Το 1918 οι ιρλανδοί πολιτικοί κρατούμενοι μιας βρετανικής φυλακής ήθελαν να διοργανώσουν μια γιορτή προς τιμήν του ποιητή Γ. Μπ. Γέιτς. Ο αμήχανος άγγλος διοικητής της φυλακής δεν ήξερε και πολλά πράγματα για την ιρλανδική ιστορία, πολλώ δε μάλλον για την ποίηση. Συγκατένευσε και μάλιστα πείστηκε να παραθέσει ειδικό για την περίσταση γεύμα, το οποίο οι κρατούμενοι απόλαυσαν με την καρδιά τους («The Guardian», 29 Μαρτίου 2003). Περιστατικά παροδικής ανατροπής των σχέσεων εξουσίας στη φυλακή περιγράφει και ο Πολυμέρης Βόγλης, λέκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο βιβλίο του για τους πολιτικούς κρατουμένους.


Το βιβλίο του Βόγλη εντάσσεται στα νέα ρεύματα της ιστοριογραφίας του Εμφυλίου. Ενα πρώτο ρεύμα αποτελεί η έκδοση απομνημονευμάτων και πολιτικών βιογραφιών. Μετά το 1974 υπήρξε σωρεία τέτοιων έργων. Ενα δεύτερο και πιο πρόσφατο συνιστούν οι συστηματικές ιστορίες της περιόδου. Ως ένα τρίτο, εντελώς σύγχρονο, ρεύμα καταγράφεται η μελέτη του Εμφυλίου σε τοπικό και συγκριτικό επίπεδο, με έμφαση στη διερεύνηση της βίας. Για τους πολιτικούς κρατουμένους δεν υπήρχαν συνολικές μονογραφίες. Παρόμοια θεματική με εκείνη του Βόγλη είχαν δύο ενδιαφέροντα έργα, το βιβλίο της Δήμητρας Λαμπροπούλου Γράφοντας από τη φυλακή (Νεφέλη, 1999) και ο τόμος για τη Μακρόνησο με τίτλο Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη (1998). Ποια είναι τα συμπεράσματα του Βόγλη; Ο συγγραφέας τεκμηριώνει ότι, σε σύγκριση με προηγούμενους αιώνες, στη διάρκεια του 20ού υπήρξε σε όλον τον κόσμο δραματική αύξηση του αριθμού των πολιτικών κρατουμένων. Ενώ παλαιότερα υπήρχε μια όλο και ευνοϊκότερη μεταχείριση αυτών των κρατουμένων σε σχέση με τους «ποινικούς», από τις αρχές του 20ού αιώνα η καταστολή των διαφωνούντων μετατράπηκε σε συστηματικό πολιτικό αποκλεισμό τους. Ιδιαίτερη νομοθεσία, νέες φυλακές, στρατόπεδα και τόποι εξορίας και ειδικές πρακτικές, όπως οι δηλώσεις μετανοίας, επιστρατεύτηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η διαμόρφωση του (έγκλειστου) υποκειμένου («becoming a subject»). Η φράση αυτή παραπέμπει στην κύρια θέση του συγγραφέα: αντίθετα με την ανάλυση του Φουκό, το υποκείμενο, ο άνθρωπος της νεωτερικής εποχής, δεν αποτελεί απλό παράγωγο της δράσης της εξουσίας και της συνδεόμενης με αυτήν επιστημονικής ταξινόμησης και επιτήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το υποκείμενο δεν είναι παράγωγο ούτε όταν τυχόν αφοσιωμένοι φορείς ολιστικής ιδεολογίας (οι κομμουνιστές κρατούμενοι) συγκρούονται με έναν εξίσου άκαμπτο μηχανισμό (το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης στη μεταπολεμική Ελλάδα). Ακόμη και τότε «το υποκείμενο διαμορφώνεται όχι μόνο από τις κρατικές υπηρεσίες αλλά και από αντίβαρά της, λόγους και πρακτικές μέσα και έξω από τη φυλακή». Τέτοια αντίβαρα ήταν η δράση του ΚΚΕ έξω από τη φυλακή και οι άτυπες κοινότητες των κρατουμένων μέσα σε αυτήν. «Ο πολιτικός κρατούμενος ως υποκείμενο είναι το σημείο συνάντησης και το πεδίο διαμάχης μεταξύ όλων αυτών των διαφορετικών και ποικίλων λόγων, πρακτικών και θέσεων» (σελ. 8).


