Χωρίς ψευδαισθήσεις





Γιατί ένας Αλβανός κατέβηκε την τελευταία στιγμή από το πλοίο που θα τον οδηγούσε στον ιταλικό παράδεισο; Για να επιστρέψει πού; Μπορεί κάποιος να αισθάνεται νοσταλγία για μια πατρίδα όπου η μόνη ένδειξη σεβασμού προς το πρόσωπό του ήταν το φακέλωμα; Τι είδους πατρίδα ήταν η Αλβανία για όλα αυτά τα μπουλούκια των προσφύγων που θαλασσοπνίγηκαν σε σαπιοκάραβα για να γλιτώσουν; Την απάντηση αναζητεί ο Φάτος Κόνγκολι, που από πολλούς θεωρείται διάδοχος του Ισμαήλ Κανταρέ. Είναι ο συγγραφέας της νέας εποχής που ανέτειλε στην Αλβανία μετά το 1991, του annus mirabilis, προς μια δημοκρατία απρόβλεπτη.


Το μυθιστόρημα ξεκινά το 1991. Στριμωγμένος σε μια γωνιά του πλοίου, ο Θεσάρ Λούμι μετανιώνει την τελευταία στιγμή και, από μια ανεξήγητη παρόρμηση, κατεβαίνει: σε μια Αλβανία καθημαγμένη, που δεν έχει ακόμη συνέλθει από τον μισό αιώνα που πέρασε κεκλεισμένων των θυρών. Ούτε και ο ίδιος κατάλαβε γιατί πήρε αυτή την απόφαση. Επιστρέφει στο δυαράκι που μοιράζεται με τους γέροντες γονείς του σε μια σκονισμένη κωμόπολη. Μια νέκρα πλανάται στην πόλη, που μοιάζει άδεια από κόσμο μετά το κύμα της μεγάλης εξόδου.



Αυτός είναι ο «αχαΐρευτος» του Φάτος Κόνγκολι, ανίκανος να φύγει, ανίκανος να μείνει. Το παρελθόν θεριεύει μπρος στα μάτια του και αρχίζει ο μονόλογος ενός ανθρώπου που δεν έχει πια ψευδαισθήσεις για τον εαυτό του, βλέπει καθαρά όλες τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς της ζωής του. Σε πρώτο πρόσωπο ξεκινά η εξομολόγησή του. «Για όλους τους συμπολίτες μου υπήρξα και είμαι ένας άσχετος, ένας χαμένος» αυτοσυστήνεται ο κεντρικός μας ήρωας, ο οποίος πρόκειται να ξετυλίξει το κουβάρι μιας καθημερινής ζωής γεμάτης αθλιότητα, μίσος και καχυποψία. Η Αλβανία των δεκαετιών του ’60 και του ’70 ζωντανεύει μπροστά μας.


Με αυτό το πρώτο βιβλίο του, που είχε τεράστια επιτυχία στην Αλβανία το 1992, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, ο 53χρονος μαθηματικός Φάτος Κόνγκολι όρθωσε το δικό του συγγραφικό ανάστημα δίπλα σε αυτό του Ισμαήλ Κανταρέ. Ο κόσμος του Αχαΐρευτου είναι συμπληρωματικός αυτού που περιγράφει ο Κανταρέ. Πολλοί αλβανοί συγγραφείς είχαν συνθλιβεί υπό το βάρος του διάσημου συμπατριώτη τους, που έχει ήδη λάβει θέση μεταξύ των κορυφαίων συγγραφέων του τελευταίου τέταρτου του 20ού αιώνα, αλλά ο Φάτος Κόνγκολι κατάφερε να διατυπώσει ένα δικό του λόγο και ένα ύφος εντελώς διαφορετικό.


Ο Κόνγκολι, που ήδη έχει αρχίσει να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου, αφηγείται καταστάσεις οικείες στους περισσότερους συμπατριώτες του, αφού και το επόμενο μυθιστόρημά του, Το πτώμα, κατοικείται από κυνηγημένους αθώους, καταδότες και μεθύστακες. Στον Αχαΐρευτο τη ζωή του κεντρικού χαρακτήρα στιγματίζει από τα παιδικά του χρόνια ένα γεγονός το οποίο τον έκανε να καταλάβει ότι «ήταν κατώτερος απ’ όλους τους άλλους» και για το οποίο δεν έφερε καμιά ευθύνη: ένας θείος του, ο αδελφός της μητέρας του συγκεκριμένα, το έσκασε στο εξωτερικό από τα σύνορα όπου έκανε τη στρατιωτική του θητεία. Αυτός έγινε εχθρός του λαού και η «αμαρτία» εξαπλώθηκε σε όλα τα μέλη της οικογενείας, γεννημένα και αγέννητα. Γρήγορα αλλάζει τόπο διαμονής και ο ίδιος για να γλιτώσει από την ενδεχόμενη, αόρατη αλλά απειλητική, ρετσινιά.


Μόνος του δεν θα μπορούσε να φύγει. Χάρη στις αδιάκοπες κολακείες και στις εξαντλητικές δωροδοκίες των γονέων του σ’ ένα αισχρό υποκείμενο που ήταν γείτονάς τους, χάρη σε διάφορους εξευτελισμούς, ο Θεσάρ καταφέρνει να γίνει δεκτός σε ένα από τα λύκεια της πρωτεύουσας και, με μεσολάβηση του ιδίου υποκειμένου, καταφέρνει να εγγραφεί και στο πανεπιστήμιο. Εκεί ανακαλύπτει την καλύτερη εκδοχή της αλβανικής φοιτητικής ζωής όταν ευτυχεί να γίνει φίλος ενός γιου υπουργού, του Λάντυ, επειδή ο Λάντυ τον επιλέγει για φίλο. Ο ίδιος είχε μόνο το δικαίωμα να δεχθεί ή να αρνηθεί τη φιλία του. Εφήμερη η δόξα και για τον Λάντυ, αφού αργότερα τουφεκίζουν τον πατέρα του και ο ίδιος αυτοκτονεί. Ο «αχαΐρευτος» επιστρέφει στην πόλη του, εργάτης σε εργοστάσιο τσιμέντου, ένοικος του «σοσιαλιστικού παραδείσου» α λα αλβανικά. Μια ιστορία έρωτα λήγει άδοξα όπως και όλες οι άλλες απόπειρες ευτυχίας του. Μόνο για την επιβίωση φαίνεται ικανός.


Και φθάνουμε στο περιστατικό με το πλοίο, όπου επιβιβάζονται τα μπουλούκια των προσφύγων. Γιατί δεν έφυγε ο Θεσάρ Λούμι; «Μα γιατί, γιατί;» διερωτάται και ο ίδιος. Η απάντηση βρίσκεται σε όλες τις σελίδες που προηγήθηκαν, και ο «αχαΐρευτος» δεν ξέρει τον λόγο: θα μπορούσε θαυμάσια να είχε φύγει, αν τον είχαν σταματήσει όταν πήγε να κατεβεί, αν, αν… Ο Κόνγκολι αναλαμβάνει να κατανοήσει τη βαθύτερη αιτία μιας τέτοιας απόφασης στα περιστατικά μιας ζωής που ξοδεύτηκε «σ’ ένα κενό περιφρόνησης». Αυτό τον άνθρωπο εξέθρεψε αυτό το καθεστώς.


Ο Φάτος Κόνγκολι περίμενε να διαλυθεί το κράτος της διαφθοράς και της τρομοκρατίας για να εκδώσει το βιβλίο του, «για να μπορέσει να εκφράσει αυτά που πραγματικά ήθελε», όπως έχει δηλώσει. Γεννημένος στο Ελμπασάν της Κεντρικής Αλβανίας στις 12 Ιανουαρίου 1944, σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, απ’ όπου αποφοίτησε το 1967. Στη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων τα μαθηματικά ήταν αυτά που του επέτρεψαν να παραμείνει ένα πνεύμα οξύ και ανοιχτό. «Μαρξιστική αντίληψη των μαθηματικών δεν υπάρχει», συνεπώς ο ίδιος διέφυγε από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του καθεστώτος που είχε πνίξει τόσες άλλες φωνές. Από τα παιδικά του χρόνια θυμάται τον πατέρα του, που ήταν μουσικός και σύντομα πέρασε στην παρανομία, να επαναλαμβάνει στον ίδιο και στους αδελφούς του ότι σε αυτό το καθεστώς «η τέχνη ήταν καταραμένη». Ο ίδιος εργάστηκε ως συντάκτης στη λογοτεχνική εφημερίδα «Ντρίτα» και σήμερα είναι συντάκτης στον εκδοτικό οίκο Ναΐμ Φρασερί. Αφ’ ης στιγμής λύθηκαν τα δεσμά του φόβου, προσπαθεί να κερδίσει τον χαμένο χρόνο γράφοντας βιβλία, για να εξορκίσει τους δαίμονες του παρελθόντος. «Αλλιώς δεν πρόκειται να ησυχάσω ποτέ» δηλώνει.