Ο ατυχής δρομέας


Ο Αντόνιο Σολέρ (Μάλαγα 1956) αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο των ισπανικών γραμμάτων. Ο,τι έχει γράψει ως τώρα έχει βραβευτεί. Λεπτός και ξερακιανός, προδίδεται αμέσως από το παρουσιαστικό του. Αγαπάει το περπάτημα και το τρέξιμο· η πρώτη του αγάπη, εκτός από το να ξεκοκαλίζει όποιο βιβλίο έπεφτε στα χέρια του, ήταν ο κλασικός αθλητισμός. Πρωταθλητής της Ανδαλουσίας στα 400 μέτρα στα 20 του χρόνια. Ενα αυτοκινητικό ατύχημα όμως θα βάλει τέρμα στην αθλητική του σταδιοδρομία δύο χρόνια αργότερα. Με το σπασμένο του πόδι σε υποχρεωτική ακινησία επί αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο, το μόνο που το έμενε να κάνει ήταν να διαβάζει και να γράφει. Καρπός αυτής της πολύμηνης ακινησίας ήταν το πρώτο του βραβευμένο διήγημα. Παρά την επιτυχία του ο Σολέρ εξακολουθεί να ζει στη Μάλαγα αποφεύγοντας τους πονοκεφάλους της πρωτεύουσας. Οι νεκρές χορεύτριες είναι μια τοιχογραφία του μικρόκοσμου, ή μάλλον του κάτω κόσμου, της Βαρκελώνης της δεκαετίας του ’60. Ο Αντόνιο Σολέρ μάς καθιστά μάρτυρες του θεάτρου της ζωής μιας ομάδας ανθρώπων που κανένας δεν λέγεται όπως λέει ότι λέγεται. Η σκηνή του καμπαρέ είναι η σκηνή του κόσμου από όπου κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. Γιατί πέφτουν νεκρές οι χορεύτριες η μία μετά την άλλη;





­ Ποια από τις αρετές του δρομέα μεσαίων αποστάσεων σας χρησίμευσε περισσότερο στη λογοτεχνική σας πορεία;


«Θα έλεγα ότι η συγγραφή ενός μυθιστορήματος μοιάζει περισσότερο με τους δρόμους αντοχής. Η πορεία ενός μυθιστοριογράφου ίσως είναι πιο μακρά ακόμη και από αυτά τα 42 χιλιόμετρα του μαραθώνιου δρόμου. Από τις αρετές γενικά του αθλητισμού θα ξεχώριζα πρώτα από όλα την πειθαρχία και την ικανότητα αυτοεπιβολής».


­ Η παραμονή σας στο νοσοκομείο έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό σήμανε και την απαρχή της λογοτεχνικής. Πιστεύετε στη μοίρα;


«Ναι, πιστεύω σε αυτό. Στα μυθιστορήματά μου άλλωστε το φαινόμενο αυτό είναι κάτι στο οποίο επανέρχομαι με αρκετή συχνότητα. Οταν άρχισα να γράφω, θα μπορούσα να πω ότι δεν είχα πλήρη συνείδηση του με τι ανακατευόμουν. Φαίνεται λοιπόν ότι συνέβησαν μια σειρά από γεγονότα τα οποία καθόρισαν αυτό που ακολούθησε στη συνέχεια. Κάποια στιγμή βέβαια μπορεί να έγραφα κάτι, αφού ούτε τότε ούτε τα χρόνια που ακολούθησαν είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου ότι ήθελα να γράψω».


­ Το γεγονός ότι από το πρώτο κιόλας διήγημά σας σάς βράβευσαν, κάτι που εξακολουθεί να γίνεται σχεδόν με κάθε βιβλίο σας ως σήμερα, πέραν των προφανών ωφελειών, ποιους κινδύνους συνεπάγεται;


«Οι κίνδυνοι ήταν και εξακολουθούν να είναι αρκετοί. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που κατασπαράχθηκαν κυριολεκτικά από τις πρώτες τους επιτυχίες, ιδίως αν αυτές αντιστοιχούσαν σε πρώτα έργα. Στην περίπτωσή μου, το πρώτο εκείνο βραβείο ήταν ένα απλό βραβείο διηγήματος χωρίς ιδιαίτερη διαφήμιση ή κοινωνικό αντίκτυπο. Ασκησε βέβαια την επίδρασή του πάνω μου, δεν έφτασα όμως να πιστέψω ότι ήμουν «καταπληκτικός», «το κάτι άλλο» ­ δεν είχα γράψει λέξη ως τότε, γράφω ένα διήγημα και μου δίνουν ένα βραβείο. Το πρώτο που πέρασε από το μυαλό μου ήταν ότι το βραβείο εκείνο είχε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο και γι’ αυτό τον λόγο το έδιναν σε κάποιον που δεν ήταν συγγραφέας. Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς να γράψω λέξη, ώσπου έγραψα ένα ακόμη διήγημα κι έπειτα ακολούθησαν άλλα δύο-τρία, για να γράψω ένα διήγημα κάπως μεγαλύτερο και για να ακολουθήσει αμέσως μετά το πρώτο σύντομο μυθιστόρημά μου. Θέλω να πω ότι υπήρξε μια περίοδος πέντε-έξι χρόνων έπειτα από εκείνο το πρώτο βραβείο όπου αυτό που έκανα ήταν να ανιχνεύσω το τοπίο και να μην πέσω με τα μούτρα σε μια terra incognita».





