Η αξία του λαϊκού λόγου, πεζού και θεατρικού, είναι μια αποκάλυψη που έγινε το δεύτερο μισό του αιώνα, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες. Τα απομνημονεύματα ανθρώπων που γνώριζαν λίγα γράμματα, όπως και το θέατρο του Καραγκιόζη, κέρδισαν τον θαυμασμό με τη θυμοσοφία και τη μεγάλη εκφραστικότητα που διαθέτουν και ανακηρύχθηκαν κειμήλια άξια περισυλλογής. Ενας από αυτούς που επεσήμαναν τα εξαίρετα γεννήματα της λαϊκής ψυχής ήταν και ο Αγγελος Σικελιανός. «Για μένα απομνημονεύματα είναι του Μακρυγιάννη και του Σπαθάρη…» φέρεται να λέει.


Στα χρόνια μετά την Κατοχή ξεκίνησε να γράφει τα απομνημονεύματά του ο Σωτήρης Σπαθάρης, ανιστορώντας μισόν αιώνα ζωής στο καταφρονεμένο τότε επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη. Είχε προηγηθεί όμως η διήγηση του Γιάννη Βλαχογιάννη για «της τέχνης τα φαρμάκια». Ακαταπόνητος συλλέκτης ημερολογίων και ενθυμημάτων των καπεταναίων του ’21, ο Βλαχογιάννης έμεινε στην ιστορία προπαντός ως ο εκδότης του χειρογράφου των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη. Ωστόσο ο Βλαχογιάννης, μαζί με το alter ego του Γιάννη Επαχτίτη, υπήρξε και αυτός ένας λογοτέχνης «βγαλμένος από τη λαϊκή ψυχή» κατά την έκφρασή του. Το 1943 δημοσίευσε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Νέα Εστία» τη νουβέλα Της τέχνης τα φαρμάκια, όπου παρουσιάζει τον κόσμο του Καραγκιόζη, ακόμη θαλερό εκείνα τα χρόνια, σε πείσμα του κινηματογράφου.


Κατά μία εκδοχή, «ο διάσημος καραγκιοζοπαίχτης Φούλιας» του Βλαχογιάννη δεν είναι άλλος από τον μαθητή του Μίμαρου, τον Ρούλια τον Καρπενησιώτη, που πρώτος έβγαλε στο πανί τον μπαρμπα-Γιώργο. Ο Μίμαρος, ψευδώνυμο του Δημήτρη Σαρδούνη, γιος μιας Πατρινιάς και ενός Μεσολογγίτη, είναι αυτός που αναβαπτίζει τον Καραγκιόζη και μας φέρνει στη «μάνα» του ελληνικού θεάτρου σκιών, την Πάτρα των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα. Τον μαυρομάτη και βωμολόχο τούρκο Καραγκιόζη στο ξεδιάντροπο «Χαμάμ», περιβόητη παράσταση του Κωνσταντινουπολίτη Γιάννη Μπράχαλη, λένε πως είδε ο Σαρδούνης, τότε πρωτοψάλτης στον μητροπολιτικό ναό της Πάτρας, τον Αγιο Ανδρέα, και παράτησε την ψαλτική. Αδιαφορώντας για την καλή κοινωνία της πόλης και την οικογένειά του, αφοσιώθηκε στη δημιουργία ενός διαφορετικού έλληνα Καραγκιόζη, ήρωα σε πατριωτικά έργα αλλά και σε σάτιρες και δράματα, βγαλμένα από την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα της εποχής.


