Του αρέσει να λέει ότι το μαγικό ραβδάκι του θεάτρου μετέτρεψε την κολοκύθα των μυθιστορημάτων του στη μαγική άμαξα της Σταχτοπούτας. Δεν έχει άδικο. Από το 1967 γράφει μυθιστορήματα, χρειάσθηκε όμως να έρθουν οι πρώτες θεατρικές διασκευές των έργων του για να γίνει ευρύτερα γνωστός αυτός ο 66χρονος Αραγωνέζος. Ο Χαβίερ Τομέο, ως πρόσφατα υπεύθυνος του γραφείου Τύπου της ιταλικής πολυεθνικής Olivetti, αποφάσισε να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη και να αφοσιωθεί πλήρως στη λογοτεχνία. Προηγήθηκε η θεατρική απόδοση τριών έργων του, μεταξύ των οποίων του Αγαπημένου Τέρατος, και το ανέβασμά τους με εξαιρετική επιτυχία σε Παρίσι, Βερολίνο, Γενεύη, Νίκαια και Γκρενόμπλ, πέραν Μαδρίτης και Βαρκελώνης, φυσικά.


«Μου αρέσει η ευκρίνεια», μας λέει, «δεν θέλω να ταλαιπωρώ τον αναγνώστη με ανούσια πράγματα». Πραγματικά, το κείμενο του Τομέο είναι σαν ένα ποτάμι κρυστάλλινου νερού που μπορεί κανείς να διακρίνει σταγόνα σταγόνα τη διαύγειά του. Δεν περισσεύει ούτε μία λέξη και η απλότητά τους σε οδηγεί πολλές φορές στο να πεις: «Αυτό θα μπορούσα να το γράψω κι εγώ!».


Το Αγαπημένο Τέρας παρουσιάζεται ως ένας μακρύς διάλογος, σε χρόνο ενεστώτα, μεταξύ ενός άντρα 30 χρονών, υποταγμένου στη μητέρα του, και του διευθυντή προσωπικού μιας τράπεζας, στην οποία ο πρώτος θέλει να προσληφθεί ως φύλακας. Κατά τη διάρκεια του διαλόγου σε αφηγηματική μορφή, οι δύο χαρακτήρες αποκτούν σάρκα και οστά, αποκαλύπτοντας το πραγματικό τους πρόσωπο και τα πραγματικά τους πάθη. Οι φιγούρες των μητέρων των δύο αναδεικνύονται σαν σκιές πάνω από την αφήγηση, μία αφήγηση γεμάτη μυστήριο και χιούμορ. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο συναρπαστικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα που θα δώσει τροφή για σκέψη στον κάθε αναγνώστη.


Εργένης εκ πεποιθήσεως, του αρέσει να γράφει υπό το φως της λάμπας μέρα νύχτα και έχει πάντα στην τσέπη του σκόρδο. Προληπτικός; Την απάντηση την έχει έτοιμη και σαγηνευτική: «Η πρόληψη είναι το χρώμα της σκέψης», φράση δανεισμένη από τον Οσκαρ Ουάιλντ.





­ Γιατί αυτή η προτίμηση προς τα τέρατα;


«Η αλήθεια είναι ότι οι όμορφοι ή οι τέλειοι άνθρωποι λογοτεχνικά δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Με ενδιαφέρουν βέβαια προσωπικά, αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση. Λογοτεχνικά προτιμώ να εστιάσω την προσοχή μου σε ό,τι μου φαίνεται τελειοποιήσιμο. Η παραμόρφωση και η ατέλεια αποτελούν μια δύσκολη άσκηση αγάπης. Είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπήσει κάποιος ένα τέρας. Δεν εκμεταλλεύομαι την παραμόρφωση, τη χρησιμοποιώ απλώς για να μεταφέρω στον αναγνώστη ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και να προκαλέσω σε αυτόν συναισθήματα περιθωριακά που συνήθως δεν γίνονται αποδεκτά σε μια χυδαία κοινωνία».


­ Το να παράγει κάποιος λογοτεχνία από την ασχήμια είναι δύσκολη υπόθεση;


«Εχω την εντύπωση ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να γράψει κάποιος για το τέλειο παρά για το ατελές! Γιατί το τέλειο είναι τις περισσότερες φορές αρκετά οφθαλμοφανές. Σκέπτομαι καμιά φορά ότι μπορεί να ήταν ο ίδιος ο γλύπτης αυτός ο οποίος έσπασε τα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου, προκειμένου να κάνει πιο ποθητή και ελκυστική τη δημιουργία του.


­ Σε ποιους νόμους ή κανόνες πιστεύετε ότι υπακούουν το «ωραίο» και το «άσχημο»;


«Αυτοί οι ορισμοί είναι πάντα σχετικοί. Εμείς κινούμαστε σύμφωνα με τους ελληνικούς κανόνες, στην Ανατολή όμως οι κανόνες είναι εντελώς διαφορετικοί. Οι παράγοντες που υπεισέρχονται εκεί έχουν τις ρίζες τους στην ίδια την κοινωνία, το μοντέλο της, την ιστορία της και το επίπεδο της ανάπτυξής της».


