Στην καμπή του περασμένου αιώνα, στα 1897, ένα «μεγαλειώδες επίτευγμα επιστημοσύνης και μόχθου», όπως το χαρακτηρίζει ο Γεώργιος Ostrogorsky, είδε το φως της δημοσιότητας στη Γερμανία και έκτοτε καθιερώθηκε ως το πιο σπουδαίο βοήθημα για κάθε βυζαντινολόγο. Επρόκειτο για την Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας του Καρόλου Krumbacher, με τον οποίο αρχίζει ουσιαστικά η συστηματική έρευνα του Βυζαντίου στη Γερμανία.


Η πρόοδος που συντελέστηκε στη συνέχεια στον χώρο των βυζαντινών σπουδών οδήγησε αναπόφευκτα στην «αντικατάσταση» του ογκώδους και πρωτοποριακού για την εποχή του έργου του Krumbacher με τη συμπλήρωση ή και την αναθεώρηση ακόμη των ιδεών και των αρχών στις οποίες εκείνος είχε στηρίξει τη συγγραφή του και την έκδοση δύο πολύ σημαντικών έργων, βασικών σήμερα εγχειριδίων στον τομέα της βυζαντινής γραμματολογίας. Αναφέρομαι στην Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας του μεγάλου, επίσης Γερμανού, βυζαντινολόγου Hans-Georg Beck και στη Λόγια Κοσμική Γραμματεία του Βυζαντίου του Αυστριακού Herbert Hunger, ενός εκ των κορυφαίων εν ζωή ακόμη βυζαντινών φιλολόγων.


Και από τα τρία ωστόσο έργα που προαναφέρθηκαν, παρά την αδιαμφισβήτητη συνολικά επιστημονική αξία τους, απουσιάζει, περίπου παντελώς, η διερεύνηση της λογοτεχνικότητας και της ποιητικότητας των βυζαντινών κειμένων, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και φιλολογίας (Schrifttum) ενώ κυριαρχεί η αντίληψη ότι η όποια λογοτεχνική αξία τους οφείλεται στην πρόσδεση και στη μίμηση των κλασικών προτύπων τους. Η διαίρεση και η καταγραφή κατά είδος ολόκληρης της γραπτής βυζαντινής κληρονομιάς, με άλλα λόγια το τι γράφτηκε και όχι πώς γράφτηκε, συνιστούν τη βασική φιλοσοφία στη σύλληψη και συγγραφή αυτών των σπουδαίων, κατά τα άλλα, έργων.


Τα τελευταία πάντως χρόνια γνωστοί βυζαντινολόγοι εντόπισαν το κενό που παρουσιάζει η μελέτη της βυζαντινής λογοτεχνίας και επεσήμαναν την ανάγκη διερεύνησης της αυτόνομης λειτουργίας της, της αυθεντικότητας ορισμένων τουλάχιστον βυζαντινών κειμένων, της αποδέσμευσής τους από τα αρχαία πρότυπα και της ανάδειξης της δικής τους γλωσσικής και αισθητικής αξίας. Δύο χρόνια πριν στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού «Europe» ο βυζαντινολόγος Andre Guillou είχε επισημάνει: «Η σπουδαιότητα της ελληνικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας συνίσταται κυρίως σε αυτά που ως σήμερα δεν είχαν καθόλου σχεδόν αναγνωριστεί και εκτιμηθεί, δηλαδή στην αισθητική της αξία, στην υπόσταση των έργων της και στη λογοτεχνική και γλωσσολογική ποιότητά τους. Για να κατανοήσουμε τη φύση της βυζαντινής λογοτεχνίας και την παγκόσμια σημασία της πρέπει πρώτα απ’ όλα να πάψουμε να τη συγκρίνουμε με άλλες και ειδικότερα με την αρχαία ελληνική και να προσπαθήσουμε να τη μελετήσουμε μέσα στο πλαίσιο της δικής της εποχής».