Ο Μίμαρος και οι μαθητές του έφτιαξαν τη «Σχολή της Πάτρας». Ολοι τους καραγκιοζοπαίχτες, από την Πάτρα αλλά και τις γειτονικές πόλεις της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, που άφησαν εποχή. Ενας από αυτούς και ο Ανέστης Βακάλογλου, που έμεινε στην ιστορία με το ψευδώνυμο Ορέστης. Την τελευταία δεκαετία, με την επικράτηση της τηλεοπτικής πανδαισίας, σβήνει οριστικά ο Καραγκιόζης και ό,τι απέμεινε από αυτόν ­ ένας μπερντές, κάποιες φιγούρες, διαφημιστικά φέιγ βολάν, ακόμη περιοδικά και βιβλία με στιχομυθίες ή και ολόκληρα θεατρικά έργα ­ συνιστά πλέον μουσειακό είδος. Πανεπιστημιακό αντικείμενο και θέμα πλείστων όσων δοκιμίων και ο Καραγκιόζης. Εκείνο που μάλλον σπανίζει είναι οι αφηγήσεις των ίδιων των καραγκιοζοπαιχτών ή και οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν δίπλα τους. Η ιστορία τους έγινε θρύλος και διαδίδεται από γενιά σε γενιά, με ευφάνταστες παραλλαγές και διογκώσεις, τόσο μεγαλύτερες όσο σημαντικότερος ο καραγκιοζοπαίχτης.



Η αυτοβιογραφία του Σπαθάρη πρωτοεκδόθηκε το 1960 και εμπλουτισμένη, το 1992 (Αγρα). Οι ενθυμήσεις της Αρετής Μόλλα-Γιοβάνου από τον πατέρα της τον «Καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα» εκδόθηκαν το 1981 (Κέδρος). Πρόσφατο απόκτημα, η βιογραφία του πατρινού καραγκιοζοπαίχτη Ορέστη, που συνέθεσε ο Β. Χριστόπουλος, βασισμένος σε μακριές συζητήσεις μαζί του. Πατρινός και ο Β. Χριστόπουλος, είναι ένας ακόμη θετικός επιστήμονας που ερωτοτροπεί με τη γραφή. Το 1998 εξέδωσε το πρώτο μυθιστόρημά του, Κάτοικος Πατρών, ενώ ήδη από το 1977 τον απασχολούσε η βιογραφία του Ορέστη. Μάρτιο με Ιούλιο του 1977 ο συγγραφέας κουβέντιαζε μία-δύο φορές την εβδομάδα με τον Ορέστη στο εργαστήριό του, «γωνία Χείλωνος Πατρέως και Προύσης». Στις συναντήσεις παρευρισκόταν και η ανιψιά του Ορέστη, η Σούλα Καυκοπούλου, που συμπλήρωνε τη διήγηση με ονόματα και ημερομηνίες. Βοηθός του από το 1964, έγινε με τον καιρό «ολοκληρωμένος καραγκιοζοπαίχτης, μόνο που φοβάται να βγει στο επάγγελμα επειδή είναι γυναίκα», σύμφωνα με τα λόγια του Ορέστη. Παραμονές Χριστουγέννων του 1997 ο Β. Χριστόπουλος είχε δέσει μια ενιαία αφήγηση και του τη διάβασε. Μια τελευταία ικανοποίηση από το δύσκολο επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη για τον Ορέστη, που πέθανε στις 19 Ιανουαρίου 1998.


Το βιβλίο συμπληρώνεται με φωτογραφίες και δύο ανέκδοτα έργα, κατά την αφήγηση του Ορέστη: το ληστρικό δράμα, μάλλον του Ρούλια, Γιάννης Μπεκιάρης, και το πατριωτικό δράμα, έργο του Ορέστη, Η καταστροφή των Καλαβρύτων, που το πρωτόπαιξε τον χειμώνα του ’53 με ’54 στα Τρυπιά, σημερινό Ελαιώνα Αιγίου, για να κάνει αντίπραξη στον «κινητό κινηματογράφο» που είχε στηθεί απέναντι. Και πράγματι ο Καραγκιόζης, προπαντός «η αποθέωση με το κάψιμο των Καλαβρύτων», κατατρόπωσε το νεόκοπο τότε «κινητόν».


