Ο πόλεμος, το ρεπορτάζ, το μυθιστόρημα


Το 1961 το περιοδικό «Newsweek» αποφάσισε ότι ο Larry Collins, ανταποκριτής του στη Βηρυτό, καλύπτοντας τότε εστίες έντασης όπως το Πακιστάν, η Ινδία, η Αιθιοπία, η Αίγυπτος και το Σουδάν, θα μετετίθετο στο Παρίσι με τη σκέψη να παρακολουθήσει τη γαλλοαλγερινή διαμάχη. Στο γενικό επιτελείο του ΝΑΤΟ στη γαλλική πρωτεύουσα πραγματοποιούσε τότε τη στρατιωτική θητεία του ένας δημοσιογράφος του περιοδικού «Paris Match» ονόματι Dominique Lapierre, ο οποίος τύχαινε να ήταν ο ανταγωνιστής του στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη (Βιετνάμ, Κορέα, Μόσχα…). Δεδομένης της κοινής έφεσής τους προς τη διεθνή πραγματικότητα και την ιστορική έρευνα έγιναν φίλοι και ένωσαν τις προσπάθειές τους για τη συγγραφή ενός βιβλίου γύρω από την απελευθέρωση της Γαλλίας από τον ναζιστικό ζυγό. Ετσι γεννήθηκε το βιβλίο «Is Paris burning?», έργο που θα σημάδευε το στυλ όλης του της παραγωγής, βασισμένο στην αυστηρή έρευνα και σε έναν ευέλικτο αφηγηματικό ρυθμό. Παρά την τεράστια εμπορική επιτυχία του έργου, ο Λάρι Κόλινς ήταν έτοιμος να αναλάβει καθήκοντα ως επικεφαλής του γραφείου του «Newsweek» στη Σαγκάη προκειμένου να καλύψει τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μια δελεαστική προσφορά όμως του περιοδικού «Reader’s Digest» για τη συγγραφή δύο βιβλίων τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να ριχθεί μαζί με τον φίλο του Ντομινίκ Λαπιέρ στα βαθιά νερά της λογοτεχνίας. Από τότε δεν έχει σταματήσει να παράγει έργα τα οποία κινούνται πάντα στα όρια μεταξύ της δημοσιογραφικής έρευνας και του πολιτικού θρίλερ. Ο Λάρι Κόλινς νιώθει βολικά πατώντας στις δύο αυτές λέμβους. «Tomorrow belongs to us» («Το μέλλον μάς ανήκει») είναι ο τίτλος ενός νέου βιβλίου, η μυθοπλαστική εξιστόρηση της έρευνας που έκανε ο ίδιος πάνω στην πιθανότητα πυρηνικού εξοπλισμού του Ιράν, το εμπόριο ναρκωτικών και τον εξοπλισμό των φανατικών εξτρεμιστών. Ο Χάρης Παπαγεωργίου τον συνάντησε στη Μαδρίτη με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου στα ισπανικά.


Επικαιρότητα και πιθανότητα





­ Πού οφείλεται η απόφασή σας αυτή να γράφετε μεν μυθιστορήματα,
στηριζόμενος όμως πάντα στο δίπτυχο επικαιρότητα-πιθανότητα;


«Αν γράφεις για κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ακόμη, το οποίο είναι όμως πολύ πιθανόν να συμβεί στο μέλλον, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του «Το μέλλον μάς ανήκει», είσαι υποχρεωμένος να κινηθείς προς την κατεύθυνση της μυθοπλασίας. Οταν όμως χειρίζεσαι θέματα της επικαιρότητας δεν είναι ανάγκη να πας πολύ μακριά για να βρεις ιδέες, δεδομένου ότι γι’ αυτό υπάρχει ο καθημερινός Τύπος. Αν το θέμα σου έχει να κάνει με το παρελθόν, τότε θα πρέπει να βασιστείς σε ντοκουμέντα. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι υποθέσεις για το μέλλον μπορεί να γίνουν μόνο με βάση τη μυθοπλασία».


­ Πόσο μακριά βρίσκεται ο μύθος από την πραγματικότητα;


«Η απόσταση δεν είναι πάντα σταθερή. Αλλες φορές βρίσκεται πιο κοντά και άλλες πιο μακριά. Κατά τη γνώμη μου όμως αυτό που έχει σημασία είναι πώς τοποθετείσαι εσύ, ποια είναι η δική σου η θέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας».


