Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ αναγνωρίζεται ως κλασικός στοχαστής της νεότερης εποχής με σπουδαία συνεισφορά στην πολιτική, στην αγωγή και στη λογοτεχνία. Αντίθετα η οικονομική σκέψη του θεωρείται ότι υπολείπεται σε πρωτοτυπία και διορατικότητα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, ενώ, φέρ’ ειπείν, είναι σύγχρονος του Ανταμ Σμιθ, υπερασπίζεται την πρωτοκαθεδρία της αγροτικής οικονομίας, χαρακτηρίζει το εμπόριο και γενικότερα τις αστικές συναλλαγές περίπου παρασιτικές δραστηριότητες και σύμπτωμα παρακμής, υιοθετεί σε μια ιδιαίτερη εκδοχή τον αναχρονιστικό θεσμό των δημόσιων αγγαρειών, ενώ αποδοκιμάζει ακόμη και τον εγχρήματο χαρακτήρα της οικονομίας. Κι όμως ο Λόγος περί πολιτικής οικονομίας, όπου κυρίως θεματοποιούνται οι σχετικές απόψεις του σε θεωρητικό επίπεδο, είναι ένα κείμενο που, αν και δεν συγκαταλέγεται στα μείζονα έργα του, διατηρεί μια αυτοτελή αξία. Πρωτοεκδόθηκε το 1755 ως λήμμα του πέμπτου τόμου της περίφημης Εγκυκλοπαίδειας των Ντιντερό, ντ’ Αλαμπέρ κ.ά. Σήμερα που η πολιτική εξουσία παρακολουθεί αμήχανα την οικονομική να αυτονομείται ολοένα και περισσότερο και να διαφεύγει από τον έλεγχό της, που στερείται τα μέσα ή τη θέληση να τη ρυθμίσει, μπορούμε, διαβάζοντας το κείμενο, να αναστοχαστούμε τις ρίζες του ζητήματος. Και το κατ’ εξοχήν ζήτημα για τον Ρουσσώ είναι το αντικείμενο, τα όρια και η νομιμοποίηση της κρατικής παρέμβασης σε σχέση με την ύπαρξη, την παραγωγή και τη διαχείριση του πλούτου. Εχουμε να κάνουμε με μια θεωρία περί διακυβέρνησης που προτάσσει το πρόβλημα της υλικής αναπαραγωγής της κοινωνίας, το οποίο επικεντρώνει στην αντιμετώπιση της ατομικής ιδιοκτησίας.