Λαγαρή η αφήγηση, σε γρήγορο ρυθμό, διατηρεί το ιδιόλεκτο του Καραγκιόζη και της εποχής. Πρόσφυγας ο Ορέστης, υπήρξε κατά καιρούς διπλά παραγκωνισμένος, αφού τότε ούτε τους πρόσφυγες ούτε τους καραγκιοζοπαίχτες είχαν σε υπόληψη. Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1922 στο χωριό Αχερλή της Προύσας, στη Μικρασία, βρέθηκε πρόσφυγας, πρώτα στην Κρήτη και μετά στην Πάτρα. Από το 1933 στον Καραγκιόζη, βοηθός του Ντίνου Θεοδωρόπουλου, του πρώτου που χρησιμοποίησε έγχρωμες φιγούρες από ζελατίνα. Ηδη το καλοκαίρι του 1939 ο Ορέστης ξεκίνησε μόνος του, και μάλιστα από κεντρικό θέατρο της Πάτρας, «του Λάλλου, απέναντι από το Σκαγιοπούλειο». Τον επόμενο χειμώνα άρχισε τις περιοδείες.


Το ψευδώνυμο Ορέστης το πήρε στο Αντάρτικο, όταν τον Αύγουστο του 1942 βρέθηκε εκών άκων στην ομάδα του καπετάν Ολυμπου. Αιτία που τον επιστράτευσαν ο Καραγκιόζης, αλλά και χάρη στον Καραγκιόζη, φαντάρος το ’46, θα γλιτώσει το Μακρονήσι. Συνήθως έπαιζε στους καφενέδες, κάποτε όμως γέμιζε και κανονικά θέατρα. Θυμάται μεγαλεία, όταν μια παράσταση Καραγκιόζη κρατούσε κοντά τρεις ώρες και μάζευε και χίλια άτομα. Ούτε ο κινηματογράφος ούτε τα θεατρικά μπουλούκια παράβγαιναν του Καραγκιόζη, ακόμη και μεγάλοι θίασοι από την Αθήνα τον παραδέχονταν. Αν και υπήρχαν τόποι που δεν τον καταδέχονταν, όπως το Ξυλόκαστρο, ενώ, λ.χ., ο Πύργος της Ηλείας πολύ τον αγαπούσε. Ως θέαμα τον Καραγκιόζη τον έσβησε η τηλεόραση, όμως την ίδια εποχή ήρθαν σαν ανάσα οι επιχορηγήσεις. Ωστόσο ο Ορέστης επισημαίνει και το κακό που κάνουν στην τέχνη οι επιδοτούμενες παραστάσεις, μια και ο καραγκιοζοπαίχτης αδιαφορεί πια για το παίξιμό του. Πάντως, χάρη στις επιχορηγήσεις και στους επιτήδειους ενδιάμεσους, ο Ορέστης πέθανε χρεωμένος στην Εφορία, αφού έπαιρνε 22.000 για την παράσταση και τον έβαζαν να υπογράφει για 150.000 και 200.000 δραχμές.


Η αφήγηση του Ορέστη ζωντανεύει ολόκληρη τη «Σχολή της Πάτρας». Καραγκιοζοπαίχτες, τραγουδιστές και ζωγράφους, τον καθένα με τα σουσούμια του, ξεκινώντας από τους πρώτους πατρινούς μαθητές του Μίμαρου, τον Μήτσο Πάγκαλο και τον Βασίλη Αγαπητό. «Ανάλογα με τον καραγκιοζοπαίχτη, πλάθεται και ο Καραγκιόζης του». Γιατί ο Καραγκιόζης στηρίζεται στην ετοιμότητα του λόγου και στη στιγμιαία έμπνευση. Ευδοκιμεί με τον αυτοσχεδιασμό ενώ πνίγεται με τα γραμμένα κείμενα. Το βιβλίο θα χρειαζόταν ένα συνοδευτικό CD, μια και ο Ορέστης εκτός από καραγκιοζοπαίχτης ήταν και καλός τραγουδιστής. Περιβόητοι, λέει, οι αμανέδες του και η πατρινή λαρυγγοφωνία που μάθαινε στους νεότερους Αθηναίους.