­ Μετανιώσατε που δεν δεχθήκατε τότε την πρόταση να καλύψετε τον πόλεμο του Βιετνάμ;


«Σε καμία περίπτωση. Οχι ότι δεν θα ήθελα βεβαίως να το κάνω, μακάρι να μπορούσα να τα συνδυάσω όλα μαζί ­ μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, όπως σας είπα. Δείτε όμως: άρχισα να γράφω με σκοπό να καταφέρω κάποτε να κερδίσω την ανεξαρτησία μου και η πρόταση του «Reader’s Digest» ήταν όχι μόνο δελεαστική, αλλά μου άνοιγε και τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Αν ήθελα να γίνω ανεξάρτητος, όφειλα να την αποδεχθώ, και έτσι έκανα».


­ Οταν το αποφασίσατε αυτό, γιατί δεν επιλέξατε θέματα μακριά από τη δημοσιογραφική έρευνα;


«Γιατί δεν μου αρέσει κάτι τέτοιο. Ειλικρινά, η μεγαλύτερη χαρά για μένα είναι να ερευνώ, να ταξιδεύω, να συναντώ ανθρώπους, να ζω περιπέτειες… Δεν νιώθω ικανός να γράψω κάτι διαφορετικό».


­ Οταν όμως ασχολείσθε με τόσο λεπτά θέματα, δεν φοβάστε τον κίνδυνο της αυτολογοκρισίας προκειμένου να αποφύγετε μπελάδες;


«Την αυτολογοκρισία την ασκώ μόνο με την έννοια του να βάζω γνήσιες δηλώσεις στο στόμα φανταστικών χαρακτήρων ή να καμουφλάρω λίγο τις πληροφορίες προκειμένου να μην εκθέσω κανέναν. Τα όρια είναι αρκετά σαφή, το μόνο που μένει είναι να λειτουργεί κανείς με κοινή λογική».


­ Γιατί πάψατε να γράφετε μαζί με τον Ντομινίκ Λαπιέρ;


«Η απάντηση είναι πολύ απλή: Οταν τελειώσαμε τη συγγραφή του «5th Horseman» ο Ντομινίκ ξαναπαντρεύτηκε και μου είπε ότι μετά από τόσα χρόνια δουλειάς θα ήθελε να πάρει μια ανάσα, να ταξιδέψει, να κάνει πράγματα για τα οποία δεν είχε ακόμη βρει τον χρόνο. Το δέχθηκα, σε τελευταία ανάλυση όταν αρχίσαμε να γράφουμε μαζί το κάναμε για να κερδίσουμε την ανεξαρτησία μας. Τι να την κάνουμε δηλαδή την ανεξαρτησία αν δεν μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε; Εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο αφού τα παιδιά μου ήταν τότε ακόμη μικρά, επιπλέον είχα την ιδέα του «Juego Mortal» στο μυαλό μου και στρώθηκα εν τω μεταξύ στο γράψιμο. Ο Ντομινίκ άρχισε τα ταξίδια του, τον συνέστησαν στη Μητέρα Τερέζα και εντυπωσιάστηκε πολύ από την ίδια και το έργο της, σε βαθμό ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για πνευματική μεταστροφή που σταδιακά έγινε το κυριότερο στοιχείο της ζωής του. Αυτό είν’ όλο».


­ Τι μπορεί να γίνει όμως για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των ναρκωτικών;


«Νομίζω ότι το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι μια σοβαρή προσπάθεια εκπαίδευσης της νεολαίας. Το δεύτερο που μπορεί και πρέπει να γίνει, και ο γάλλος υπουργός Παιδείας το υπέδειξε πολύ εύστοχα προσφάτως, είναι να χτυπηθεί το εμπόριο εκεί που τους πονάει περισσότερο, δηλαδή στο πορτοφόλι, στην τσέπη τους. Πρέπει να τεθεί ένα τέλος στην ύπαρξη οικονομικών παραδείσων όπως τα νησιά Καϊμάν, στα οποία κατευθύνεται ποσόν της τάξεως του 1 τρισ. δολαρίων τον χρόνο. Χρήματα τα οποία δεν υπόκεινται σε κανέναν απολύτως έλεγχο και αντιλαμβάνεσθε από τι είδους δραστηριότητες μπορεί να προέρχονται. Σε αυτούς τους παραδείσους που είναι διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να μπει μια και καλή ένα τέλος».


