Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει την εκτίμηση ότι οι όντως ενδιαφέρουσες σκέψεις του συγγραφέα του θα λοξοδρομήσουν και θα χάσουν τον στόχο τους. Ο βασικός λόγος είναι ότι ο Ντρέιφους, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Μπέρκλεϊ, αρθρώνει το βιβλίο του γύρω από ένα αδόκιμο ερώτημα: «Τι θα γίνει αν το Διαδίκτυο αποκτήσει κεντρική θέση στη ζωή μας;». Και δεν εννοεί τίποτε λιγότερο από την προοπτική να περνάμε συνδεδεμένοι με αυτό πάρα πολλές ώρες, υποκαθιστώντας ηλεκτρονικά πλήθος δραστηριοτήτων και σχέσεων. Ισως αυτή η «ανησυχία» να ήταν δικαιολογημένη πριν από μία δεκαετία, την περίοδο που μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων εισερχόταν ενθουσιωδώς και με καταιγιστικούς ρυθμούς στο Διαδίκτυο, το οποίο έτσι, από μια πλατφόρμα επικοινωνίας μερικών ειδικών, πήρε τις διαστάσεις κοινωνικής χιονοστιβάδας.


Αλλά ήδη το 2001, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο στα αγγλικά, ένα τέτοιο σενάριο είχε καταστεί άνευ αντικειμένου. Εκτός από μια ασήμαντη μερίδα «εξαρτημένων», κανείς δεν κλείστηκε στο σπίτι του επειδή «σέρφαρε» όλη την ώρα, έπαψε να κάνει σεξ επειδή επινοήθηκε το «εικονικό» αντίστοιχό του, σταμάτησε να βλέπει τους φίλους του προς χάριν της ηλεκτρονικής επικοινωνίας με κάποιους αγνώστους στην άλλη άκρη της γης ή να διαβάζει βιβλία επειδή πια αρκούνταν στο περιεχόμενο των ιστοσελίδων του παγκόσμιου ιστού. Ο Ντρέιφους αυτοπαγιδευόμενος σε ένα ανύπαρκτο δίλημμα, σύρεται σε μια δυϊστική προσέγγιση, αναλαμβάνοντας να υπερασπίσει τον «πραγματικό κόσμο» απέναντι στην απειλή του «εικονικού». Μάλιστα, σύμφωνα με μια διάκριση υπερβολικά σχηματική και ανεπαρκή για φιλόσοφο, τοποθετεί απέναντι στο Διαδίκτυο το μεταμοντέρνο υποκείμενο, ένα ον ανοιχτό σε νέους ορίζοντες αλλά ασυνάρτητο και ανίκανο για ουσιαστικές κρίσεις, το οποίο αντιπαραβάλλει με το νεωτερικό υποκείμενο το οποίο, κατά τον Ντρέιφους, διαθέτει ταυτότητα σταθερή και παγιωμένη και ενδιαφέρεται για το νόημα. Προς το τέλος του βιβλίου αυτή η διχοτομία ανασκευάζεται εν μέρει, καθώς το Διαδίκτυο αναβαθμίζεται από μια περίπου άχρηστη και κυρίως δυνητικά επιβλαβή τεχνολογική καινοτομία σε μια τεχνολογία που μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά, αν και πάντοτε σε δεύτερο ρόλο, προς τη «ζωντανή επαφή». Αλλά χρειαζόταν ένα βιβλίο για να φτάσουμε σε ένα τέτοιο κοινότοπο συμπέρασμα; Πληροφορούμαστε μάλιστα ότι ένας διαπρύσιος πολέμιος του Διαδικτύου, όπως ο Ντρέιφους, χρησιμοποιεί την ιστοσελίδα του για να αποθηκεύει βιντεοσκοπημένες πανεπιστημιακές παραδόσεις και άλλο υλικό για τους φοιτητές του! Αυτή η σχετική μεταστροφή νομίζω πως οφείλεται στο ότι συγχέει συστηματικά δύο επίπεδα: αφενός την αποτίμηση των υλικών και νοητικών συνεπειών της χρήσης του Διαδικτύου από τον μέσο χρήστη και αφετέρου τις αντιλήψεις για το Internet που διατυπώνονται με τη μορφή ιδεολογικού μανιφέστου από φανατικούς υπερασπιστές του ψηφιακού κόσμου και των υπολογιστών.


Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο διαθέτει ορισμένες αρετές για τις οποίες αξίζει να διαβαστεί. Στην ταξινομημένη, ιεραρχημένη και συνεκτική γνώση, βάσει κοινά αποδεκτών κριτηρίων, όπως διαμορφώνονται από ανθρώπινες πρακτικές – ως πρότυπο εκλαμβάνεται η βιβλιοθήκη που οργανώνεται με βιβλιοθηκονομικά κριτήρια – αντιπαρατίθενται οι δικτυακές «υπερσυνδέσεις» (hyperlinks), οι οποίες συχνά λειτουργούν ισοπεδωτικά και αυθαίρετα. Παράλληλα, η ανάλυση και κριτική του τρόπου με τον οποίο οι «μηχανές αναζήτησης» ψάχνουν πληροφορίες στο Διαδίκτυο για λογαριασμό του χρήστη καταδεικνύει τις καταστατικές ανεπάρκειές τους, ειδικά όταν δεν ερευνούν για απλά δεδομένα. Επειδή ο Ντρέιφους υπερβάλλει τον βαθμό στον οποίο ο χρήστης επαφίεται στις υπερσυνδέσεις και στις μηχανές αναζήτησης οδηγείται σε απαξιωτικά για αυτές συμπεράσματα. Ωστόσο, κι αυτό είναι σημαντικό, δείχνει με τρόπο που επιδέχεται γενίκευση τα όρια της πληροφορικής όταν χειρίζεται κάτι παραπάνω από αυστηρώς τυποποιημένα και μη αμφιλεγόμενα δεδομένα. Το νόημα και η ικανότητα κρίσης εξακολουθούν να παραμένουν ανθρώπινα προνόμια. Η υπόσχεση της τεχνητής νοημοσύνης να δημιουργήσει ευφυείς μηχανές παραμένει ανεκπλήρωτη και θα πρέπει να παραμείνουμε αρκετά σώφρονες ώστε να αποδώσουμε στην τεχνολογία, όσο «υψηλή» κι αν είναι, τις πραγματικές της διαστάσεις.


Οι πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες (κυρίως το τρίτο κεφάλαιο) είναι αυτές που αναλύουν τις εγγενείς αδυναμίες της τηλεπαρουσίας να υποκαταστήσει την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία, ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι είμαστε ενσώματα όντα. Επικαλούμενος τη φαινομενολογία της αντίληψης του Μερλό-Ποντί αλλά και μελέτες βασισμένες στην εμπειρία διδασκόντων μέσω τηλεδιάσκεψης, ο συγγραφέας δείχνει ότι η συναισθηματική εμπλοκή, η δημιουργία ατμόσφαιρας οικειότητας, η επίτευξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η ανάληψη ευθύνης, δηλαδή προϋποθέσεις μιας επιτυχημένης εκπαιδευτικής διαδικασίας υψηλών στόχων, απαιτούν σωματική παρουσία στον ίδιο χώρο. Πολλά βαρύγδουπα έχουν ειπωθεί για τη σπουδαιότητα του Διαδικτύου ως εκπαιδευτικού εργαλείου, τα οποία η διεθνής πρακτική έχει εν πολλοίς διαψεύσει. Και επειδή μία από τις μείζονες προτεραιότητες της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας είναι η σύνδεση με το Διαδίκτυο όλων των σχολείων της Ελλάδας, καλό είναι να υπομνηματιστεί πως όταν κάποιος δεν βρίσκεται στην αιχμή των (τεχνολογικών) εξελίξεων εξακολουθεί να διαθέτει ένα πλεονέκτημα· μπορεί να προβληματιστεί από τα στραβοπατήματα των πρωτοπόρων ώστε να μην τα επαναλάβει.