Λίγοι θεσμοί είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι με την ελευθερία όσο το πανεπιστήμιο. Πλήθος ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, όπως, π.χ., η ελευθερία του συνέρχεσθαι και η ακαδημαϊκή ελευθερία, ασκούνται στον χώρο του πανεπιστημίου και διά μέσου του πανεπιστημίου. Για τον Ντερριντά τέτοιες ελευθερίες δεν αρκούν. Το δικό του πανεπιστήμιο είναι άνευ όρων, δηλαδή είναι ένα πανεπιστήμιο με την ελευθερία να θέτει, απρόσκοπτα, κριτικά ερωτήματα και να λέγει δημοσίως καθετί που απαιτούν η έρευνα, η μάθηση και η σκέψη όσον αφορά την αλήθεια (σελ. 13). Αυτή η ελευθερία, συνεχίζει ο Ντερριντά, είναι σημαντική ειδικά για τις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών, γιατί σε αυτές είναι αντικείμενα μελέτης το «ίδιο» του ανθρώπου και ο ανθρωπισμός. Το πανεπιστήμιο άνευ όρων δεν υπήρξε ούτε υπάρχει γιατί εξαρτάται από πολλούς όρους, δηλαδή εξουσίες. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται η εξουσία του κράτους, του κεφαλαίου και των MME, καθώς και η θρησκευτική εξουσία.


Τρία ανοιχτά θέματα


Σε αυτό το πλαίσιο ο Ντερριντά τοποθετεί τα θέματα της διάλεξής του με τον τίτλο Το πανεπιστήμιο άνευ όρων, που εκφωνήθηκε το 1998 στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και το 1999 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και εκδόθηκε στα ελληνικά σε μια ιδιαίτερα επιμελημένη και υπομνηματισμένη μετάφραση του Βαγγέλη Μπιτσώρη. Αφήνοντας κατά μέρος την αποδόμηση, την οποία ο Ντερριντά δεν χρησιμοποιεί συστηματικά σε αυτό το βιβλίο, καθώς και τον διάλογό του με τον Καντ, στον οποίο επανέρχεται σποραδικά, μπορεί κανείς να εντοπίσει τρία ανοιχτά θέματα για ένα πανεπιστήμιο άνευ όρων: τις συνθήκες και τις συνέπειες της λειτουργίας ενός τέτοιου πανεπιστημίου, το επάγγελμα του καθηγητή και την τοποθέτηση του πανεπιστημίου στον κοινωνικό χώρο.


Το πρώτο θέμα είναι το εφικτό ή ανέφικτο του πανεπιστημίου άνευ όρων. Για να έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί άνευ όρων, το πανεπιστήμιο πρέπει να έχει κάποια κυριαρχία. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, γιατί το απροϋπόθετο πανεπιστήμιο έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, και την αμφισβήτηση οποιασδήποτε κυριαρχίας, περιλαμβανομένης και της πανεπιστημιακής αυθεντίας. Γι’ αυτό, το πανεπιστήμιο άνευ όρων είναι χωρίς προσίδια εξουσία (σελ. 19), η δε απροϋπόθετη αντίστασή του στρέφεται κατά της οικονομικής εξουσίας, της μιντιακής εξουσίας και όποιων άλλων εξουσιών περιορίζουν τη δημοκρατία. Ο Ντερριντά φαίνεται εντελώς αντίθετος με τη σύνδεση του πανεπιστημίου με την οικονομία. «Το πανεπιστήμιο είναι έτοιμο να γίνει υποκατάστημα ομίλων επιχειρήσεων και διεθνών εταιρειών» (σελ. 20). Το πανεπιστήμιο του Ντερριντά θέλει να είναι έξω και πέρα από όλα αυτά, προκειμένου να λειτουργεί άνευ όρων, να είναι απροϋπόθετο.


Ωστόσο ο Ντερριντά υποψιάζεται τις συνέπειες του επιχειρήματός του: «Επειδή το πανεπιστήμιο δεν δέχεται να του θέτουν όρους, παραδίδεται άνευ όρων (σελ. 20)». Ο Ντερριντά δεν προσφέρει καμία διέξοδο από την παράδοση άνευ όρων. Δεν διατυπώνει τους όρους με τους οποίους θα ήταν εφικτό ένα πανεπιστήμιο άνευ όρων, γιατί ο ίδιος το θεωρεί ανέφικτο. Είναι όμως προφανές ότι για να μπορέσει το πανεπιστήμιο να γίνει άνευ όρων, πρέπει να μπορεί να θέτει τους δικούς του όρους. Για να μπορεί να θέτει τους δικούς του όρους, θα πρέπει να ισχυροποιηθεί έναντι εκείνων των φορέων που, π.χ. στην Ελλάδα σήμερα, του θέτουν τους περισσότερους όρους, δηλαδή έναντι του κεντρικού κράτους και των κομματικών νεολαιών. Για να ισχυροποιηθεί έναντι των κρατικών και κομματικών φορέων που σήμερα του θέτουν τους περισσότερους όρους, το πανεπιστήμιο θα άξιζε να σκεφθεί με ποιους όρους θα μπορούσε να προσεταιριστεί άλλους φορείς (ιδρύματα, συνδικάτα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, γενικότερα την κοινωνία των πολιτών), ώστε χωρίς να υποταχθεί στους δεύτερους να μπορέσει να εξισορροπήσει τη δύναμη των πρώτων.


