«Ζω και τελειώνω μονάχος και λησμονημένος, γιατί όλες μου οι δημοσιεύσεις έμειναν χωρίς επιτυχία. Θλιβερή ομολογία! Αξιοθρήνητη μοίρα!». Με αυτά τα λόγια αποφασίζει ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ να διακόψει το ημερολόγιό του, λίγο προτού πεθάνει το 1861 (είχε γεννηθεί το 1790). Λόγια που είναι, οπωσδήποτε, συγκινητικά καθώς ομολογούν την αποτυχία μιας ζωής και μιας προσπάθειας.


Πόσο όμως αληθεύουν αυτά τα λόγια είναι συζητήσιμο. Στον μεν σημερινό γερμανόφωνο κόσμο το όνομα του Φαλμεράυερ αναγνωρίζεται μόνο από εκείνους που έχουν κάποια σχέση με τις ελληνικές σπουδές, και ασφαλώς αυτοί δεν είναι πολλοί· για όλους δε ανεξαιρέτως δεν είναι παρά ένας ιστορικός δεύτερης διαλογής. Στην Ελλάδα, ωστόσο, ο τιρολέζος ιστορικός δεν έχει ξεχαστεί και ασφαλώς δεν θα ξεχαστεί σύντομα, από τη στιγμή όπου ολόκληρη η ιστοριογραφία μας, αν όχι ολόκληρη η παιδεία μας, διαμορφώθηκε με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματά του και να διαψεύσει τους ισχυρισμούς του.



Μια τέτοια διαπίστωση βεβαίως δεν θα παρηγορούσε: δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους συγχρόνους του Ελληνες και μάλλον, αν ζούσε ακόμη, δεν θα είχε καλύτερη γνώμη και για τους σημερινούς. Το κοινό του ήταν γερμανικό, κατά πρώτο λόγο, και δευτερευόντως (δυτικο)ευρωπαϊκό: σε αυτό απευθυνόταν, η αντίδραση και αναγνώριση αυτού του κοινού τον απασχολούσε. Και βεβαίως πώς μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, πώς ήταν άραγε δυνατόν να εκτιμήσει διαφορετικά τους Ελληνες; Στο κάτω κάτω, πέραν όλων των άλλων αρνητικών χαρακτηριστικών που έβλεπε σε αυτούς, οι διανοούμενοι του κρατιδίου ήταν οι τελευταίοι που μπήκαν στον χορό για να αντιμετωπίσουν τις απόψεις του, αν και αυτές τους αφορούσαν περισσότερο από ό,τι οποιουσδήποτε άλλους.


Ο Φαλμεράυερ είναι ταυτισμένος στη νεοελληνική παιδεία με το «κακό», αν και στην πραγματικότητα ελάχιστα πράγματα ξέρουμε για αυτόν. Από το έργο του, που τόση επιρροή άσκησε στην ελληνική ιστοριογραφία, δύο μόλις βιβλία είναι προσιτά στο ελληνικό κοινό, και αυτό συνέβη σχετικά πρόσφατα. Συνεπώς το βιβλίο της Ελλης Σκοπετέα για τον Φαλμεράυερ αποτελεί μια πρόκληση στα ήθη μας, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει αυτή την προσωπικότητα που είχε θέσει ως στόχο της ζωής της να διαγράψει από τον χάρτη την κοντινή Ελλάδα του φιλελληνισμού και να δημιουργήσει μιαν άλλη Ελλάδα, σλαβική και αλβανική, ταυτισμένη με τον απόμακρο, και για τον λόγο αυτόν γοητευτικό αλλά και επικίνδυνο, χώρο της Ανατολής. Και ασφαλώς λίγοι στην Ελλάδα θα ήσαν διατεθειμένοι να επιδείξουν έστω και ψήγματα κατανόησης σε αυτόν τον «εχθρό του έθνους» και στην ομολογία της αποτυχίας του δεν θα βλέπουν παρά τον θρίαμβο της εθνικής «αλήθειας».


Η Σκοπετέα έχει ήδη στο ενεργητικό της δύο πολύ καλά ιστορικά βιβλία ­ «Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα» και «Η Δύση της Ανατολής». Ο Φαλμεράυερ είναι το τρίτο της βιβλίο στο οποίο ακολουθεί το ίδιο μοτίβο που χαρακτηρίζει και τις προηγούμενες εργασίες της: αυτό ισχύει από άποψη ύφους, ήθους, θεματικής και προσέγγισης, καθώς επίσης και μιας γραφής πολύ προσωπικής και γοητευτικής, όχι όμως εύκολα προσπελάσιμης, στοιχείο που σπεύδω να σημειώσω ότι δεν το θεωρώ απαραιτήτως αρνητικό.


Ειδικά όμως στο τελευταίο αυτό βιβλίο της η Σκοπετέα παρουσιάζεται πολύ πιο τολμηρή σε σύγκριση με τα προηγούμενα και αυτό ίσως να οφείλεται στον έντονα πολιτικό χαρακτήρα του. Η αφετηρία από την οποία ξεκινά είναι απλή: ποιο είναι το οδοιπορικό που ακολούθησε η σκέψη του Φαλμεράυερ για να καταλήξει στη διάγνωση μιας ρήξης μεταξύ της κλασικής Ελλάδας και της μεσαιωνικής και εν τέλει να αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των αρχαίων και των νεότερων Ελλήνων; Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό σκιαγραφούν έναν Φαλμεράυερ ανθρώπινο, με τις προσωπικές του φιλοδοξίες, τις υπαρξιακές του αγωνίες, τα πολιτικά του πάθη και τα πολιτισμικά του στερεότυπα. Και θα αρκούσε αυτή η οπτική μόνο για να σιγουρευτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια πολύ καλή δουλειά.


Το βιβλίο της Σκοπετέα πάντως δεν έχει τις φιλοδοξίες να αποτελέσει μια βιογραφία, έστω και πνευματική. Ανοίγεται σε πολύ ευρύτερους ορίζοντες και τα ερωτήματα που τίθενται, ρητά ή όχι δεν έχει σημασία, όπως επίσης και τα ζητήματα που θίγονται είναι πολύ πιο γενικού ενδιαφέροντος και καλύπτουν ένα ευρύτατο θεματικό φάσμα: ποιοι είναι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες εν τέλει μέσω των οποίων ένας πολιτισμός συγκροτεί τον ίδιο του τον εαυτό και συνάμα προσλαμβάνει τους υπόλοιπους, ιστορικούς και σύγχρονους πολιτισμούς; Πώς εξατομικεύονται αυτοί οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες ανάλογα με τα προσωπικά βιώματα του καθενός;


Τέλος, με κίνδυνο ασφαλώς να θεωρηθεί ότι προστρέχω σε μια πολύ προσωπική ανάγνωση του βιβλίου, νομίζω πως το μείζον ερώτημα, που ναι μεν δεν τίθεται ρητά αλλά διατρέχει ουσιαστικά όλη την εργασία της Σκοπετέα, είναι το πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι ένας ιστορικός, πόσο αμερόληπτη μπορεί να είναι η ιστοριογραφία, πόσο εν τέλει μπορεί να ξεφύγει από το περιβάλλον εντός του οποίου διαμορφώνεται η σκέψη του. Και η καλύτερη απάντηση που μπορώ να δώσω σε μιαν, όπως είπα, μάλλον προσωπική ανάγνωση του βιβλίου δεν θα δικαίωνε εκείνους που εκλαμβάνουν την ιστορία ως «θεία δίκη».


Σε αντίθεση με όσα του έχουν καταμαρτυρήσει στην Ελλάδα, ο Φαλμεράυερ υπήρξε ένας έντιμος ιστορικός που πίστευε αυτά που έγραφε και αγωνιζόταν για αυτά που πίστευε. Υπήρξε ένα άτομο με πολιτική σκέψη και δράση που έβλεπε στη νεότερη Ελλάδα να υποστασιοποιείται η άρνηση της δικής του Δύσης, και με τα μάτια του Γερμανού της γενιάς του 1848 αναζητούσε τη στιγμή εκείνη κατά την οποία η ανατολή γινόταν Ανατολή: η στιγμή αυτή δεν μπορούσε να είναι άλλη από εκείνη κατά την οποία η σλαβική απειλή, μόνιμος αμφισβητίας των δυτικών αξιών και αντίπαλο δέος της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα, έκανε την εμφάνισή της και διαμόρφωνε μια ετερότητα, το Ανατολικό Βυζάντιο, που δεν μπορούσε να υπάρχει όσο η κλασική Ελλάδα, αυτή η υιοθετημένη μητέρα του δυτικού πολιτισμού, επιβίωνε.


Την άποψη αυτή ο Φαλμεράυερ δεν ήταν ο πρώτος που τη διατύπωνε, ήταν όμως ο πρώτος που, μέσα από την προσωπική του αγωνία, της έδινε συστηματικότητα και την πρόβαλλε ως πολιτική θέση. Και βεβαίως δεν ήταν και ο τελευταίος, αν και ασφαλώς η θεμελίωση αυτής της άποψης στη βάση μιας έστω και νεφελώδους φυλετικής θεωρίας, όπως ήταν εκείνη του Φαλμεράυερ, δεν έχει πέραση πια. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ίδια η λογική της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, όταν κάνει λόγο για τη συγκρότηση της Ευρώπης, ακολουθεί αυτή την προβληματική, μόνο που το κάνει με τρόπο πιο κομψό.


Ολα τα βιβλία της ευρωπαϊκής ιστορίας αυτό το σημείο υπογραμμίζουν καθώς αφηγούνται την άνοδο και τον θρίαμβο μιας Ευρώπης που κατάγεται από τη λατινική χριστιανοσύνη και η οποία φροντίζει να διαχωρίζει με αυστηρότητα τις σχέσεις της από τους υπόλοιπους κατοίκους της ηπείρου, που είχαν μια διαφορετική ιστορική τύχη. Και εν τέλει είναι μια άποψη την οποία αποδεχόμαστε και τη διδάσκουμε και μόνο γιατί υπάρχει η (ασαφής) αναγνώριση ενός φόρου τιμής στην αρχαία Ελλάδα.


Το βιβλίο της Σκοπετέα, σε αντίθεση με ό,τι συχνά συμβαίνει στη σημερινή ιστοριογραφία μας, είναι ένα βιβλίο με προσωπικότητα και πολιτική αντίληψη. Ισως να μην ταράξει το τέλμα στο οποίο ζούμε, και αυτό για λόγους ανεξάρτητους από την αξία του βιβλίου. Οπωσδήποτε, όμως, θα βάλει σε σκέψεις κάθε άνθρωπο που έχει το κέφι να διαθέσει λίγο από τον χρόνο του για να σκεφτεί και να ξεπεράσει τα ελληνοπρεπή και νεορθόδοξα στερεότυπα που μας κυβερνούν.


Ο κ. Κώστας Κωστής είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.