Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου, οι εξετάσεις ήταν πάντα το κυρίαρχο εκπαιδευτικό ζήτημα, αυτό που κατ’ εξοχήν προκαλεί τις υπουργικές «μεταρρυθμίσεις», τις μαθητικές καταλήψεις, το ενδιαφέρον και το άγχος των γονιών. «Εξετάσεις, βαθμολογία, μόρια, αξιολόγηση, εισαγωγή», ιδού το βασικό λεξιλόγιο ενός ατέρμονου «διαλόγου» – ενίοτε μονολόγου – που επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Οι γονείς που αξιώνουν δικαιότερη ή απλώς ευνοϊκότερη διαδικασία αξιολόγησης των τέκνων τους, οι μαθητές που επιθυμούν την ευκολία τους και οι πολιτικοί που βιάζονται να ικανοποιήσουν ακόμη και με τον πιο ανεύθυνο τρόπο τα κοινωνικά αιτήματα εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο που αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως μέσο για ένα σκοπό, δηλαδή για την επαγγελματική αποκατάσταση, την κοινωνική καταξίωση, την οικονομική επιτυχία. Γι’ αυτό και οι εξετάσεις τίθενται ως κρίσιμο ζήτημα, αφού αποτελούν έναν μηχανισμό προαγωγής ή απόρριψης ο οποίος οδηγεί σε ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, κάτι που (υποτίθεται) θα οδηγήσει στον επιδιωκόμενο στόχο.


Νέα μαθήματα, νέες παραδόσεις


Και όμως, ο Φερνάντο Σαβατέρ στο φιλοσοφικό δοκίμιό του για την εκπαίδευση δεν αφιερώνει ούτε μία αράδα σε εξεταστικά ζητήματα. Να ποιο είναι για τον ευρέως γνωστό ισπανό φιλόσοφο το πιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα της καλής εκπαίδευσης: «Να ανοίγει την όρεξη για περισσότερη εκπαίδευση, για νέα μαθήματα, νέες παραδόσεις. Ο σωστά μορφωμένος γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα είναι πλήρως μορφωμένος, είναι όμως όσο χρειάζεται για να θέλει να είναι περισσότερο. Οποιος πιστεύει ότι η εκπαίδευση ολοκληρώνεται ως τέτοια στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, δεν έχει καεί πραγματικά από τη φλόγα της, απλώς έχει στιλβωθεί ή διακοσμηθεί από τις αποχρώσεις της».


Ο Σαβατέρ καταπιάνεται με ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την εκπαίδευση, τον σκοπό της, το πώς λειτουργεί αλλά και πώς θα μπορούσε να λειτουργεί στο μέλλον. Υπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις παραδοχές για το εκπαιδεύειν που αν δεν τις πάρουμε στα σοβαρά θα χάνουμε συνεχώς την ουσία. Πρόκειται, πρώτα από όλα, για μια διυποκειμενική σχέση· άνθρωποι εκπαιδεύουν ανθρώπους. Αυτό απαιτεί τέχνη αλλά και αγάπη από την πλευρά του εκπαιδευτή. Και ένα από τα στοιχειώδη «μαθήματα» είναι ακριβώς η εισαγωγή στην ανθρώπινη συνθήκη, στο να αποκτήσει ο εκπαιδευόμενος συνείδηση της κατάστασης των ομοίων του και να συμμεριστεί την κοινή μας φύση. Καλείται να κατανοήσει σημασίες και όχι απλώς να επεξεργαστεί πληροφορίες και επιπλέον να καλλιεργήσει την ικανότητα του αναστοχασμού. H εκπαίδευση δια-μορφώνει ανθρώπους, είναι μια διαδικασία εξανθρωπισμού. Αλλά αν μιλάμε για την εκπαίδευση ως δημόσιο θεσμό, διαμορφώνει και πολίτες. Επομένως ως αγωγή μεταδίδει τις δημοκρατικές αξίες και κατ’ εξοχήν εκείνη της ελευθερίας. Γι’ αυτό και ως θεσμός της δημοκρατίας δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα οικονομικό μέγεθος, πόσο μάλλον σε παρακολούθημα της αγοράς.


H κρίση της παιδικής ηλικίας


Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, που επιχειρεί αφενός να εντοπίσει τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά του εκπαιδεύειν, αφετέρου να αποστάξει από την ιστορική εμπειρία της εκπαιδευτικής θεωρίας και πράξης ό,τι είναι αξιακά επιθυμητό και στη σύγχρονη εποχή, ο συγγραφέας θεματοποιεί ορισμένα δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σημερινές κοινωνίες. Τα κυριότερα ανάμεσά τους είναι: η κρίση της παιδικής ηλικίας που συνδέεται με την κρίση της οικογένειας και τον εκπαιδευτικό ρόλο της τηλεόρασης· η εξισορρόπηση ανάμεσα στο αίτημα για ελευθερία και στην αναγκαιότητα για πειθαρχία στην εκπαιδευτική διαδικασία· τα όρια ανάμεσα στην ουδετερότητα που πρέπει να επιδεικνύει το σχολείο απέναντι σε πλειάδα θεμάτων αλλά και στην ταυτόχρονη υποχρέωσή του να μεταδίδει ηθικές αξίες· η ουσία και το περιεχόμενο των ανθρωπιστικών σπουδών και η σχέση τους με άλλες μορφές μάθησης και κατάρτισης· η αγωγή σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης – ποιες από τις αξίες που προβάλλουν ως καθολικές είναι πράγματι άξιες μετάδοσης και πώς σχετίζονται με εθνικές ή πολιτιστικές ιδιαιτερότητες.


Ο Σαβατέρ θυμίζει τους διαφωτιστές φιλοσόφους-διανοουμένους του 18ου αιώνα. Πολυγραφότατος και πολυπράγμων, ενδιαφέρεται για πάρα πολλά θέματα εντάσσοντάς τα σε μια προοπτική καθολικότητας, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, μεταστοιχειώνει τον φιλοσοφικό στοχασμό σε καθημερινή γλώσσα, διαπνέεται από αισιοδοξία για την πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας, ενσωματώνει στη σκέψη του διαφορετικές παραδόσεις και θεωρίες, χωρίς να τις υπάγει σε κάποιο «σύστημα» και χωρίς να δογματίζει. Δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερα πρωτότυπες ιδέες στους πλέον απαιτητικούς αναγνώστες, θα ικανοποιήσει όμως, πιστεύω, όσους είναι δεκτικοί σε μια γραφή ευθύβολη και μεστή που μπορεί να τους προκαλέσει διερωτήσεις και να καλλιεργήσει την κριτική τους σκέψη. Το βιβλίο περιλαμβάνει παράρτημα με χωρία σχετικά με την εκπαίδευση από έργα σημαντικών στοχαστών. H μετάφραση είναι ικανοποιητική. Ωστόσο η λέξη «αυθεντία» αποδίδεται κατά κανόνα λανθασμένα ως «αυστηρότητα», ιδίως στις σελίδες 144-146.