Ο κλειστοφοβικός


«Τι είναι φωτογραφία; Μια ακίνητη καταγραφή της κίνησης. Μια υπό κράτηση αναπαράσταση της ζωής. Η φωτογραφία είναι σαν το φιλί του θανάτου που προσποιείται ότι έχει διάρκεια».


Ο ήρωας του τελευταίου μυθιστορήματος του Ιβάν Κλίμα είναι ένας κάμεραμαν που εργάζεται για την κρατική τηλεόραση της Τσεχοσλοβακίας. Μέσα από τον φακό του ο συγγραφέας μάς μεταφέρει το πορτρέτο μιας χώρας που μεταλλάσσεται καθώς τα συρματοπλέγματα του υπαρκτού σοσιαλισμού γκρεμίζονται και ο λαός της Τσεχοσλοβακίας προσαρμόζεται στο νέο καθεστώς πολιτικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας.


Η πτώση του παλιού καθεστώτος και η μετάβαση σε μια νέα τάξη πραγμάτων αντικατοπτρίζεται στο διπολικό σχήμα του τίτλου. Βασικό θέμα τού «Περιμένοντας το σκοτάδι, περιμένοντας το φως» είναι η περιγραφή της σταδιακής εγκατάλειψης ενός πολιτικού σκοταδισμού για ένα καθεστώς πολιτικής διαφάνειας. Η έννοια της αναμονής ωστόσο που υποδηλώνεται από τη ρηματική μετοχή «περιμένοντας» μπορεί να ερμηνευθεί διπλά: σε ένα πρώτο επίπεδο αναφέρεται στη «βελούδινη επανάσταση» του 1989, που ονομάστηκε έτσι λόγω του αναίμακτου χαρακτήρα της· σε ένα δεύτερο επίπεδο μεταφέρει όμως αισθήματα απογοήτευσης για το ανέφικτο μιας πραγματικής αλλαγής καθώς οι αναλογίες στις εκάστοτε εξουσιαστικές δομές παραμένουν αναλλοίωτες. Η Νίκη ορίζεται ως «η απατηλή ελπίδα ότι μπορεί να διαρκέσει ένα όνειρο» και Δικαιοσύνη είναι «η εκδίκηση καλυμμένη με ένα μανδύα υψηλών αρχών». Το βιβλίο διαποτίζεται από αισθήματα πικρίας και συγκρατημένου ενθουσιασμού καθώς το φως στο βάθος του τούνελ διαφαίνεται αχνό και η εικόνα που μεταφέρεται είναι αυτή ενός μαχαιριού που κόβει και από τις δύο πλευρές.



Γεννημένος το 1931 στην Πράγα, όπου ζει ως σήμερα, ο Ιβαν Κλίμα ανήκει στη μερίδα των τσεχοσλοβάκων συγγραφέων που δεν εγκατέλειψαν τη γενέτειρα παρά τις καθεστωτικές δυσχέρειες: το 1968 τον βρίσκει επιμελητή στην εβδομαδιαία επιθεώρηση της Ενωσης Συγγραφέων, η οποία κλείνει με την εισβολή των Ρώσων και η κυκλοφορία των βιβλίων του απαγορεύεται για δύο δεκαετίες. Μην έχοντας πόρους, ο Κλίμα θα καταφύγει για ένα έτος στην Αμερική, όπου θα διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν· σύντομα ωστόσο θα επιστρέψει ξανά στην πατρίδα του για να ζήσει ως ελεύθερος επαγγελματίας. Σ’ αυτό το διάστημα η συγγραφική του δραστηριότητα θα γίνει γνωστή στο εσωτερικό της χώρας από περιορισμένες σε αριθμό αυτοσχέδιες εκδοτικές απόπειρες σε γραφομηχανή (οι γνωστές samizdat), ενώ μέρος των βιβλίων του δημοσιεύεται στο εξωτερικό χτίζοντας τη διεθνή του φήμη.


Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το «Ερωτας και Απορρίμματα», που περιγράφει τη ζωή ενός συγγραφέα που εργάζεται ως οδοκαθαριστής για βιοποριστικούς λόγους, αφού οι αρχές τού έχουν απαγορεύσει τη συγγραφή (το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1986) και το «Η Δοκιμασία», που θίγει ζητήματα Δικαιοσύνης και θέτει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο αυτή είναι εφικτή σε κοινωνίες οι οποίες φαινομενικά ακολουθούν την αρχή της «λαϊκής βούλησης». Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Τσεχοσλοβακία το 1978, ξαναγράφτηκε το 1988 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία: στις πάνω από 30 μεταφράσεις του συμπεριλαμβάνεται η ελληνική (εκδόσεις Οδυσσέας, 1995).


Στο εισαγωγικό σημείωμα που συνοδεύει το μυθιστόρημα «Η Δοκιμασία» ο Κλίμα αναφέρει ότι κατά την παιδική του ηλικία διάβασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε προέβη σε περισσότερες από μία αναγνώσεις. Αυτό που ο ίδιος θεωρεί αξιοσημείωτο είναι ότι η συμπάθειά του έγερνε περισσότερο προς την πλευρά των Τρώων παρά προς αυτή των Αχαιών, γεγονός που υποδεικνύει ότι πίστευε πως βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας. Αυτό το συναίσθημα διαποτίζει τις υποθέσεις των βιβλίων του που διαδραματίζονται σε κλειστοφοβικά περιβάλλοντα. Κυρίαρχο μοτίβο στα έργα του είναι τα διλήμματα που αντιμετωπίζει ένα άτομο που ζει σε ένα αποκλεισμένο κοινωνικό περιβάλλον και οι ευρύτερες επιπτώσεις αυτής της εμπειρίας. Οι τελευταίες εντοπίζονται σε τρία κυρίως επίπεδα: επαγγελματικό, οικογενειακό και προσωπικό.


Σε αυτό το σχήμα εντάσσεται και η πλοκή τού «Περιμένοντας το σκοτάδι, περιμένοντας το φως». Ο ήρωάς του, Πάβελ, υποτάσσεται στην κρατική λογοκρισία παγιδεύοντας τις δυνατότητες του ως κινηματογραφιστή μέσα σε ένα καθεστώς που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Καλή δουλειά… ίσως μια μέρα χρησιμοποιηθεί εις βάρος σου» παρατηρεί ο ανώτερός του στον σταθμό για το φιλμ που κατέγραφε μια διαδήλωση. Οι επερχόμενες πολιτικές αλλαγές αναπτερώνουν τις ελπίδες του ότι θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να γυρίσει μια ταινία όπως τη θέλει αυτός. Ωστόσο όταν αυτό καθίσταται εφικτό, ο Πάβελ εγκαταλείπει την ιδέα με την αιτιολογία ότι αυτή η ταινία θα είχε αξία μόνο αν γυριζόταν υπό το καθεστώς απαγόρευσης.


Η στάση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί διπλά: ο τρόπος με τον οποίο εργαζόταν όλο αυτό το διάστημα εξασθένισε τις καλλιτεχνικές του δυνατότητες· οι νέες συνθήκες φαντάζουν σαν την αναστροφή του προηγούμενου συστήματος, καθώς η προπαγάνδα αντικαθίσταται από τη διαφήμιση και το βιντεοκλίπ: «Τα βιντεοκλίπ! Αν περάσεις μερικές ώρες παρακολουθώντας τα, είσαι έτοιμος να πιστέψεις ότι ο κόσμος είναι ένα γελοίο τρελοκομείο που σφαδάζει και τσιρίζει. Βέβαια, μπορείς κάλλιστα να αλλάξεις κανάλι και να δεις πορνό ή ένα θρίλερ ή να παρακολουθήσεις σωρούς πτωμάτων θύματα της Μαφίας ή τρομοκράτες κι επαναστάτες ή γενναίους στρατιώτες που συμμετέχουν εκείνη τη στιγμή σε πραξικοπηματική πράξη. Και φυσικά πάντα μπορείς να βρεις μια διαφήμιση που θα σου πει ποια τσιχλόφουσκα φέρνει τη μεγαλύτερη ευτυχία στους περισσότερους».