­ Εσείς πώς χρησιμοποιείτε τους ορισμούς αυτούς;


«Οπως ήδη σας είπα, με το «ωραίο» προτιμώ να μην ασχολούμαι. Το δε «άσχημο» ή «τερατώδες» το χρησιμοποιώ ως μεταφορά, ως παραβολή. Αυτό για το οποίο μιλάω εν τέλει είναι για την ατέλεια του ίδιου του ανθρώπου. Οταν μιλάω για τον μύωπα, για παράδειγμα, είναι προφανές ότι δεν αναφέρομαι στην οφθαλμολογική ασθένεια αλλά στη δυσκολία που συναντά ο άνθρωπος στο να βρει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην ευτυχία».


­ Αυτός είναι άραγε ο λόγος για τον οποίο τα μυθιστορήματά σας μοιάζουν με θεατρικά έργα «μυθιστορηματοποιημένα»;


«Δεν νομίζω ότι είναι τόσο αυτό, όσο το ότι τα μυθιστορήματά μου είναι έργα χωρίς μακρές και περίπλοκες περιγραφές, με λίγα πρόσωπα που μιλούν πολύ μεταξύ τους και κλειστούς χώρους. Αυτά είναι νομίζω τα τρία στοιχεία που, για λόγους ευνόητους, δικαιολογούν την προτίμηση που δείχνουν οι σκηνοθέτες και την επιτυχία που έχουν τα έργα μου στο θέατρο. Τους έρχεται και πολύ οικονομικά εξάλλου»!


­ Για ποιο λόγο αποφεύγετε τις περίπλοκες περιγραφές και τους ανοιχτούς χώρους;


«Δεν είναι ότι τα αποφεύγω, απλώς δεν με ενδιαφέρουν τόσο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος, το άτομο, τοποθετημένο σε μια συγκεκριμένη διάσταση. Με ελκύουν ελάχιστα οι μακρόσυρτες αφηγήσεις, ιδιαίτερα η έλλειψη ευκρίνειας που διακρίνει πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα. Αυτό στο οποίο επιμένω είναι στο να έχουν οι ιστορίες μου ευκρίνεια, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παρουσίαση. Επειτα, το πράγμα μπορεί να γίνει λίγο πιο πολύπλοκο κατά τη διερεύνηση της ψυχολογίας του κάθε χαρακτήρα, δεν θέλω όμως να σπαταλάει ο αναγνώστης μου τις δυνάμεις του προκειμένου να βρει τον μπούσουλα σε έναν χώρο ελάχιστα ή προσδιορισμένο κατά τρόπο νεφελώδη».


­ Αν κρίνουμε από τους χαρακτήρες του έργου σας, είμασθε οι άντρες καταδικασμένοι στην υποταγή απέναντι στις γυναίκες;


«Μια υποταγή αρκετά απολαυστική, θα έλεγα. Νομίζω ότι σήμερα οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο αρμονίας και ισότητας. Νομίζω ότι οι νέες γενιές έχουν ξεπεράσει πολλά πράγματα και ότι διανύουμε μια καλή εποχή για τις σχέσεις των δύο φύλων».


­ Πολλές φεμινίστριες δεν θα συμφωνούσαν μαζί σας…


«Δεν θα έχουν άδικο, αφού εξακολουθούν ακόμη να υπάρχουν οι ανδροκρατικοί ύφαλοι και σκόπελοι σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Αυτά τα υπολείμματα ανδροκρατίας όμως θα έλεγα ότι υπόκεινται περισσότερο στη σφαίρα της παθολογίας, παρά σε αυτή της κοινωνιολογίας».


­ Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα συγγραφείς που ορίζουν τη λογοτεχνία τους ως «τη γυναικεία ματιά». Συμμερίζεσθε αυτή την άποψη;


«Δεν τη συμμερίζομαι καθόλου. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί και κακοί συγγραφείς και όχι αρσενικοί και θηλυκοί. Αυτή είναι η μόνη διαφορά που μπορεί να έχει σημασία».


