραφίες του: Ο σταχτής λύκος (Η. C. Armstrong, εκδόσεις Πάπυρος Πρες-Βίπερ, Αθήνα 1972) και Κεμάλ Ατατούρκ (Al. Jevakhoff, εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα 2002). Με την ευκαιρία, προβληματίζει το γεγονός ότι για τον σύγχρονο του Ατατούρκ Ελευθέριο Βενιζέλο υπάρχει μόνο μια συνολική βιογραφία, η οποία μάλιστα κυκλοφόρησε μόλις εφέτος (Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, επιμ. Θ. Βερέμη – Ηλ. Νικολακόπουλου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Τα Νέα, Αθήνα 2005). Εν τέλει, μπορεί να συζητούμε παθιασμένα κάθε τόσο για τον Βενιζέλο, αλλά έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερα βιβλία για τον Ατατούρκ.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών