» Δεν αγαπώ τους κατασκευαστές θεαμάτων «




Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Ζεράρ Βιολέτ καταθέτει τις απόψεις του για την τεράστια δυναμική αυτής της τέχνης ­ στο εφετινό πρόγραμμα «πλειοψηφεί» ο χορός έναντι του θεάτρου ­ αλλά και για τη διάθεσή του να πριμοδοτήσει την πειραματική σκηνή. Πλάι σε ονόματα με διεθνή αναγνώριση, όπως οι Βιμ Βαντεκίμπους, Σανκάι Τζούκου, Σάσα Βαλτς και Πίνα Μπάους, υπάρχει χώρος και για τους νεοεισερχομένους Ζυλ Ζομπέν, Λα Ριμπότ, Ζερόμ Μπελ και Ξαβιέ λε Ρόι.


­ Αν βασικό συστατικό στον προγραμματισμό σας ήταν πάντοτε ο χορός, εφέτος έχει τη μερίδα του λέοντος. Τα χορευτικά θεάματα είναι περισσότερα από τα θεατρικά έργα. Τι σημαίνει αυτή η καινούργια ισορροπία;


«Βρίσκομαι σε αυτή τη θέση εδώ και 32 χρόνια. Ευθύς εξαρχής αντιμετωπίσαμε τον χορό ισότιμα προς το θέατρο, γεγονός επαναστατικό για την εποχή καθώς το κοινό ήταν αρκετά επιφυλακτικό. Σιγά σιγά τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται ­ η χορευτική τέχνη είναι σε πλήρη εξέλιξη. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο αντανακλά η πολιτική μας, αν σκεφθεί κανείς επιπλέον ότι το Παρίσι είναι μία από τις πρωτεύουσες του χορού».


­ Είναι ενδιαφέρον ότι ύστερα από 30 χρόνια παίρνετε ρίσκο και στεγάζετε πολλά νέα ονόματα: Ζυλ Ζομπέν, Λα Ριμπότ, Λίντα Γκουντράου και Ζερόμ Μπελ.


«Οπως αναφέρω και στο εισαγωγικό σημείωμά μου, το Theatre de la Ville δεν είναι ούτε φεστιβάλ ούτε βιτρίνα. Παλαιότερα μου καταλόγιζαν ότι επιμένω συνεχώς στους ίδιους καλλιτέχνες, από το 1976 λ.χ. που έφερα για πρώτη φορά την Πίνα Μπάους στη Γαλλία και της οποίας την πορεία συνεχίζω ως σήμερα να ακολουθώ. Αν βέβαια σήμερα έχει την ηλικία μου, δεν παύει να είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές στην ιστορία του σύγχρονου χορού. Συνηθίζω να είμαι πιστός στους δημιουργούς που αγάπησα, ταυτοχρόνως όμως παρακολουθώ μαζί με τους συνεργάτες μου από κοντά τις εξελίξεις. Βλέπουμε περί τα 300 θεάματα ετησίως και προχωρούμε σε επιλογές με βάση πρώτα απ’ όλα την καλλιτεχνική αξία. Δεν είμαστε απλώς ένας χώρος διανομής θεαμάτων και δεν είναι τυχαίο ότι κάνουμε συμπαραγωγές, δηλαδή συμμετέχουμε στη χρηματοδότηση μιας νέας παραγωγής, που σημαίνει ότι παίρνουμε το ρίσκο για μια καινούργια δημιουργία».


­ Το κοινό δεν είναι εκ των πραγμάτων μια παράμετρος που καθορίζει τις επιλογές ενός καλλιτεχνικού διευθυντή; Το δικό σας κοινό έχει τη φήμη ότι είναι δύσκολο και απαιτητικό.


«Το πώς λειτουργεί ένα νέο έργο στο κοινό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ιδίοις όμμασιν μετά την πρεμιέρα. Από θέση αρχής δεν παρεμβαίνω ποτέ στη διαδικασία δημιουργίας. Αφότου επιλέξω έναν καλλιτέχνη συνηθίζω να τον εμπιστεύομαι. Αγαπώ τους δημιουργούς που έχουν ένα δικό τους σύμπαν με εμμονές και επιθυμίες, όχι τους απλούς κατασκευαστές θεαμάτων. Ευτυχώς για μένα δεν διαψεύστηκα μέσα στον χρόνο. Από εκεί και πέρα η διεύρυνση του κοινού είναι στόχος αλλά και προϋπόθεση της δουλειάς που κάνουμε. Και χρειάζεται χρόνος για να κατακτήσεις το κοινό».


­ Πώς βλέπετε το γεγονός ότι το γυμνό κυκλοφορεί όλο και περισσότερο στη χορευτική σκηνή; Πρόκειται για μόδα;


«Είναι αλήθεια ότι εφέτος το γυμνό έχει την τιμητική του. Βεβαίως όλοι οι καλλιτέχνες δεν το χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο. Η σύλληψη του Ζερόμ Μπελ για το έργο που έχει ως τίτλο το όνομά του είναι ιδιοφυής γιατί βάζει το μαχαίρι ως το κόκαλο αμφισβητώντας συμβολικά μέσω των γυμνών σωμάτων ό,τι συνιστά ένα θέαμα. Μου θυμίζει αυτό που υποστηρίζει ο Κολτές για το θέατρο όταν έλεγε: «Απεχθάνομαι το θέατρο». Ολη αυτή η αποδόμηση και η καταστροφή, όμως, όταν δεν απευθύνονται σε ένα κοινό εξοικειωμένο με τη γλώσσα του θεάματος, ικανό να αποκωδικοποιήσει τις πληροφορίες, ενοχλούν και συχνά εξοργίζουν. Προκαλούν το αντίθετο αποτέλεσμα γιατί αυξάνουν τις προκαταλήψεις και επιτείνουν τα στεγανά. Από την πλευρά μου επιχειρώ να παρουσιάσω όλες αυτές τις πολύ νέες τάσεις επιλέγοντας ό,τι πιο ενδιαφέρον και πειστικό. Οσο για τη μόδα που είπατε, δεν ξέρω αν είναι, πάντως σίγουρα θα γίνει καθώς βάζει το χεράκι του και ο Τύπος με τα αμαλγάματα που παρουσιάζει και τσουβαλιάζουν ανόμοια περιστατικά».