­ Τι έχετε ερευνήσει σε σχέση με τις νέες χώρες που παράγουν και διακινούν ναρκωτικά;


«Αυτό στο οποίο με έχει οδηγήσει η έρευνά μου ως τώρα είναι ότι πρόκειται να καταγραφεί μια εκρηκτική αύξηση της παραγωγής στο «μπλοκ του οπίου», στις πρώην ισλαμικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Ιταλός ο οποίος διευθύνει το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τον έλεγχο των ναρκωτικών είχε μια εύστοχη ιδέα για το Αφγανιστάν, π.χ.: είπε, να πάμε εκεί και να αγοράσουμε όλη αυτή τη σαβούρα και να την καταστρέψουμε. Να προσπαθήσουμε επίσης να πείσουμε τους αγρότες να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που λαμβάνουν σε εναλλακτικές καλλιέργειες, κάτι που επιχειρήθηκε επίσης να γίνει στην Κολομβία όπου είχα την ευκαιρία να μιλήσω με κάποιους από αυτούς τους καλλιεργητές. Είναι τέλεια προετοιμασμένοι για μια τέτοια στροφή στις δραστηριότητές τους, το πρόβλημα όμως στην Κολομβία ήταν ότι μπορούσαν μεν να καλλιεργήσουν άλλα προϊόντα ­ μπανάνες ή καλαμπόκι ­, δεν υπήρχε όμως η υποδομή που θα τους επέτρεπε την πρόσβαση στις αγορές. Αυτό ήταν το πρόβλημα εκεί, και σίγουρα θα ήταν το ίδιο στο Αφγανιστάν. Είπαμε λοιπόν στον Ιταλό που διηύθυνε το πρόγραμμα «εντάξει, βάλ’ το μπροστά». Το αποτέλεσμα; Δεν υπήρχαν χρήματα στον προϋπολογισμό των Ηνωμένων Εθνών. Γιατί; Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν καταβάλλουν εδώ και καιρό τη συνεισφορά τους στον Οργανισμό. Φαύλος κύκλος λοιπόν».


­ Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σύμμαχος των περισσότερων κρατών-παραγωγών νομίζετε ότι βοηθάει ή περιπλέκει την κατάσταση;


«Νομίζω ότι την περιπλέκει. Υπάρχουν δυστυχώς κάποιες ισορροπίες που πρέπει να διατηρηθούν στον χώρο των ισλαμικών κρατών και οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει αυτόν τον ρόλο, που είναι περίπου σαν να παίζεις με τη φωτιά. Γενικά θα σας έλεγα όμως ότι αυτό δεν βοηθάει καθόλου στην καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών».


­ Ο ισλαμικός κίνδυνος φαίνεται να έχει αντικαταστήσει αυτόν του κομμουνισμού στα μυθιστορήματα και στις ταινίες με θέμα διεθνείς ίντριγκες. Δεν σας φαίνεται υπερβολικά απλοϊκό αυτό;


«Είμαι απολύτως σύμφωνος μαζί σας. Νομίζω ότι η δυσκολία της ανάλυσης του σημερινού κόσμου οδηγεί σε τέτοιου είδους υπεραπλουστεύσεις. Δεν είναι όμως στις προθέσεις μου να συνεισφέρω σε μια τέτοιου είδους φιλολογία. Ενα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της μετά τον Ψυχρό Πόλεμο περιόδου είναι η έξαρση του φανατισμού σε όλες του τις εκφάνσεις. Στο βιβλίο «Το μέλλον μάς ανήκει» επικεντρώθηκα σε μια από αυτές τις εκφάνσεις, αυτή του ισλαμισμού, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι η μόνη που υπάρχει. Ποιος σκότωσε τον Ισαάκ Ράμπιν; Ενας φανατικός Εβραίος. Ο καθολικός που εισέβαλε σε μια κλινική όπου πραγματοποιούνταν εκτρώσεις και σκότωσε έναν γιατρό είναι ένας φανατικός. Οι ινδουιστές που τίναξαν στον αέρα ένα κτίριο επειδή θεωρούσαν ότι ανεγειρόταν σε μια ιερή περιοχή είναι φανατικοί. Περιβαλλόμαστε δυστυχώς από ένα πλήθος μορφών φανατισμού, λες και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έκρυβε μέσα του αυτόν τον κακοήθη όγκο».


­ Κατά τη γνώμη σας λοιπόν ο φανατισμός είναι ο καρκίνος του τέλους αυτού του αιώνα.


«Η ένωσή του με την τεχνολογία τον έχει μετατρέψει στον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Πριν από 200 χρόνια ο αντίκτυπός του ήταν ελάχιστος, αφού, εκτός από το ότι ήταν περιορισμένος τοπικά, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα καβάλα στ’ άλογο. Σήμερα όμως οι πάσης φύσεως εξτρεμισμοί είναι εξαπλωμένοι σε όλο τον πλανήτη, με συνέπεια αυτό για το οποίο προηγουμένως χρειάζονταν 10.000 έφιπποι, σήμερα αρκούν 100 με τον απαραίτητο εξοπλισμό για να τα τινάξουν όλα στον αέρα».