H ατομική ιδιοκτησία


Με χαρακτηριστική ειρωνεία συνοψίζεται το άδικο «κοινωνικό συμβόλαιο» που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε καταπιεστές και καταπιεζομένους: «Με χρειάζεστε διότι είμαι πλούσιος και είστε φτωχοί· ας κάνουμε, λοιπόν, μια συμφωνία: θα σας επιτρέπω να έχετε την τιμή να με υπηρετείτε, υπό τον όρο ότι θα μου δώσετε τα λιγοστά που σας απομένουν για τον κόπο που θα κάνω να σας διατάζω» (σ. 127). Ωστόσο ο Ρουσσώ ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη φιλελεύθερη – αστική πολιτική σκέψη, και κατά βάση τον Τζων Λοκ, δέχεται ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι το ίδιο το θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας (κάτι που θα ανασκευάσει αργότερα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο) αλλά και αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα (θέση που θα διατηρήσει). Θέτει όμως επιπλέον ένα πρόταγμα δικαιοσύνης. Μια πολιτική κοινωνία δεν επιτρέπεται να βασίζεται στην αδικία και στην εκμετάλλευση αλλά στις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας. Και για να είναι η διακυβέρνηση της νομιμοποιημένη, πρέπει να διέπεται απαρέγκλιτα από τρεις θεμελιώδεις αρχές. (1η) Να έχει ως αντικείμενο το καλό του λαού συνολικά, το δημόσιο συμφέρον, ακολουθώντας τη «γενική θέληση». Εδώ βρίσκουμε σε ατελή, ακόμη, εκδοχή την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Το σώμα των πολιτών που συνέρχεται, διαβουλεύεται και νομοθετεί είναι κυρίαρχο, ενώ η κυβέρνηση δεσμεύεται από τις αποφάσεις του και υπάγεται σε αυτό ως εκτελεστικό του όργανο. (2η) H 1η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εφόσον οι πολίτες αναπτύσσουν αισθήματα φιλοπατρίας και αρετής, υιοθετούν και προφυλάσσουν οικειοθελώς τα δημόσια ήθη και τηρούν τους νόμους από σεβασμό και όχι από φόβο. Τότε και οι επιμέρους θελήσεις και τα συμφέροντα δεν αντιστρατεύονται το γενικό συμφέρον αλλά υπoτάσσονται σε αυτό. (3η) Οι δύο προηγούμενες αρχές αποκτούν έμπρακτο νόημα, εφόσον το κράτος όχι μόνο προστατεύει και εγγυάται τα αγαθά των πολιτών, αλλά φροντίζει και για την υλική τους ευημερία. Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία πρέπει επομένως να εξισορροπηθεί από την ανάγκη να διασφαλίσει το κράτος πόρους για τη δική του συντήρηση και για να επιτελέσει τον σκοπό του. Ο Ρουσσώ δεν εισηγείται ούτε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ούτε καν την εξίσωση εισοδημάτων και περιουσιών. Εισηγείται την επίτευξη μιας κατάστασης που δεν θα ανακύπτουν ακραίες μορφές οικονομικής ανισότητας, επειδή θα ασκείται μια πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης κι αλληλεγγύης: «Ενα από τα σπουδαιότερα έργα της κυβέρνησης δεν είναι να αποτρέψει την ακραία ανισότητα του πλούτου, αφαιρώντας τον από τους κατόχους του αλλά στερώντας απ’ όλους τα μέσα συσσώρευσής του· ούτε ιδρύοντας νοσοκομεία για τους φτωχούς αλλά προφυλάσσοντας τους πολίτες από το να φτωχύνουν» (σ.97). Σε αυτή την τρίτη αρχή υπάγεται και η πολιτική της αναλογικής φορολογίας.


Δίγλωσση έκδοση


H Πολιτική οικονομία μεταφράζεται για πρώτη φορά, σε καλαίσθητη, δίγλωσση έκδοση (γαλλικά και ελληνικά σε αντικριστές σελίδες). H μετάφραση είναι σχεδόν άψογη, με ελάχιστες αβλεψίες στην τήρηση της ορολογίας, π.χ. κυριαρχία αντί του ορθού βασιλεύειν για το regner (σ. 78), υπερηφάνεια αντί φιλαυτία για την amour propre (σ. 88). H εισαγωγή των επιμελητών είναι επίσης πολύ καλή. Περιλαμβάνει κατατοπιστική αναφορά στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς στη Γαλλία ως την εποχή της Επανάστασης, θέτοντας το πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται το έργο του Ρουσσώ, και μια βοηθητική σύνοψη της επιχειρηματολογίας. Μοναδική επιφύλαξη είναι ότι προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη πως το κείμενο στερείται αντινομιών. Αυτό δεν είναι σαφές. Για παράδειγμα, ο Ρουσσώ μιλάει εναλλάξ από δύο θέσεις: ως υπερασπιστής των κοινωνικά αδύναμων στο όνομα της ισότητας και της δικαιοσύνης και ως συμβουλάτορας των κυβερνώντων στο όνομα της λογικής του κράτους. Είναι συζητήσιμο κατά πόσον αυτά, τα οποία υποστηρίζει από τη μία θέση, συμβιβάζονται με αυτά που εξαγγέλλει από την άλλη. vand@ath.forthnet.gr