­ Στις «Νεκρές χορεύτριες» σχεδόν όλος ο κόσμος έχει ένα παρατσούκλι το οποίο μετατρέπεται σε πραγματική ταυτότητα των χαρακτήρων.
Τι συμβαίνει τελικά με τα ονόματα;


«Το όνομα είναι μια κληρονομιά που δέχεται κανείς και όπως υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι συμβιβάζονται με αυτή την κληρονομιά και την αποδέχονται, επειδή μοιάζει με κάτι που δεν μπορεί να αγγίξει κανείς, έτσι υπάρχουν και αυτοί που εξεγείρονται εναντίον αυτής της κληρονομιάς και θέλουν να εκτρέψουν την πορεία που η μοίρα φαίνεται να τους επιφύλασσε. Με αυτή την έννοια, οι χαρακτήρες των Νεκρών χορευτριών, όπως πολλοί χαρακτήρες άλλων μυθιστορημάτων μου, προσπαθούν να διαρρήξουν αυτόν τον κλοιό που η ζωή έμοιαζε να είχε δημιουργήσει γύρω τους. Πιστεύω ότι το καμπαρέ αποτελεί έναν παραδειγματικό χώρο αυτής της διάθεσης για πάλη: άνθρωποι που θέλουν να γίνουν αστέρια, να ξεχωρίσουν, αλλάζουν τα ονόματά τους, ορίζουν τον νέο κώδικα επικοινωνίας τους και ρίχνονται στην αρένα».


­ Ο αδελφός του Κάρλος, άλλως Ραμόν, αναφέρει κάποια στιγμή ότι ο Ραμόν και οι συνάδελφοί του στο καμπαρέ ήταν άνθρωποι «που είχαν εκδιωχθεί από ποιος ξέρει ποιον παράδεισο». Ποιος είναι αυτός ο παράδεισος;


«Ούτε κι εγώ μπορώ να ξέρω ποιος ήταν ο παράδεισος αυτός. Κρίνοντας από τον αφηγητή, ο οποίος είναι κάποιος που θυμάται το ξύπνημα της ζωής, στο σημείο ακριβώς όπου αρχίζει η εφηβεία, η ζωή προς τα έξω, πέρα από τα όρια της οικογένειας, το πρόσωπο αυτό βλέπει πώς ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο οποίος είχε καιρό πριν βγει από αυτό τον κύκλο, αντιμετωπίζει τη ζωή στην πιο σκληρή της έκφανση: μακριά από την πόλη όπου γεννήθηκε, σε ένα περιβάλλον άκρως ανταγωνιστικό. Ο προστατευμένος κόσμος της παιδικής ηλικίας ίσως είναι αυτός ο απολεσθείς παράδεισος. Ηταν για τον αδελφό του και ο ίδιος διαισθάνεται ότι σύντομα θα είναι και γι’ αυτόν. Η παιδική ηλικία δεν είναι βέβαια πάντα ένας παράδεισος».


­ Εσείς δεν φαίνεστε τύπος των καμπαρέ. Ολες αυτές οι εικόνες από πού προκύπτουν;


«Από την ίδια μου τη βιογραφία. Από το ότι είχα έναν αδελφό, ο οποίος στα 16 του αποφάσισε να πάει στη Βαρκελώνη να δοκιμάσει την τύχη του στο τραγούδι και στον χορό. Εστελνε λοιπόν φωτογραφίες και καρτ ποστάλ στις οποίες έβλεπε κανείς γωνιές της Βαρκελώνης με ονόματα που σε μένα φαίνονταν μυθικά. Επικέντρωνα την προσοχή μου στις φωτογραφίες που έστελνε, όπου έβλεπε κανείς τον αδελφό μου ντυμένο με σμόκιν ανάμεσα σε γυναίκες που φορούσαν μπικίνι με πούλιες και φτερά. Αν και δεν είχα καμιά σχέση με αυτό τον κόσμο, μού φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικός. Με το πέρασμα του χρόνου λοιπόν προχώρησα σε ένα είδος αναδημιουργίας εκείνης της αίσθησης που είχα τότε».


­ Πώς καταφέρνετε και ελέγχετε όλο αυτό τον στρατό δευτερευόντων χαρακτήρων;


«Τόσο στα μυθιστορήματα όσο και στη ζωή με ενδιαφέρουν πολύ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Μερικές φορές περισσότερο και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Οταν ένας κόσμος όπως αυτός ενός μυθιστορήματος αρχίζει να αποκτά σάρκα και οστά, τότε αρχίζουν να εμφανίζονται χαρακτήρες ακόμη και από εκεί που δεν το περιμένεις. Ο καθένας τους ζητά να έχει τη δική του φωνή, και ο ρόλος μου ήταν να κατανείμω κατάλληλα τις φωνές, τη δράση και τον χαρακτήρα τους».