Κλειδί για την προσέγγιση του Βόγλη είναι η αντίληψη ότι μετά το 1946 στην Ελλάδα ξεκίνησε από την αρχή το συνολικό κτίσιμο του κράτους-έθνους (κεφάλαιο 3). Με αυτή την αφετηρία οργανώθηκε ο πολιτικός αποκλεισμός των αριστερών. Μέρος αυτού του εγχειρήματος ήταν οι τρομερές δοκιμασίες που υφίσταντο οι κρατούμενοι (κεφάλαια 5 ως 8). Κατά τον Βόγλη, οι πολιτικοί κρατούμενοι αντιδρούσαν πολύ διαφορετικά ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες (στην Κέρκυρα, στην Ακροναυπλία, στη Μακρόνησο, στη Γιάρο, στο Τρίκερι κ.α.). Υφίσταντο δε διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με τη φάση εξέλιξης του Εμφυλίου, καθώς και με τη θέση τους στην κομματική ιεραρχία, το φύλο και την κοινωνική καταγωγή τους. Η υποκειμενικότητα των κρατουμένων δεν ήταν η ίδια ούτε παρέμενε αμετάβλητη. Στις φυλακές και στους τόπους εξορίας γνώρισαν σε διαφορετικούς βαθμούς τον πόνο, τη στέρηση και την πίεση να συμμορφωθούν. Μετά την αποφυλάκισή τους γνώρισαν την κοινωνική αποξένωση και ήδη από τη δεκαετία του 1950 τους γεννήθηκαν αμφιβολίες για την κομματική ηγεσία.


Ο Βόγλης στηρίζεται στη σχετική βιβλιογραφία, σε συνεντεύξεις του με επιζώντες και σε έρευνα σε ελληνικά, βρετανικά και αμερικανικά αρχεία. Προτέρημα του βιβλίου είναι το λιτό ύφος, το οποίο, χωρίς δραματικές κορυφώσεις, αφήνει να φανεί τι σήμαινε σωματικά και ψυχικά να είναι κανείς πολιτικός κρατούμενος. Εξίσου σημαντική είναι η μέριμνα του συγγραφέα να εντάξει τη μελέτη του στο πλαίσιο της θεωρίας για την κοινωνική κατασκευή των ταυτοτήτων και την υποκειμενικότητα. Η χρήση όμως της «υποκειμενικότητας» ως έννοιας-κλειδιού μπορεί τελικά να αποτελεί πρόβλημα. Η υποκειμενικότητα παρέχει μεν στον συγγραφέα την ελευθερία να δει πώς εξελίσσεται ο εσωτερικός κόσμος του πολιτικού κρατουμένου, αλλά από μόνη της δεν εξηγεί και πολλά πράγματα. Η εξέλιξη του Εμφυλίου έξω από τους τοίχους της φυλακής και ο συσχετισμός δυνάμεων μέσα σε αυτούς μου φαίνονται πιο χρήσιμες μεταβλητές για το συγκεκριμένο θέμα. Ισως γι’ αυτό και ο συγγραφέας στον επίλογο δεν επανέρχεται στη θεωρητική συζήτηση γύρω από το έργο των Φουκό και Ντελέζ. Αλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ανάλυσης για τις εκτεταμένες συλλήψεις ομήρων τουλάχιστον από το 1944. Δεν ήσαν και αυτοί ένα είδος πολιτικών κρατουμένων;


Ωστόσο η συμβολή του Βόγλη είναι πολύπλευρη. Συνίσταται, πρώτον, στην τοποθέτηση της ελληνικής περίπτωσης στο πλαίσιο της έρευνας για τους κρατουμένους σε διάφορα καθεστώτα· δεύτερον, στην απόπειρα εμπλουτισμού της κοινωνικής θεωρίας· και, τρίτον, στη διαπραγμάτευση του θέματος με πλήρη και ψύχραιμο αλλά καθόλου ψυχρό τρόπο. Αλλοι νέοι μελετητές έχουν ήδη μελετήσει τον Εμφύλιο στο πλαίσιο της συγκριτικής πολιτικής επιστήμης και ιστορίας. Πρόσφατα παλαιότεροι ερευνητές δημοσίευσαν καλά κριτικά έργα (Α. Ελεφάντης, Μας πήραν την Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003). Μακάρι ο τρόπος του Βόγλη να βρει μιμητές ώστε να μην εγκλωβιστούν οι νέες έρευνες σε προσωπικές αντεγκλήσεις και υποβάθμιση όποιου ερευνητή διαφωνεί σε ρόλο ενός ακόμη απολογητή ή εκφραστή προσωπικών βιωμάτων. Ολα αυτά θα βύθιζαν ξανά την ελληνική επιστημονική κοινότητα σε έναν ακαδημαϊκό επαρχιωτισμό. Με δυο λόγια, όχι άλλους εμφυλίους για τον Εμφύλιο!


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ανώτερος ερευνητικός εταίρος στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της London School of Economics.