Ομολογία πίστης


Το δεύτερο θέμα είναι τι σημαίνει να είναι κανείς πανεπιστημιακός καθηγητής. Παίζοντας το γνώριμο παιχνίδι σημασιών, στο οποίο είναι αριστοτέχνης, ο Ντερριντά ανατρέχει στο σχετικό γαλλικό και αγγλικό ρήμα (faire profession de quelque chose, to profess), για να πει ότι το να είμαι καθηγητής (professeur, professor) σημαίνει ότι δηλώνω μεγαλόφωνα αυτό που είμαι, ζητώντας από τον άλλον να δώσει πίστη στον λόγο μου (σελ. 38). Εννοείται εδώ ότι, σε αντίθεση με άλλα επαγγέλματα, οι πανεπιστημιακοί κάνουν τη δουλειά τους όταν λένε δημοσίως τη γνώμη τους. Με αφορμή τον Ντερριντά, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι η δουλειά των πανεπιστημιακών είναι τόσο το να παράγουν κάτι, δηλαδή μετρήσιμα αποτελέσματα (π.χ. νέα γνώση), όσο και το να μην παράγουν τίποτε, δηλαδή να παράγουν πράγματα χωρίς οικονομική αξία, όπως η διατύπωση γνώμης και η κριτική κατά της εξουσίας. Αυτά τα τελευταία δεν μπορούν να αξιολογηθούν όπως τα αποτελέσματα της δουλειάς ενός οποιουδήποτε άλλου επαγγελματία. Θα λέγαμε ότι η δημόσια διατύπωση γνώμης και κριτικής εκ μέρους πανεπιστημιακών ή άλλων πολιτών είναι ένα είδος μη παραγωγής, η οποία δεν είναι καθόλου άχρηστη. Τουναντίον, σε μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία, μια τέτοια μη παραγωγή είναι εξίσου χρήσιμη με την υπόλοιπη, απαραίτητη παραγωγή που προκύπτει από την πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα. Αν κρίνει κανείς βέβαια από την παραγωγικότητα του Ντερριντά, του οποίου πάρα πολλά βιβλία κυκλοφορούν και στη γλώσσα μας, τότε είναι σαφές ότι ο ίδιος δεν περιορίστηκε ποτέ σε μια ομολογία πίστης, αλλά παρουσίασε πληθωρικό έργο.


Το τρίτο ανοιχτό θέμα του βιβλίου συνδέεται με τον τόπο του πανεπιστημίου. Ο Ντερριντά δεν ταυτίζει το πανεπιστήμιο με μια συγκεκριμένη οργάνωση (με την ιεραρχία ενός ιδρύματος) ούτε με έναν συγκεκριμένο τόπο (αμφιθέατρα, βιβλιοθήκες). Διευρύνει την έννοια του πανεπιστημίου, θεωρώντας ότι υπάρχει πανεπιστήμιο οπουδήποτε λαμβάνει χώρα μια απροϋπόθετη ερωτηματοθεσία ή συζήτηση. H προσέγγιση του Ντερριντά συνεπάγεται την κατάργηση των διαχωρισμών ανάμεσα σε όσους έχουν πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και σε όσους αποκλείονται από αυτό και την ακύρωση της διάκρισης μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων. Εν τέλει, το πανεπιστήμιο δεν περιορίζεται μέσα στον περίβολο του πανεπιστημίου. Πανεπιστήμιο υπάρχει οπουδήποτε λαμβάνει χώρα το απροϋπόθετο (σελ. 85), δηλαδή παντού όπου μας δίνεται η ευκαιρία να σκεφτούμε χωρίς όρους. Αν βάλει κανείς σε παρένθεση την ανησυχία ότι κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν τη διάλυση του πανεπιστημίου ως διακριτού θεσμού, μπορεί να απολαύσει τη γοητευτική ιδέα ενός πανεπιστημίου που θα λέγαμε ότι είναι πανταχού παρόν.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.