Πρωταγωνιστεί σε διαφημίσεις, έχει ρόλο σε κινηματογραφικές ταινίες, γίνεται χαρακτήρας σε κόμικς, εμφανίζεται ως λογοτεχνικός ήρωας. Ο Διάβολος είναι ζωντανός και σχετικά ακμαίος στη σύγχρονη ευρωπαϊκή και αμερικανική κουλτούρα (και όχι μόνον, εννοείται) αλλά και στην πολιτική. Σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής η Αμερική ή η Δύση γενικότερα θεωρείται από τις μάζες η προσωποποίηση του Σατανά. Και αντίστροφα οι «καλοί χριστιανοί» ψηφοφόροι του Μπους στις μεσοδυτικές και νότιες πολιτείες στον Αξονα του Κακού δεν αναγνωρίζουν την καθοδήγηση του Πονηρού; Οχι βέβαια ότι ο Διάβολος περνά και την πιο λαμπρή (ή μήπως πρέπει να πω σκοτεινή;) περίοδό του. Υπήρχαν και ενδοξότερες για εκείνον εποχές. Οταν, π.χ., η δύναμή του αναγνωριζόταν με ένα φοβερό κυνήγι μαγισσών που κατέληγαν στην πυρά. Από την άλλη, και σήμερα ακόμη δρουν σατανιστές, με ακίνδυνη ή εγκληματική κατά περίπτωση δράση, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό θρησκευομένων πιστεύει ότι ο Διάβολος δεν είναι «χάρτινος», απλώς μια καλλιτεχνική φιγούρα, αλλά ένα υπαρκτό πρόσωπο. Αλλά τι λέω; Το 1999 (το τέλος της χιλιετίας φέρνει άγχος σε πολλούς) ο ίδιος ο Πάπας διαβεβαίωσε για την ύπαρξή του, ενώ η Καθολική Εκκλησία επανακαθόρισε το τελετουργικό των εξορκισμών.


Αφανής και παραμελημένος


Αυτό που συνήθως οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούμε είναι ότι οι περί του Διαβόλου αντιλήψεις, αναπαραστάσεις και πρακτικές έχουν διαγράψει μια εξαιρετικά σύνθετη, πολυκύμαντη και αντιφατική διαδρομή μέσα στον χρόνο. Ο Διάβολος έχει λοιπόν τη δική του ιστορία και ο ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Robert Muchembled μάς παρέχει στο απολαυστικό βιβλίο του μια εκδοχή της ως τις ημέρες μας ξεκινώντας από τον 12ο αιώνα. Γιατί όμως αυτή η αφετηρία; Είναι εντυπωσιακό αλλά ο Διάβολος πέρασε σχεδόν τη μισή «ζωή» του μάλλον αφανής και παραμελημένος, ένα ακόμη ανάμεσα στα άλλα κακά πνεύματα και δαίμονες. Οχι ότι δεν απασχολούσε τους θεολόγους. Τα στοιχεία της εικόνας του υπήρχαν σε θεολογικά κείμενα αλλά σε μια μορφή αποσπασματική, ασαφή και πάντως αφηρημένη. Εξάλλου δεν σκανδάλιζε τη λαϊκή φαντασία και είναι χαρακτηριστικό ότι ως τις αρχές του Μεσαίωνα σχεδόν δεν εμφανίζεται σε έργα τέχνης.


