» Η δολοφονία του Μόρο ήταν σφάλμα «


ΡΩΜΗ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ.


Πέρασε 20 χρόνια στη φυλακή. Αποκήρυξε τον ένοπλο αγώνα, χωρίς όμως να αποκαλύψει στους δικαστές λεπτομέρειες και γεγονότα στα οποία εμπλέκονται τρίτα πρόσωπα, πρώην «συναγωνιστές» του, δηλαδή. Ο Σέρτζιο Σέτζιο είναι ο άνθρωπος που ίδρυσε την τρομοκρατική οργάνωση «Πρίμα Λίνεα» («Πρώτη Γραμμή»). Ο ίδιος δεν θέλει να μιλάει για τρομοκρατία, προτιμά την έκφραση «ένοπλος αγώνας» και υπογραμμίζει παράλληλα ότι η «Πρώτη Γραμμή» γεννήθηκε με στόχους και προοπτικές, διαφορετικές από εκείνες των «Ερυθρών Ταξιαρχιών». Προτού απαντήσει σκέπτεται πολύ, είναι ξεκάθαρο ότι όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησε να φέρει πιο κοντά, μέσα του, τις ιδεολογικές θέσεις με την ανθρώπινη, ηθική προσέγγιση. Μιλήσαμε για τη «17 Νοέμβρη», τις «Νέες Ερυθρές Ταξιαρχίες», τις σχέσεις της χούντας με τους ιταλούς ακροδεξιούς και την υπόθεση Μόρο. Δεκαπέντε χρόνια μετά την εξάρθρωση της ιταλικής ιστορικής τρομοκρατίας, η συζήτηση με τον Σέρτζιο Σέτζιο αποδεικνύει ότι για να επουλωθούν οι πληγές χρειάζεται χρόνος πολύς, ότι η Ιταλία, το 2002, δεν έχει ακόμη καταφέρει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της.




– Ποια ήταν η συμμετοχή σας στο τρομοκρατικό κίνημα της Ιταλίας;


«Προτού μπω σε ένοπλες ομάδες, όπως πολλά άλλα άτομα, ήμουν επί χρόνια οργανωμένος στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Μετά λοιπόν τη συμμετοχή μου στην οργάνωση «Λότα Κοντίνουα» («Συνεχής Αγώνας»), το ’74, μαζί με μία ομάδα συντρόφων αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε νέα πορεία, που μας οδήγησε, το ’76, στη συγκρότηση της οργάνωσης «Πρίμα Λίνεα» («Πρώτη Γραμμή»)».


– Σε τι διέφερε η οργάνωσή σας από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες»;


«Είχαμε αποφασίσει ότι έπρεπε να περάσουμε σε πιο ριζικές, ακραίες πράξεις και στρατηγικές. Χρησιμοποιήσαμε όμως τη βία για να στηρίξουμε ένα ιδεολογικό οικοδόμημα. Προσπαθήσαμε να θέσουμε τα όπλα στις υπηρεσίες των διεκδικήσεων όλου του εργατικού και κοινωνικού χώρου, που χαρακτηριζόταν τότε από μία πολύ δυναμική παρουσία. