Τρεις εβδομάδες (8-30 Σεπτεμβρίου ), 62 ομάδες χορού, 126 παραστάσεις που δόθηκαν σε 17 διαφορετικές αίθουσες, 69 προσκεκλημένοι ξένοι δημοσιογράφοι, 80.000 θεατές είναι ο συνοπτικός απολογισμός μιας τεράστιας και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας διοργάνωσης που θέλησε να υποδεχθεί τον 21ο αιώνα με ένα οδοιπορικό στα βάθη της Ασίας των μεγάλων παραδόσεων αλλά και της ιλιγγιώδους τεχνολογικής προόδου.


Φυσικά η έλξη του δυτικού πολιτισμού από την Ανατολή δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από τον εξωτισμό. Εχει βαθιές ρίζες και πηγάζει από την αναζήτηση της ολότητας και την άρση του δυϊσμού ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Και ο αμερικανικός μοντέρνος χορός άλλωστε δημιούργησε τους δικούς του κώδικες, προστρέχοντας σε χορούς που δεν είχαν δυτική προέλευση. Οσο πιο αφομοιωμένα είναι τα δάνεια τόσο πιο ουσιαστική αποδεικνύεται η ανταλλαγή.


Το βάρος της παράδοσης


Η παράσταση του εκπληκτικού ιάπωνα χορευτή και χορογράφου Saburo Teshigawara (Σαμπούρο Τεσιγκαβάρα), «Absolute Zero», ο οποίος επί περίπου δύο ώρες εξερευνούσε επί σκηνής το ανέφικτο της απόλυτης ακινησίας, αιχμαλωτίζοντας την προσοχή του κοινού που στο τέλος τον αποθέωσε, ήρθε να αποδείξει πως ο συντομότερος δρόμος για να πλησιάσει ο ένας άνθρωπος τον άλλο είναι σίγουρα η τέχνη. Μπορεί τα ιδεογράμματα να είναι ακατάληπτα για τον δυτικό άνθρωπο, η σύλληψη ωστόσο αυτού του στοχαστή της κίνησης που στήριξε τη χορογραφία του στη λογική του ελαχίστου, την αφαίρεση και τελικά το ιδεόγραμμα, ήταν μοναδική εμπειρία.


Το τρίπρακτο έργο του συνέθεταν δύο σόλο που διακόπτονταν από ένα ντουέτο. Τρεις εισαγωγές με βίντεο μικρής διάρκειας ­ το πρώτο με την κάμερα να κάνει ζουμ πάνω σε λουλούδια που κινούσαν τα πέταλα σαν τρομπέτες υπό τον ήχο του Βραδεμβούργιου Κοντσέρτου του Μπαχ ­ και στη συνέχεια να εμφανίζεται αυτός στον γυμνό σκηνικό χώρο, απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Κανονικός πυκνωτής ενέργειας ως περφόρμερ με διαδοχικά περάσματα από την απόλυτη ακινησία σε μια ταχύτητα που προκαλεί δέος, καθώς στροβιλίζεται, αιωρείται, κυματίζει με χέρια που εξακοντίζουν ριπές φωτός. Η ακρίβεια με την οποία κινείται παραπέμπει στην μπαλετική του παιδεία. Με τις μαγικές δεξιοτεχνικές ικανότητές του μοιάζει να λέει «Το θέαμα είμαι εγώ», η όλη ωστόσο ανέλιξη του δρώμενου, μαζί με τη λιτή, γεωμετρική σχεδόν εικαστική σύλληψη, δημιουργεί ασυνήθιστα συναισθήματα πιο κοντινά στη χαρμολύπη. Ακατάτακτος σαφώς ο Τεσιγκαβάρα, λάτρης μιας μορφής αισθητικής τελειότητας που υπηρετεί την εσωτερική ζωή της κίνησης ­ χωρίς να είναι κλασικός ούτε χορευτής Μπούτο ούτε όμως και παραδοσιακός ­ γεννήθηκε το 1953 στο Τόκιο και σπούδασε πλαστικές τέχνες και κλασικό χορό.


Η καλτ φιγούρα


Ιδρυσε τη δική του ομάδα το 1985 μαζί με την Κέι Μιγιάτα ­ χόρεψαν μαζί το ντουέτο της παράστασης ­ και έχει αναδειχθεί σε καλτ φιγούρα στη χορευτική σκηνή της πατρίδας του αλλά και της Γερμανίας αφότου το 1994 ο Γουίλιαμ Φορσάιθ τον κάλεσε να χορογραφήσει για το Μπαλέτο της Φραγκφούρτης.


Η εντυπωσιακή περίπτωση ενός δημιουργού σαν αυτόν, με τόσο προσωπική γραφή και ιδιοσυγκρατική κίνηση, τον τοποθετεί πολύ κοντά στα τεκταινόμενα στον σύγχρονο δυτικό χορό ενώ ταυτόχρονα διαφοροποιείται σαφώς από τους άλλους σύγχρονους ασιάτες χορογράφους.


Η ομάδα από το Κιότο


Οι πολύ νεότεροι συμπατριώτες του από το Κιότο ­ ίδρυσαν την ομάδα Monochrome Circus το 1990 ­ δείχνουν να εφάπτονται πολύ περισσότερο με τον αμερικανικό μεταμοντέρνο χορό μέσω του contact improvisation, που το εκτελούν τελετουργικά και αργά, κατά τον ιαπωνικό τρόπο. Με μοναχική εξαίρεση το εμπνευσμένο σόλο του Τακέσι Γιαζάκι, «Space 4,5» ­ ένα χορογραφικό σχόλιο του ιδίου για τον ελάχιστο ζωτικό χώρο που αναλογεί σε κάθε Ιάπωνα και που οδηγεί σε ασφυξία στις εφιαλτικές μεγαλουπόλεις ­, τα υπόλοιπα κομμάτια, εξαιρετικά εκτελεσμένα αλλά σχετικά άχρωμα, δεν ήταν παρά έμπρακτη απόδειξη σε ό,τι υποστήριξε ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ομάδας Κοσέι Σακαμότο για την ταυτότητα της νέας γενιάς. «Είμαστε Ιάπωνες χωρίς συνείδηση της καταγωγής μας» είπε χαρακτηριστικά.


Το σύμπαν ενός χορογράφου φυσικά αντανακλά την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα και τα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης μιας κοινωνίας. Αν οι μεγαλοπρεπείς τελετουργίες του Καμπούκι και του Νο συνδέονται με ένα εγκώμιο στη βραδύτητα εκπροσωπώντας το βάρος μιας μεγάλης παράδοσης, η Ιαπωνία των αρχών του 20ού αιώνα δέχεται την επίδραση του γερμανικού εξπρεσιονισμού ενώ μετά το δράμα της Χιροσίμα γεννιέται το Μπούτο, για να ακολουθήσει η Ιαπωνία του ρυθμού made in USA και της υψηλής τεχνολογίας.


Το τελετουργικό στοιχείο


Οι σύγχρονοι χορογράφοι από την Κίνα, την Ταϊβάν ή την Ιαπωνία αντιδρούν διαφορετικά εμπρός στο βάρος των παραδόσεων και βεβαίως είναι σε διαφορετικό βαθμό διαθέσιμοι στην πρόκληση του μοντερνισμού. Η αισθητική φροντίδα ωστόσο και το τελετουργικό στοιχείο φαίνεται ότι επιμένουν και αποτελούν κάτι σαν κοινό παρονομαστή σε όλες τις καταθέσεις.


Το πολυδιαφημισμένο ασιατικό χοροθέατρο Cloud Gate από την Ταϊβάν με επικεφαλής τον χορογράφο Λιν Χουάι Μιν ­ σπούδασε στην κινεζική όπερα της Ταϊβάν όσο και στη Νέα Υόρκη σύγχρονο χορό και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ασιάτες χορογράφους ­ παρουσίασε στη Λυών δύο διαφορετικά προγράμματα, βασισμένα ωστόσο στην ίδια συνταγή της μείξης στοιχείων του παραδοσιακού θεάτρου με τεχνικές δυτικού χορού. Στο πρώτο πρόγραμμα με το έργο «Songs of the Wanderers», με βασικά συστατικά το ρύζι, ένα κινητικό λεξιλόγιο μεταξύ Τάι τσι και τεχνικής Γκράχαμ και μπόλικο φολκλόρ, αποπειράται την ανασύσταση επί σκηνής μιας τελετουργίας σχετικής με το προσκύνημα του Βούδα σε μια αγροτική περιοχή. Με έμβλημα – σκηνικό εύρημα την ακίνητη φιγούρα ενός χορευτή που επί μία ώρα και τριάντα λεπτά ­ όσο διαρκεί η παράσταση ­ δέχεται σε κατάσταση Ζεν να κυλά επάνω του σε διαρκή καταιόνηση ένας καταρράκτης ρυζιού που θυμίζει χρυσή βροχή, δημιουργεί εικόνες που εντυπωσιάζουν. Οι συμβολισμοί ωστόσο δεν διαθέτουν βάθος ούτε αυθεντικότητα. Πρόκειται για έναν εξωτισμό αναλώσιμο που μπορεί να γίνει κάλλιστα μπεστ σέλερ, δεν παύει όμως να φαντάζει παρωχημένος για τη χορευτική σκηνή του 2000.