Eπικοινωνία, ενημέρωση, πληροφόρηση, διαφάνεια. Μπορεί συχνά να τσακωνόμαστε για το ακριβές τους περιεχόμενο, για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα πραγματωθούν καλύτερα οι αξίες που αντιπροσωπεύουν, για το αν παρουσιάζουν έλλειμμα κ.ο.κ. Ωστόσο, όλη αυτή η συζήτηση προϋποθέτει την κατ’ αρχήν καθολική αποδοχή τους ως εγγενώς επιθυμητών. Βεβαίως δεν συνομολογείται μια ρητή συμφωνία επ’ αυτού, αλλά ήδη αυτό δείχνει ότι τις θεωρούμε τόσο «φυσικές» όσο το οξυγόνο που αναπνέουμε. Ας πούμε δεν θα βρεθεί κανένας να πει ότι είναι υπέρ της αδιαφάνειας και εναντίον της ενημέρωσης. Και όμως δεν υπάρχει τίποτε το αυτονόητο σε όλα αυτά, αφού ολόκληρο το σύμπλεγμα αυτών των εννοιών παραπέμπει σε θεσμούς, διαδικασίες, ιδέες και νοοτροπίες που έχουν κοινωνική προέλευση, δηλαδή είναι προϊόντα της ανθρώπινης πράξης με συγκεκριμένη ιστορική καταγωγή.


H δημόσια σφαίρα


H καταγωγή της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, μπορεί να αναχθεί στις εφημερίδες, τα περιοδικά και κάθε είδους έντυπα του 17ου και κυρίως του 18ου αιώνα, αλλά και στις λονδρέζικες λέσχες, στις φιλολογικές εταιρείες, στα παρισινά σαλόνια και καφενεία και όπου αλλού στην Ευρώπη του Διαφωτισμού αναδύθηκε μέσα από σύνθετες διαδικασίες αυτό που αποκαλούμε δημοσιότητα ή δημόσια σφαίρα. Εκεί δηλαδή όπου άρχισαν να συζητούνται δημοσίως ζητήματα από την αισθητική ως την πολιτική που ως τότε ανήκαν στη δικαιοδοσία της εξουσίας (πολιτικής, θρησκευτικής, οικονομικής, πνευματικής)· και όπου πρωτοσχηματίστηκε ένα «κοινό» στο οποίο μπορούσε να μετάσχει όποιος διέθετε το σχετικό ενδιαφέρον και τη σχετική αγοραστική δύναμη (να αγοράσει την εφημερίδα κτλ.) χρησιμοποιώντας την κριτική του ικανότητα, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση. Ο δημόσιος διάλογος, η κοινή γνώμη, η κριτική έτσι γεννήθηκαν. Και βεβαίως όλες αυτές οι εξελίξεις είχαν ευθέως πολιτική σημασία και τεράστιες κοινωνικές συνέπειες, αφού συνιστούν ένα άνοιγμα προς τις δημοκρατικές αξίες και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αρκεί να αντιπαρατεθούν προς το προγενέστερο απολυταρχικό δόγμα περί «μυστικών του κράτους» που το κατέστησαν εντελώς απηρχαιωμένο για να καταφανεί η επαναστατική τους διάσταση.


Στο Χειραφέτηση και Νεωτερικότητα, ο Νίκολας Γκάρναμ, καθηγητής επικοινωνίας στο Λονδίνο, επιμένει ιδιαίτερα στην ιστορική καταγωγή των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ακριβώς επειδή τα θεωρεί αδιαχώριστα από το πλαίσιο στο οποίο εμφανίστηκαν και κατόπιν εξελίχθηκαν. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι κάνει μια ιστορία των μέσων ούτε ότι αρνείται πως αποτελούν ένα αυτοτελές αντικείμενο μελέτης. Απλώς, θέλει αφενός να καταδείξει ότι οι αναλύσεις και ερμηνείες που τα αφορούν, ακόμη και αν δεν το κάνουν ρητώς, πάντα ανάγονται σε ευρύτερα θέματα κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας· αφετέρου θέλει να αποδοκιμάσει εμπειριστικές και θετικιστικές προσεγγίσεις που είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς επειδή, υιοθετώντας μια πολύ στενή οπτική, παραβλέπουν ουσιώδη ζητήματα.


Θεσμοί της εποχής


Ο Γκάρναμ επιδιώκει σε αυτό το βιβλίο να αναπτύξει ακριβώς αυτή τη θέση σε όλη της τη συνθετότητα. Για αυτό και εξετάζει τα μέσα ενημέρωσης από πολλές πτυχές που δείχνουν και τις αντινομίες τους, αντινομίες που είναι χαρακτηριστικό των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών της εποχής μας: ως βιομηχανίες παραγωγής πολιτιστικών αγαθών που με τις όποιες ιδιαιτερότητές τους λειτουργούν στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής· ως τεχνολογίες, οι ιδιότητες των οποίων δημιουργούν δυνατότητες ή περιορισμούς στην επικοινωνία. Ιδιαίτερη διαπραγμάτευση γίνεται αφενός για τους παραγωγούς τους με ειδική αναφορά στον ρόλο των διανοουμένων και αφετέρου στα ακροατήρια ή κοινά στα οποία τα μέσα απευθύνονται. Ακόμη εξετάζονται ζητήματα ιδεολογίας και αισθητικής. Τελικά, τα μέσα χειραφετούν και χειραγωγούν, προάγουν τις δημοκρατικές αξίες αλλά και τις υπονομεύουν.


Είναι σαφές ότι ο Γκάρναμ έχει μια ευρεία γνώση του αντικειμένου και μια γενικότερη αντίληψη σε θέματα κοινωνικής θεωρίας, φιλοσοφίας και αισθητικής. Ταυτοχρόνως ελέγχει πολύ ικανοποιητικά τη βιβλιογραφία περί τα μέσα μαζικής επικοινωνίας την οποία σχολιάζει με οξυδερκή τρόπο. Προσφέρει έτσι μια καλειδοσκοπική προσέγγιση. Αυτό όμως έχει και ένα τίμημα. Για παράδειγμα, διαβάζοντας το βιβλίο συχνά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι σταματάει ένα επί μέρους θέμα προκειμένου να περάσει στο επόμενο, ακριβώς στο σημείο που θα περίμενα να το αναπτύξει περισσότερο. Θα προτιμούσα δηλαδή τελικά, αν και αυτό ομολογουμένως είναι καθαρά υποκειμενικό, μια πιο σφιχτοδεμένη, αναλυτική και σε βάθος επιχειρηματολογία, έστω και με πιο περιορισμένο πεδίο εξέτασης, σε βάρος της πανοραμικής και έτσι αναγκαστικά συνεπτυγμένης αναφοράς σε πλήθος θεματικών.