Παράλληλα δείχνει να βασανίζεται από ενοχές απέναντι σε μια ημίτρελη μητέρα την οποία συχνά εγκαταλείπει. Η τελευταία αποτελεί έναν από τους πιο δραματικούς χαρακτήρες του βιβλίου καθώς ζει με το φάντασμα του νεκρού συζύγου της και με τη γεύση της προδοσίας από έναν γιο που παλιότερα επιχείρησε να εγκαταλείψει τη χώρα. Πίσω από αυτό το σχήμα αγάπης – μίσους και την κυνική συμπεριφορά που υιοθετείται από τον ήρωα κρύβεται η πάλη ενάντια στις γονικές επιρροές που του έχουν εμφυσήσει αισθήματα φόβου, απογοήτευσης και αποξένωσης. «Γιατί να θέλει κάποιος να με καταστρέψει;» ρωτάει τη μητέρα του σε κάποιο σημείο του βιβλίου και εκείνη απαντά «γιατί έτσι είναι ο κόσμος και δεν χρειάζεται να μιλάς τόσο δυνατά».


Η έννοια της αποξένωσης ανιχνεύεται και στο προσωπικό επίπεδο της ζωής του Πάβελ: ψευδοεγκλωβισμένος σε ένα διπολικό συναισθηματικό σχήμα που περιλαμβάνει τη συμβίωσή του με την πρακτική Εύα και τον γιο της και τον έρωτά του για μια νοσοκόμα, την Αλίνα, αδυνατεί να υπερασπίσει μια από τις δύο επιλογές με αποτέλεσμα να χάσει και τις δύο προοπτικές οικογενειακής ζωής. «Ακόμα και τώρα, αν μπορούσε, θα ήθελε να επανορθώσει, αλλά ως συνήθως έφτανε σε αυτό το συμπέρασμα όταν ήταν πια αργά». Η συνειδητοποίηση της μοναξιάς του έρχεται μετά τον θάνατό της μητέρας του καθώς αντιλαμβάνεται την πορεία και της δικής του ζωής.


Ο αφηγηματικός ιστός είναι πυκνός, παρά τον μικρό όγκο του βιβλίου. Ο Κλίμα εναλλάσσει τις εικόνες χωρίς προειδοποίηση και ο ήρωας δίνει την εντύπωση ότι ζει, αναπολεί και δημιουργεί ταυτόχρονα: ανάμεσα στις εμπειρίες του παρεμβάλλονται διάλογοι, τοπία και καταστάσεις που συνειρμικά αναδύονται από το μνημονικό του. Επιπλέον τα κεφάλαια διακόπτονται από την προβολή ενός φιλμ που παριστάνει την εναλλακτική ζωή του ήρωα, αυτή του αντικομφορμιστή. Μέσα σε αυτό επικρατεί η φιγούρα ενός αλκοολικού ηγεμόνα που πάσχει από μανία καταδιώξεως και επιθυμεί να ξεφύγει από τον κλοιό της απόλυτης εξουσίας που τον περιβάλλει: «Τώρα είναι καλή ευκαιρία (…) στον κήπο έχει διαλέξει έναν πλάτανο (…) τα κλαδιά του φτάνουν πάνω από τον τοίχο. Τότε θα πηδήξει ­ και θα είναι ελεύθερος. Αυτοί οι κουφιοκέφαλοι θεώρησαν ότι κάποιοι μπορεί να προσπαθήσουν να εισβάλουν απ’ έξω διά της βίας, κι έτσι έκοψαν όλα τα δέντρα από την εξωτερική πλευρά του τοίχου. Ποτέ δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι κάποιος από μέσα, ίσως ακόμη και αυτός ο ίδιος, μπορεί να ήθελε να δραπετεύσει».