­ Αναφερθήκατε σε ορισμένους πολύ νέους γάλλους δημιουργούς. Ποιο είναι το παρόν του σύγχρονου χορού στη Γαλλία;


«Είναι απολύτως αδύνατον να μιλήσει κανείς γενικεύοντας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο γαλλικός χορός βοηθείται περισσότερο από οποιονδήποτε στον κόσμο. Από τη γενιά που βγήκε στο προσκήνιο τη δεκαετία του ’80 άλλοι κουράστηκαν και άλλοι βρήκαν τη δεύτερη νεότητά τους. Οσοι ακολούθησαν, η σημερινή δηλαδή νέα γενιά, αναζητούν να εκφραστούν πολύ προσωπικά. Παρατηρείται μια πολυδιάσπαση με εξατομικευμένες εμπειρίες που δύσκολα ομαδοποιούνται. Χρειάζεται χρόνος για να βγάλουμε συμπεράσματα αφού ούτως ή άλλως σημαντικοί δημιουργοί δεν γεννιούνται κάθε ημέρα. Και στη διεθνή χορευτική σκηνή άλλωστε τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Συχνά απογοητεύεσαι, συναντάς όμως και εξαιρετικούς δημιουργούς. Πέρυσι λ.χ. ήταν η χρονιά της ανακάλυψης της νεαρής γερμανίδας χορογράφου Σάσα Βαλτς, εκ των υπευθύνων της Σαουμπίνε στο Βερολίνο. Την τελευταία πενταετία επίσης θα έλεγα αποκαλυπτικές τις δημιουργίες του Αλέν Πλατέλ ή της Μεγκ Στιούαρτ».


­ Είναι φανερό ότι αγαπάτε ιδιαιτέρως τους φλαμανδούς χορογράφους.


«Η Φλάνδρα τα τελευταία 15 χρόνια έχει αναδείξει πέντε-έξι μείζονες καλλιτέχνες του χορού και του θεάτρου. Ο καθένας με την ιδιαίτερη προσωπικότητά του οξυγονώνει με την αλήθεια του τη χορευτική σκηνή. Καθόλου διανοουμενίστικοι ­ με την αρνητική χροιά του όρου ­ καταφέρνουν να παντρεύουν τη βία με την ποίηση αριστοτεχνικά. Ο Γιαν Φαμπρ, βαθιά πολιτικός, δεν είναι τυχαίο ότι δουλεύει στην Αμβέρσα, μια πόλη του Βελγίου με περισσότερο από 30% άκρα Δεξιά. Διαφορετική είναι η περίπτωση του Αλέν Πλατέλ, από τη Γάνδη».


­ Πώς αντιμετωπίζετε τη βία και την πρόκληση στο χορευτικό θέαμα;


«Νομίζω ότι η βία στην τέχνη αντανακλά τη βία στην πραγματική ζωή μας. Είναι υπολανθάνουσα, δεν παίρνει τη μορφή πολέμου, είναι όμως καθημερινά παρούσα. Οταν η πρόκληση δεν γίνεται μανιέρα και μόδα ­ κάτι που συνέβη και συμβαίνει στις πλαστικές τέχνες ­, νομίζω ότι δεν πρέπει να ενοχλεί. Το ζωντανό θέαμα βεβαίως ενεργοποιεί τις αισθήσεις και λειτουργεί αυξητικά, οπότε συχνά ο θεατής νιώθει να απειλείται. Το ζήτημα είναι αν ο καλλιτέχνης με όλα αυτά έχει κάτι να πει. Στη χορευτική σκηνή πάντως αναζητείται εκ νέου νόημα».


­ Μια τελευταία ερώτηση σχετική με τη φιλοσοφία του προγραμματισμού που ακολουθείτε. Πρόσωπα με ημερομηνία γεννήσεως περί το 1960 και εντεύθεν εκτοπίζουν καταξιωμένους δημιουργούς. Τελικά ένας άνθρωπος του χορού έχει τόσο σύντομη ημερομηνία λήξεως;


«Οταν παρουσίασα το πρόγραμμα αυτό ερωτήθηκα από τις δύο σημαντικές γαλλικές εφημερίδες και απήντησα ότι στον χορό κάποιοι ήρωές μας κουράστηκαν ­ κάτι που αφορούσε βασικά ορισμένα μεγάλα ονόματα του χορού στη Γαλλία. Εξακολουθώ ωστόσο να στεγάζω δημιουργούς που κάποτε με συγκλόνισαν. Μπορεί να μην υπογράφουν πια αριστουργήματα ­ τέτοια είναι η περίπτωση της Πίνα Μπάους ­, διατηρούν ωστόσο τις εμμονές τους, το προσωπικό τους όραμα. Είναι σκληρό και αδυσώπητο το πέρασμα του χρόνου και σε τελευταία ανάλυση στην τέχνη είναι πιο εύκολο να φθάσεις κάπου και πολύ πιο δύσκολο να παραμείνεις».