­ Γυναίκα-μητέρα και γυναίκα-σύζυγος: άλλη γυναίκα, άλλος τύπος υποταγής του άντρα;


«Κατ’ αρχάς στο Αγαπημένο Τέρας μιλάω για μια μητέρα αρχετυπική, που υπέθετα ότι αντιπροσώπευε το ισπανικό μοντέλο ή το πολύ πολύ το μεσογειακό. Επειτα όμως είδα ότι είχε εξίσου καλή αποδοχή σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές από τη δική μας, όπως η σουηδική ή η δανέζικη. Η φύση της γυναίκας-συζύγου δεν υπάγεται βέβαια σε αυτό το αρχέτυπο, έχει όμως αρκετά κοινά σημεία. Απέναντι σε αυτές τις δύο γυναικείες παρουσίες, από τις πολλές που μπορεί να υπάρξουν, ο άντρας φαίνεται να βιώνει μια διπλή αντίδραση: από τη μια πλευρά αποκρούει και από την άλλη αναζητεί αυτή τη γλυκιά υποταγή του στη γυναίκα, εφόσον αυτή εμφανίζεται ως καταφύγιό του απέναντι στον κόσμο αλλά και ως άρνηση της ίδιας του της φύσης ταυτόχρονα. Αποδέχεται έτσι ο άντρας αυτό το αμφίσημο καθεστώς της συμβίωσης. Τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τα ιδανικά, νομίζω όμως ότι αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται η σχέση μεταξύ των δύο φύλων».


­ Γιατί σας ενοχλεί η «οιδιπόδεια», ας την πούμε έτσι, ερμηνεία των παθών των χαρακτήρων στο «Αγαπημένο τέρας»;


«Δεν είναι ότι με ενοχλεί. Απλά πιστεύω ότι πρόκειται για μια καθ’ όλα άστοχη τοποθέτηση μιας εύκολης ταμπέλας. Αυτή η μανία της μητέρας του βασικού ήρωα του μυθιστορήματος να έχει τον γιο της δεμένο στη φούστα της, δεν έχει να κάνει με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα όσο με τη συμπεριφορά στρουθοκαμήλου της συγκεκριμένης μητέρας. Εγκαθίσταται σε μια συγκεκριμένη εποχή και λέει: «Δεν θέλω να γεράσω, κατά συνέπεια ο γιος μου δεν μπορεί να ωριμάσει». Προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει αυτή την ψευδαίσθηση νεότητας».


­ Ποιο ήταν το σχόλιο της μητέρας σας όταν διάβασε το βιβλίο;


«Ως αναγνώστρια της άρεσε, θα ‘λεγα ότι το διασκέδασε αρκετά, επειδή, ας μην ξεχνάμε, το μυθιστόρημα αυτό δεν παύει να είναι μια έντονα σαρκαστική και ειρωνική ματιά της ανθρώπινης κατάστασης. Είναι ένα μυθιστόρημα ανοικτό, ένα μυθιστόρημα διαδραστικό, αφού ο κάθε αναγνώστης έχει τον τελευταίο λόγο. Στο τέλος συμβαίνει αυτό που ο κάθε αναγνώστης θέλει να συμβεί. Εγώ δεν λέω ότι: «Αυτός πεθαίνει», το αφήνω μετέωρο για να ακολουθήσει έπειτα ο αναγνώστης παίρνοντας τη μία ή την άλλη θέση».


­ Πιστεύετε ότι η κάθαρση στη λογοτεχνία λειτουργεί όπως και στο θέατρο;


«Θα έλεγα πως όχι. Το μυθιστόρημα και το θέατρο αποτελούν δύο διαφορετικά πολιτιστικά προϊόντα, με διαφορετική μαγεία το καθένα και η κάθαρση λειτουργεί με άλλον τρόπο. Η λέξη που θα διαβασθεί εν σιωπή και η λέξη που θα απαγγελθεί δημόσια έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος και ο συλλογισμός που προκαλούν έπειτα στον αναγνώστη ή στον θεατή-ακροατή έχει διαφορετική υφή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν λειτουργούν αντιθετικά αλλά συμπληρωματικά το ένα στο άλλο».


­ Η εντός και εκτός των τειχών επιτυχία των θεατρικών αποδόσεων των μυθιστορημάτων σας, δεν σας έβαλε ποτέ στον πειρασμό να ασχοληθείτε κατευθείαν με τη δραματουργία;


«Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν θα μπορούσα να το κάνω. Οπως σας ανέφερα, το θέατρο έχει άλλους νόμους και ίσως να κάτσω να γράψω θέατρο και να μη δέσει καλά η ιστορία. Προτιμώ να γράφω αυτά τα μυθιστορήματα, τα δικά μου, με πολύ διάλογο, ψυχρά, με ένταση, με καταστάσεις που τους λείπει σχεδόν το θέμα, να γράφω έτσι και έπειτα να βρω κάποιον καλό δραματουργό που θα το μετατρέψει σε θεατρικό έργο. Χρειάζεται να πέσει πολύ ψαλίδι, να μετατοπιστεί κάποτε το κέντρο βάρους ενός μυθιστορήματος για να μπορέσει αυτό να σταθεί επί σκηνής. Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά».


­ Η γραφή σας έχει επηρεασθεί από τη θεατρική επιτυχία;


«Θέλω να πιστεύω πως όχι, παρ’ ότι τελευταία έχω αρχίσει να διαισθάνομαι μια υπερβάλλουσα, ας την πούμε έτσι, ροπή προς την οικονομία του λόγου, που ούτως ή άλλως είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη γραφή μου».