­ Πιστεύετε ότι μπορεί να πάρει τέτοια τροπή η περιβόητη «ισλαμική απειλή»;


«Νομίζω ότι υπάρχει κατ’ αρχήν ένας τέτοιος κίνδυνος. Από την άλλη όμως πλευρά θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όσοι ενσαρκώνουν τον κίνδυνο αυτόν αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος του ισλαμικού κόσμου. Επειδή όμως ζούμε σε έναν κόσμο υψηλής τεχνολογίας, οι άνθρωποι αυτοί έχουν τη δυνατότητα να μεγεθύνουν υπέρμετρα την ισχύ τους με την τεχνολογία αυτή».


­ Τι πιθανότητες υπάρχουν σήμερα να καταστούν οι χώρες αυτές πυρηνικές δυνάμεις;


«Για το Αφγανιστάν θα το απέκλεια εντελώς. Το Ιράκ ήταν πολύ κοντά σε αυτόν τον στόχο. Για την Τουρκία θα έλεγα ότι ο καναδικός πυρηνικός σταθμός, ο καναδικός αντιδραστήρας Whitewater, είναι η απλούστερη μορφή αντιδραστήρα προκειμένου να παραχθεί πλουτώνιο. Νομίζω ότι οι Τούρκοι διαθέτουν ένα επαρκώς καταρτισμένο επιστημονικό δυναμικό για κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω όμως ότι προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικό οπλοστάσιο. Αν οι Ιρανοί το αποκτήσουν, τότε και οι Τούρκοι μπορεί να αλλάξουν γνώμη».


­ Ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι λόγοι της μη κατανόησης μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών παρά τις δυνατότητες επικοινωνίας που υπάρχουν;


«Από μια πρώτη ματιά φαίνεται στ’ αλήθεια ακατανόητο κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά όμως οι ιστορικοί παράγοντες έπαιξαν και εξακολουθούν να παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Οχι τόσο αυτοί καθαυτοί, αλλά ο υπερβάλλων ζήλος στη διδασκαλία της Ιστορίας. Πάρτε την Κύπρο, για παράδειγμα. Είναι, ίσως, το τελευταίο μέρος στον κόσμο όπου βρίσκει κανείς αυτόν τον διαχωρισμό ­ πράσινη γραμμή, πάνοπλοι στρατιώτες από τις δύο πλευρές. Παρατηρεί όμως ότι η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών είναι τεράστια. Νομίζω ότι είναι θαυμάσια η ιδέα τού να θέλουμε να συμφιλιώσουμε τις δύο πλευρές και να τις οδηγήσουμε κάτω από την ίδια στέγη, η απτή όμως πραγματικότητα μας δείχνει ότι η ελληνική πλευρά βρίσκεται 100 χρόνια μπροστά από την τουρκική. Πώς να εναρμονίσεις αυτές τις δύο οικονομίες; Επειτα υπάρχει αυτό το τρομερό ιστορικό μίσος μεταξύ των δύο πλευρών».


­ Τι σημαίνει έμπνευση για σας;


«Σημαίνει το να γράφει κανείς και να θέλει να αντικατοπτρίσει όσο το δυνατόν πιστότερα αυτό που νιώθει. Δεν θα έλεγα όμως ότι πιστεύω τόσο στην έμπνευση όσο στη δουλειά. Οταν δουλεύεις σκληρά και με κέφι, τότε είναι σίγουρο ότι θα σε ακολουθήσει και η έμπνευση. Νομίζω ότι για το γράψιμο είναι απαραίτητος ένας συγκεκριμένος ρυθμός ζωής. Αν σταυρώσεις τα χέρια και περιμένεις την έμπνευση ή κάποιον από μηχανής θεό να σου ψιθυρίσει τις μαγικές λέξεις, τότε καλύτερα να τα παρατήσεις επειδή κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Θα πρέπει να είσαι πιστός σε ένα καθημερινό πρόγραμμα».


­ Σκέφτεστε να γράψετε κάποτε ένα βιβλίο ξανά μαζί με τον Ντομινίκ Λαπιέρ;


«Ποιος ξέρει. Νομίζω ότι κανείς ποτέ δεν πρέπει να λέει «όχι» στη ζωή».