Ισως να κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι μόλις τα τελευταία χρόνια, όχι πάνω από δεκαετία, ακούγεται η έκφραση «η κυβέρνηση επιδεικνύει το κοινωνικό της πρόσωπο». Κατά κανόνα λέγεται από μέλη της σε μια προσπάθεια να αυτοεπαινεθούν για αποφάσεις που δείχνουν «κοινωνική ευαισθησία». Γενικότερα όμως, ακόμη κι όταν η κυβέρνηση επικρίνεται από αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, κοινωνικές οργανώσεις, δημοσιογράφους κ.ά., συχνά-πυκνά απαιτείται να επιδείξει ακριβώς το «κοινωνικό πρόσωπό» της. Αν στην πολιτική, οι λέξεις έχουν τη βαρύτητά τους, τότε τι σημαίνει άραγε η ευρεία χρήση αυτής της μεταφοράς προκειμένου να μιλήσουμε για την κοινωνική πολιτική; Πιστεύω πως δεν θα παρερμήνευα τον Πιερ Ροζανβαλόν αν έλεγα ότι σε μια τέτοια φρασεολογία θα εντόπιζε τη λανθάνουσα υποχώρηση από το κεκτημένο του κοινωνικού κράτους και την παλινδρόμηση σε μια προγενέστερη λογική «φιλανθρωπίας».


«Φυσικές» προδιαθέσεις


Ας το σκεφτούμε. H «ευαισθησία» και το «πρόσωπο», όροι κατ’ αρχάς απολίτικοι, υποδηλώνουν μάλλον «φυσικές» προδιαθέσεις και χειρονομίες καλής προαίρεσης παρά ηθικές και πολιτικές δεσμεύσεις στη βάση σταθερών αρχών και αξιών. Το κράτος εξεικονίζεται ως ένα φιλεύσπλαχνο και ευσυγκίνητο πρόσωπο που ενίοτε κάνει αγαθοεργές πράξεις. Αλλά η δράση αυτή δεν υπαγορεύεται από πολιτική υποχρέωση. Τα μέτρα που παίρνει είναι μια δωρεά και όχι μια οφειλή. Παρουσιάζονται επομένως με τον επιλεκτικό, συγκυριακό και εν πολλοίς αυθαίρετο χαρακτήρα της ελεημοσύνης και όχι ως απόρροια του καθήκοντος καθολικής κοινωνικής προστασίας. Το κράτος εμφανίζεται έτσι φιλάνθρωπο, όχι αλληλέγγυο. Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι το κοινωνικό κράτος έχει καταργηθεί αλλά ότι υπάρχει στα λόγια μια μερική, άρρητη και ελάχιστα συνειδητοποιημένη οπισθοχώρηση από το πλαίσιο αρχών άσκησης κοινωνικής πολιτικής που τείναμε να εκλαμβάνουμε ως μη διαπραγματεύσιμο. Ωστόσο όποιος υποχωρεί στα λόγια έχει κάνει το πρώτο βήμα για να υποχωρήσει αργότερα και στην πράξη.


Ο Ροζανβαλόν, διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, τονίζει τη φιλοσοφική διάσταση της πανθομολογούμενης κρίσης του κοινωνικού κράτους. Τη δεκαετία του ’70 η κρίση ήταν δημοσιονομική. Το κράτος άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης της ως τότε κοινωνικής πολιτικής του. Την επόμενη δεκαετία προστέθηκε η ιδεολογική κρίση. Οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις Ρίγκαν και Θάτσερ αμφισβήτησαν εμπράκτως και με συνέπειες διαρκέστερες της θητείας τους την εν γένει ικανότητα ενός κράτους γραφειοκρατικού, «πατερναλιστικού» και εν τέλει αναξιόπιστου να διαχειρίζεται τα κοινωνικά προβλήματα. Από τη δεκαετία του ’90 η κρίση παίρνει και μια βαθύτερη, φιλοσοφική μορφή, λέει ο Ροζανβαλόν, με την έννοια ότι πλέον προσβάλλονται οι ίδιες οι αξίες στις οποίες θεμελιώνεται το κοινωνικό κράτος. Πρόβλημα δεν είναι πια μόνο η χρηματοδότηση ή η ικανότητα και τα όρια αρμοδιότητας της κρατικής παρέμβασης, αλλά και το περιεχόμενο, ο καθολικός χαρακτήρας και η νομιμοποιητική δύναμη της έννοιας της αλληλεγγύης και των κοινωνικών δικαιωμάτων.


