Αν ιστορικά συνδέουμε ευγονικές αντιλήψεις και πρακτικές με αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα και κατ’ εξοχήν με το πιθανώς απεχθέστερο όλων – αυτό του Γ’ Ράιχ -, σήμερα γίνεται ολοένα και περισσότερο λόγος περί «φιλελεύθερης» ευγονικής. Αν παλαιότερα οι θιασώτες ή οι εκτελεστές ευγονικών προγραμμάτων υποστήριξαν τα σχέδιά τους στο πλαίσιο κρατικών πολιτικών και στο όνομα κάποιου συλλογικού σκοπού, στην εποχή μας η ευγονική έχει μετατοπιστεί στην αγοραία ιδιωτική σφαίρα και της αποδίδεται το status ατομικής επιλογής. Βέβαια, σήμερα η ορολογία που χρησιμοποιείται συνήθως προκειμένου να περιγραφούν επεμβάσεις στο ανθρώπινο γενετικό υλικό πριν από τη γέννηση – «γενετικός προγραμματισμός», «βιοτεχνολογική παρέμβαση» κ.ά. – είναι πολύ λιγότερο επιβαρημένη με αρνητικές συνδηλώσεις. Εν ολίγοις, υπάρχουν πολλοί θιασώτες του δικαιώματος των γονέων να επιλέγουν γενετικά χαρακτηριστικά των τέκνων τους. Το επιχείρημα είναι ότι οι γονείς κατά κανόνα γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε το συμφέρον των παιδιών τους και λειτουργούν με γνώμονα αυτό, οπότε τεκμαίρεται ότι και το παιδί, όταν μεγαλώσει, θα συναινέσει στη μετατροπή που έγινε στο γενετικό υλικό του προτού γεννηθεί.


Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, κορυφαίος εν ζωή διανοούμενος της Γηραιάς Ευρώπης, επιτίθεται στην, κατ’ εξοχήν αμερικανικής έμπνευσης, υπεράσπιση της φιλελεύθερης ευγονικής. Το σκεπτικό του είναι περίπλοκο. Εδώ μπορούμε να αναφερθούμε συνοπτικά στη μείζονα ένστασή του, η οποία έγκειται στην προβληματική σχέση μεταξύ αυτού που αποφασίζει την προγεννητική επέμβαση και του ατόμου που την υφίσταται. Κατά τον Χάμπερμας, προσιδιάζει σε αυτήν ανάμεσα στον σχεδιαστή και στο προϊόν που σχεδιάζει. Ο γονέας που επιλέγει να παρέμβει στο γενετικό υλικό του μελλοντικού τέκνου του εφαρμόζει σε αυτό ένα «ντιζάιν». Αυτό θα πει ότι το μεταχειρίζεται εργαλειακά σαν να ήταν πράγμα και όχι ένα δυνάμει πρόσωπο. Παραβιάζεται έτσι το όριο μεταξύ αυτοφυούς και τεχνητού. Δηλαδή, ένας άνθρωπος που έχει υποστεί γενετικό προγραμματισμό, ανατρέχοντας στη βιολογική του καταγωγή, ανακαλύπτει τη μη αναστρέψιμη απόφαση και παρεμβολή ενός τρίτου, και όχι τον φυσικό και τυχαίο συνδυασμό βιολογικών χαρακτηριστικών των γεννητόρων του.


Ο κατά τέτοιον τρόπο επηρεασμός της σωματικής του φύσης πιθανότατα θα τον εμποδίσει να θεωρήσει το σώμα του σταθερό σημείο της ταυτότητάς του. Δηλαδή εισέρχεται στο πεδίο του πολιτισμού και των κοινωνικών σχέσεων όχι με ένα σώμα που του δόθηκε «κατά τύχη», με φυσικό τρόπο, αλλά που αποτελεί εν μέρει προϊόν της ηθικής ευθύνης άλλων προσώπων. Ετσι δεν μπορεί να αποκτήσει σχέσεις συμμετρίας και ισότητας με αυτά και εμποδίζεται να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως αυτουργό της βιογραφίας του, για την οποία θα μπορούσε να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη.


H παραβίαση της διάκρισης αυτοφυούς και τεχνητού και της δυνάμει συμμετρίας των σχέσεων ανάμεσα σε ηθικά πρόσωπα προσβάλλει αυτό που ο Χάμπερμας αποκαλεί «εθική αυτοκατανόηση του ανθρώπινου είδους» και στην οποία αποδίδει ανθρωπολογική διάσταση (κάτι που είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο). Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι οι φιλόσοφοι οφείλουν να καταβάλλουν μεγάλο διανοητικό κόπο προκειμένου να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τα πρωτόγνωρα βιοηθικά ερωτήματα που δημιουργούνται από τις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και της γενετικής. Ο ίδιος, ενίοτε όχι δίχως αμηχανία, καταπιάνεται με το θέμα και διατυπώνει επιχειρήματα που τουλάχιστον υποσκάπτουν την ελαφρόμυαλη στάση του γονιού-«ντιζάινερ» που είναι διατεθειμένος να «προικίσει» γενετικά το τέκνο του κατά το δοκούν, αν διαθέτει επαρκείς εγγυήσεις ότι δεν διακινδυνεύει η υγεία του.