Από τότε ουσιαστικά ξεκινά να αποκτά μια ενοποιημένη και συνεκτική μορφή και του αποδίδονται λεπτομερή χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Αυτή η κατασκευή δεν είναι αμιγώς χριστιανική ούτε στην προέλευσή της ούτε στη λειτουργία της. Παγανιστικές παραδόσεις, λαϊκές δοξασίες, αστικοί μύθοι ανακατεύονται με τη χριστιανική σκέψη και επινοούν αρχικά έναν Διάβολο περισσότερο κακομοίρη παρά πραγματικά μοχθηρό, πιο πολύ αντικείμενο χλευασμού παρά πηγή τρόμου. Σταδιακά όμως τα πράγματα αλλάζουν. Ο Μεσαίωνας ανατέλλει με έναν φουκαρά διαβολάκο. Οταν δύει, ο Διάβολος έχει ήδη αναβαθμιστεί, ενώ κατά την Αναγέννηση είναι που θα ανεβεί όλη την κλίμακα του Κακού. Θα γίνει πλέον ο φοβερός Πρίγκιπας του Σκότους. Μερικές από τις πιο συναρπαστικές σελίδες του βιβλίου είναι ακριβώς εκείνες που αφηγούνται αυτή τη μετάβαση όπως εμφανίζεται σε ζωγραφικούς πίνακες, λαϊκές φυλλάδες, κατηχητικά αναγνώσματα, υψηλή λογοτεχνία και άλλα μέσα διάδοσης και εμπέδωσης της εικόνας του. Το εκπληκτικό είναι ότι οι μεταλλαγές του Διαβόλου συμπορεύονται με την αναβάθμιση της σημασίας που αποδίδεται στο ανθρώπινο σώμα αλλά και με την αργή διαδικασία ανάδυσης του νεωτερικού υποκειμένου, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η εξατομίκευση, η εσωτερικότητα και η ηθική συνείδηση. Ο άνθρωπος προβαίνει σε ενδοσκόπηση και ανακαλύπτει άγχη, φοβίες, επιθυμίες και φαντασιώσεις. Αντιλαμβάνεται ότι δεν ελέγχει πλήρως τον εσωτερικό του κόσμο και αυτή η προοπτική τον ταράζει και του δημιουργεί αίσθημα ενοχής. Ο Διάβολος γίνεται τρομακτικός εν μέρει επειδή δεν είναι πια απλώς ένα εξωτερικό πνεύμα αλλά κάτι που μπορεί να διεισδύσει στο ίδιο το σώμα του ανθρώπου, να τον καταλάβει και να τον κάνει συνεργό του στο Κακό. Εχουμε τον Διάβολο στο κορμί μας.


H χρυσή εποχή


Κατά τον συγγραφέα, η χρυσή εποχή του Διαβόλου είναι η εκατονταετία 1550-1650. Θρησκευτικοί πόλεμοι, λοιμοί, εκτεταμένη ένδεια και διάχυτη ανασφάλεια ευνοούν τον Σατανά να γίνει τρομακτικός όσο ποτέ πριν. Αλλά όσο προσεγγίζουμε τα τέλη του 17ου αιώνα η αίγλη του μειώνεται ραγδαία. Το τέλος των θρησκευτικών πολέμων, το νέο επιστημονικό πνεύμα, ο ορθός λόγος και ο Διαφωτισμός απομαγεύουν τον κόσμο και υπονομεύουν τη θέση του Αρχοντα της Κόλασης προετοιμάζοντας τη μετάθεσή του από το θρησκευτικό στα πεδία της πολιτικής και της (φανταστικής) λογοτεχνίας. Ετσι, π.χ., για τον απολογητή της Παλινόρθωσης de Maistre Διάβολος είναι ο πολιτικός εχθρός, δηλαδή η Γαλλική Επανάσταση. Για τον λόρδο Βύρωνα πάλι, όπως και για πολλούς ρομαντικούς, ο Εωσφόρος εκπροσωπεί το πνεύμα της εξέγερσης απέναντι στην τυραννική εξουσία (του Θεού) και αποτελεί το πρότυπο κάθε καταραμένου. Και βέβαια η όψη του δεν είναι πια αποκρουστική αλλά αυτή ενός σαγηνευτικού νέου. Το ενδιαφέρον είναι ότι κάθε μετεξέλιξη δεν ακυρώνει τελείως την προηγούμενη κατάσταση, θραύσματα της οποίας επιβιώνουν ανακυκλωμένα ως σήμερα. Ο συγγραφέας περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και δεν ασχολείται καθόλου με την Ορθοδοξία. Ανάμεσα στις πηγές που έχει εξαιρέσει από τη μελέτη του ίσως μεγαλύτερη έλλειψη συνιστούν η μανιχαϊκή και γνωστική παράδοση. Το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον αλλά σε μερικά σημεία από αφηγηματική άποψη κάπως ανοικονόμητο.