Ο μεγάλος και πολυσέλιδος αυτός τόμος πραγματεύεται τη διαχρονική εξέλιξη της ελλαδικής και γενικότερα ελληνικής πόλης από τις αρχές της 7ης χιλιετίας (κατά τη λεγόμενη Νεολιθική περίοδο) ως τις μέρες μας, δηλαδή για ένα διάστημα περίπου 9.000 χρόνων! Το βασικό κορμό του αποτελούν κείμενα που γράφτηκαν για ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες» και κάλυψαν, μαζί με τη φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση που τα συνοδεύουν, κατά ένα σημαντικό μέρος την ύλη και των τεσσάρων τευχών του κατά το 1997. Ωστόσο, χάριν καλύτερης εποπτείας του θέματος, κρίθηκε αναγκαίο να συμπληρωθεί και με ορισμένα νέα κείμενα, ενώ σ’ αρκετές από τις συμβολές του αφιερώματος έγιναν περαιτέρω επεξεργασίες και κάποιες συμπληρώσεις. Πρόκειται για ένα έργο που, χωρίς αμφιβολία, θα κάνει αισθητή την παρουσία του στην πολεοδομική, αρχαιολογική, αρχιτεκτονική, ιστορική κ.λ.π. έρευνα. Οχι μόνον επειδή πλουτίζει γενναία τη φτωχή σ’ αυτά τα θέματα ελληνόγλωσση σχετική βιβλιογραφία αλλά και επειδή τολμά – και αυτό είναι το πιο σημαντικό – να πραγματευθεί για πρώτη φορά, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, απ’ όσο γνωρίζω, το παραπάνω θέμα, με τόση πληρότητα αλλά συγχρόνως και ποιότητα.


Ο νεολιθικός οικισμός


H διάρθρωση της ύλης, κατανεμημένη σε πέντε μέρη, έχει λογικά και επιστημονικά ερείσματα. Προηγείται ένας πρόλογος πολύ κατατοπιστικός για το περιεχόμενο και τους στόχους του βιβλίου, που είναι γραμμένος από τον Αλ.-Φ. Λαγόπουλο, καθηγητή της Πολεοδομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που είχε και την ευθύνη για τον γενικό σχεδιασμό και συντονισμό του όλου έργου, όπως επίσης και την επιμέλεια της έκδοσης. (Ο ίδιος ήταν και ο κύριος συντελεστής του σχετικού αφιερώματος του περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες» που αναφέραμε παραπάνω.) Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται σε γενικούς και θεωρητικούς προβληματισμούς για την πόλη, ενώ το δεύτερο στη γέννηση του νεολιθικού οικισμού, στην εμφάνιση της πρώτης αστικοποίησης κατά τη διάρκεια της 3ης προχριστιανικής χιλιετίας, στις κρητομυκηναϊκές πόλεις της επόμενης χιλιετίας και στους οικισμούς μετά το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου. Οι τελευταίοι, πιστεύω, θα ήταν πιο σωστό να ενταχθούν στο αμέσως επόμενο μέρος του τόμου, που καλύπτει θέματα σχετικά με τη δημιουργία της πόλης-κράτους και εν γένει τη διαμόρφωση της ελληνικής πόλης κατά τους υστερογεωμετρικούς, αρχαϊκούς, κλασικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Το τέταρτο μέρος πραγματεύεται την πόλη κατά τους πρωτοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους, όπως και τις πόλεις και τα χωριά του ελληνικού χώρου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ενώ το πέμπτο και τελευταίο μελετά την ελληνική πόλη στα πρώτα 70 χρόνια του νεοελληνικού κράτους, την πόλη κατά τον 20ό αιώνα και ειδικότερα ως τα χρόνια του B’ Παγκόσμιου Πολέμου, τέλος τη σύγχρονη πόλη. Πρέπει εδώ να επισημάνω κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό. Σε όλες τις παραπάνω συμβολές, άλλοτε πολύ και άλλοτε λίγο, οι οικισμοί και οι πόλεις δεν αντιμετωπίζονται ως στατικοί χώροι αλλά ως ζώντες οργανισμοί που έχουν επηρεαστεί από ποικίλες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διεργασίες των καιρών τους. Και φυσικά λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες που επίσης έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους, όπως ιστορικοί, γεωγραφικοί, ιδεολογικοί κ.ά.


Διαφορετικές απόψεις


Ενα τόσο σύνθετο έργο δεν θα μπορούσε ασφαλώς να είναι καρπός εργασίας ενός και μόνου μελετητή, όσο προικισμένος και αν είναι αυτός. Γι’ αυτό και ο συντονιστής του τόμου Αλ.-Φ. Λαγόπουλος αναζήτησε και εξασφάλισε τη συνεργασία ικανού αριθμού ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, που καλύπτουν πολλές ειδικότητες. Ετσι συμμετέχουν αρχαιολόγοι, ιστορικοί, πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, γεωγράφοι κ.ά., που όλοι τους, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, είναι γνωστοί στο χώρο τους. Βέβαια ένα έργο γραμμένο από πολλούς συγγραφείς και μάλιστα ποικίλων ειδικοτήτων και επιστημολογικών ρευμάτων κινδυνεύει από έλλειψη συνοχής. Αυτό ωστόσο έχει αποφευχθεί κατά ένα σημαντικό μέρος και σ’ αυτό καθοριστικό ρόλο πρέπει να έχει παίξει ο επιμελητής της έκδοσης. Στον ίδιο οφείλεται και η σε γενικές γραμμές εκλογικευμένη έκταση των κεφαλαίων, ανάλογα με το θέμα που αναπτύσσεται σ’ αυτά.


Ενα τόσο εκτεταμένο θεματικά και χρονικά έργο είναι εύλογο να προκαλεί συζήτηση για πάρα πολλά ζητήματα, για τα οποία θα μπορούσε κανείς να προβάλει αντιρρήσεις ή να διατυπώσει διαφορετικές απόψεις, που ωστόσο και αυτές δεν θα είναι πιθανόν απυρόβλητες. Στον τόμο αυτό λ.χ. πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχει αφιερωθεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τις ελληνικές αποικίες – πόλεις της Δύσης, που ως γνωστόν αναπτύχθηκαν με το δικό τους τρόπο και άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους. Ακόμη, το δεύτερο μέρος «Προϊστορικός και πρωτοϊστορικός οικισμός» θα μπορούσε να καταλαμβάνει μικρότερη έκταση και να αποτελεί ένα είδος εισαγωγής του βιβλίου. Αυτό, εκτός των άλλων, θα δικαιολογούσε καλύτερα και τον τίτλο του. Ακόμη, η σύνταξη ενός τουλάχιστον ευρετηρίου θα διευκόλυνε τον αναγνώστη του πολυσέλιδου αυτού έργου, τον οποίο επιπλέον δυσκολεύει και το ίδιο το σχήμα του βιβλίου. Ενα σχήμα που ταιριάζει καλύτερα σε λευκώματα και όχι σε ειδικά επιστημονικά βιβλία. Εξυπακούεται ότι τα παραπάνω δεν μειώνουν καθόλου την αξία του τόμου. Στους συγγραφείς, στον Αλ. Λαγόπουλο και στο περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» οφείλουμε χάριτες για το σπουδαίο έργο που επιτέλεσαν. Εφοδίασαν την επιστημονική κοινότητα με έναν έγκυρο και εξαιρετικά χρήσιμο τόμο. Σίγουρα η μετάφρασή του σε μια κύρια ευρωπαϊκή γλώσσα θα το έκανε πιο προσιτό και στη διεθνή κοινότητα.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.