Αλλά και ο ίδιος ο Beck στο νεότερο βιβλίο του Η βυζαντινή χιλιετία, σε μια σειρά ρητορικά ερωτήματα που θέτει στον αναγνώστη σχετικά με τη βυζαντινή λογοτεχνία, το περιεχόμενο και την ερμηνεία της, δίνει ουσιαστικά το στίγμα της «αμεσότητας» και «επικαιρότητας» που αυτή εμπεριέχει, παρά τις όποιες κλασικές καταβολές της. Τονίζει ακόμη ότι η χρονική απόσταση που χωρίζει τους βυζαντινούς συγγραφείς από τα πρότυπά τους γίνεται όλο και μεγαλύτερη, η γλώσσα εξελίσσεται αδιάκοπα και οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν. Θα πρέπει κατά συνέπεια, υποστηρίζει ο Beck, ο ερευνητής της βυζαντινής λογοτεχνίας να μη σταθεί μόνο στη φιλολογική ανάγνωσή της και στην αναγωγή της στα πρότυπα των κλασικών συγγραφέων, αλλά να εξετάσει το ίδιο το προϊόν της ως δημιούργημα μιας ορισμένης ατομικότητας που δεν ανήκει πια στην αρχαιότητα και μιας εποχής που δεν είναι πια κλασική.



Η δημοσίευση του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα Μια Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας του αείμνηστου Αλέξανδρου Kazdan, διακεκριμένου βυζαντινολόγου και μεγάλου εραστή της βυζαντινής λογοτεχνίας, έρχεται να καλύψει αυτό το κενό και να μετουσιώσει τις ευχές των μεγάλων συναδέλφων του. Εργο «τιτάνιο» το χαρακτηρίζει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, καθηγητής Νίκος Οικονομίδης, στο προλογικό σημείωμά του, «έργο διαφορετικό από τα άλλα γνωστά εγχειρήματα αυτού του είδους».


Η επιθυμία του Kazdan να συμπεριληφθεί το έργο αυτό στις ερευνητικές σειρές του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών έγινε σήμερα πραγματικότητα. Η συνεργασία του μαθητή του Lee Sherry και της Χριστίνας Αγγελίδη, ερευνήτριας του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, στους οποίους ο συγγραφέας πρόλαβε να παραδώσει το πλήρες χειρόγραφο του παρόντος τόμου, λίγο προτού φύγει από τη ζωή, και η συμμετοχή στη γλωσσική του επιμέλεια του φιλολόγου John Davis έδωσαν ένα λαμπρό επιστημονικό και εκδοτικό αποτέλεσμα. Εναν καλαίσθητο, πολυσέλιδο τόμο, το περιεχόμενο του οποίου ανοίγει νέους ορίζοντες και εγγράφει θετικές προοπτικές στον χώρο της βυζαντινής λογοτεχνίας, ενός τομέα που κατά γενική ομολογία αποτελεί την πεμπτουσία του πνευματικού βυζαντινού «γίγνεσθαι».


Κύριος στόχος του συγγραφέα είναι να προβάλει την πραγματική αξία μιας λογοτεχνίας που έχει αδικηθεί για πολλούς λόγους αλλά κυρίως εξαιτίας της συνεχούς σύγκρισής της με τα πρότυπα της κλασικής Ελλάδας. Οντας ο ίδιος βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο, πίστευε ότι η ανάμειξη του συγγραφέα στην πραγματική ζωή και στα προβλήματα της κοινωνίας όπου ζει επηρεάζει αναπόφευκτα τη μορφή και το περιεχόμενο της αφήγησής του.


Πυρήνα της έρευνάς του επομένως στον χώρο της λογοτεχνίας αποτέλεσε ο «κοινωνικός εντοπισμός» των βυζαντινών λογίων, τα έργα των οποίων αντιμετώπισε ως μια αυτόνομη οντότητα. Τις ιδέες αυτές και τις ερευνητικές μεθόδους που χρησιμοποίησε για τη στήριξή τους έχει ήδη εφαρμόσει σε ευρεία κλίμακα σε ένα παλαιότερο έργο του με τον τίτλο Studies on Byzantine Literature of Eleventh and Twelfth Centuries το οποίο εξέδωσε το 1984 σε συνεργασία με τον Simon Franklin.


Στον παρόντα τόμο, που πραγματεύεται την ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας από το 650 ως το 850, «κλείνοντας» έτσι το ονομαζόμενο «μεγάλο χάσμα» των σκοτεινών αιώνων, ο Kazdan συστηματοποιεί τις ερευνητικές μεθόδους του και εξατομικεύει τις ιδέες του στην ερμηνεία της λογοτεχνικής παραγωγής αυτής της «στείρας» γενικά πνευματικής περιόδου, εμβαθύνοντας στις αρχές που τη διέπουν και διερευνώντας τα μέσα που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί της.


Κύριο άξονα στη διάρθρωση της μορφής του βιβλίου αποτελεί η επιλογή των πιο σημαντικών πνευματικών δημιουργών αυτής της εποχής και η ανάλυση ορισμένων από τα έργα τους που αντιπροσωπεύουν εκείνα τα λογοτεχνικά είδη που η πολιτική και κοινωνική συγκυρία ευνόησε ιδιαίτερα. Η ομιλητική, η υμνογραφία και η αγιολογία συνιστούν τους σπουδαιότερους τομείς λογοτεχνικής παραγωγής αυτής της περιόδου, με κορυφαίους εκπροσώπους τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Ανδρέα Κρήτης, τον Κοσμά τον Μελωδό, τον Θεόδωρο Στουδίτη, τον άγιο Κλήμεντα κ.ά., από τον κατάλογο των οποίων ωστόσο δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ο σπουδαιότερος χρονογράφος της εποχής, ο περίφημος Θεοφάνης ο Ομολογητής.


Μέσα από μια λεπτομερή ­ μικροσκοπική, θα έλεγα ­ ανάλυση ακόμη και των πιο συμβατικών κειμένων αυτής της «σκοτεινής» εποχής ο Kazdan εντοπίζει λογοτεχνικά σχήματα που υποκρύπτονται κάτω από τις γραμμές και πίσω από τις λέξεις, ανακαλύπτει την αισθητική των συμβόλων και της εικόνας και αναδεικνύει όλα εκείνα τα στοιχεία που προσφέρουν «τέρψιν» στον αναγνώστη. Επιχειρεί, με άλλα λόγια, να καταρρίψει την ως τώρα στερεότυπη θεωρία ότι τα μεσαιωνικά βυζαντινά κείμενα αποτελούν από λογοτεχνικής άποψης μια παρεφθαρμένη μορφή της αρχαίας λογοτεχνίας, μια φτωχή απομίμηση των μεγάλων προτύπων τους, έναν παραμορφωμένο καθρέφτη της λεξικολογικής και υφολογικής αισθητικής τους.


Εξατομικεύοντας τις περιπτώσεις που μελετά, με βάση το υλικό που διαθέτει, δίνει το στίγμα του βυζαντινού συγγραφέα και προσδιορίζει τον χώρο των αισθητικών ενδιαφερόντων του. Προσπαθεί να αποσαφηνίσει τα κριτήρια επιλογής που εκείνος χρησιμοποιεί και, ανάλογα με το αν αυτές οι ιδιαιτερότητές του συνάδουν ή απάδουν στην εποχή και στον περίγυρό του, προσδιορίζει την ιστορική και λογοτεχνική ιδιοπροσωπία του. Θεωρεί τη βυζαντινή λογοτεχνία απαύγασμα μιας ζωντανής κοινωνίας, με τα δικά της αισθητικά μέτρα, τις δικές της αισθητικές απαιτήσεις, τα δικά της ιδεώδη και μοντέλα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την αντίληψη, όπως επισημαίνουν οι συνεργάτες του και επιμελητές του τόμου στον πρόλογό τους, η ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας θα πρέπει πλέον να εξετασθεί όχι τόσο στο πλαίσιο της ανάπτυξης των ποικίλων ειδών της αλλά κυρίως μέσα από την εξέλιξη της λογοτεχνικότητάς της, των τρόπων και των μέσων της ποιητικής έκφρασής της.


Ας επισημανθεί, τέλος, ότι η αξία αυτού του βιβλίου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν λάβει κανείς υπόψη του τα χρονικά όριά του. Είναι περίπου εκείνα που περικλείουν την εικονομαχική εποχή και τη μοναστική αναβίωση, μια εποχή που χαρακτηρίζεται από πενιχρότητα στην πνευματική παραγωγή και παντελή σχεδόν έλλειψη ιστορικής αντικειμενικότητας. Η «Ιστορία» λοιπόν του Kazdan, που πραγματεύεται τη «λογοτεχνικότητα» των κειμένων αυτής ακριβώς της ιστορικής περιόδου, έρχεται να ρίξει φως στο σκοτάδι του «μικρού Μεσαίωνα» του Βυζαντίου, να γεφυρώσει το «χάσμα» που δημιούργησαν οι σκοτεινοί αιώνες του, να καλύψει το «παμμέγεθες», κατά τον Krumbacher, «κενόν» που παρουσιάζει την εποχή εκείνη ο πολιτισμός των Βυζαντινών.


Η κυρία Σοφία Πατούρα είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.