Το κόστος της κάλυψης


Οσο ο πληθυσμός εκλαμβάνεται ως ομοιογενής, με την έννοια ότι διαθέτει πειστικότητα η ιδέα πως όλοι υπόκεινται δυνητικά εξίσου στους ίδιους κινδύνους και ατυχίες της ζωής, η κοινωνία συλλήβδην αναλαμβάνει το κόστος ιατρικής και ασφαλιστικής κάλυψης του καθενός. Οταν όμως στις σημερινές συνθήκες μαζικής και μακροχρόνιας για πολλούς ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού αυτό αμφισβητείται, η σφαίρα του κοινωνικού παύει να γίνεται αντιληπτή με όρους κινδύνου και η σχέση ασφάλισης και αλληλεγγύης διαρρηγνύεται. Ταυτόχρονα κερδίζει έδαφος η ιδέα της «ατομικής ευθύνης», με την έννοια π.χ. ότι αν ο καπνιστής βλάπτει εν γνώσει του την υγεία του, το κόστος που προκαλείται από αυτή τη συμπεριφορά είναι κάτι που πρέπει να επιβαρύνει τον ίδιο και όχι να επιμεριστεί εξίσου ανάμεσα σε καπνιστές και μη καπνιστές.


Κατά τον συγγραφέα, το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας λειτουργούσε στην πράξη κυρίως ως μηχανισμός αναπλήρωσης εισοδήματος με εξισωτικές πολιτικές. Το σύγχρονο κράτος πρόνοιας πρέπει να αποκτήσει έναν περισσότερο ενεργητικό χαρακτήρα και να έχει ως στρατηγική επιλογή την προσπάθεια κοινωνικής ένταξης και αύξησης της απασχόλησης και όχι τόσο επιδοματικές πολιτικές, οι οποίες αποδεικνύονται συχνά αντιφατικές, στον βαθμό που διαιωνίζουν αντί να αίρουν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αυτό που στην Ελλάδα συζητείται τελευταία ως «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» αντιμετωπίζεται από τον Ροζανβαλόν με μεγάλο σκεπτικισμό, θεωρώντας ότι, αν δε συνοδεύεται από μια προοπτική σύντομης επανένταξης στην απασχόληση, στην πράξη η εφαρμογή του ισοδυναμεί με έναν ακόμη ριζικότερο διαχωρισμό οικονομικής και κοινωνικής σφαίρας, ο οποίος οδηγεί σε μια περαιτέρω υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων και κατ’ εξοχήν της μισθωτής εργασίας. Εξασφαλίζοντας την απλή επιβίωση στους περιθωριοποιημένους, παγιώνει τον αποκλεισμό τους, ενώ ανοίγει προοπτικές για μια αγορά εργασίας οργανωμένη σε ακόμη πιο νεοφιλελεύθερα πρότυπα. Ο Ροζανβαλόν επικεντρώνεται στην εμπειρία της Γαλλίας, αλλά το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς του είναι η Ευρώπη. Οι ιστορικές αναφορές όσο και οι συγκρίσεις με τη Βόρεια Αμερική είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Ωστόσο μια σχετική αμηχανία σε σχέση με τους τρόπους αύξησης της απασχόλησης δύσκολα συγκαλύπτεται.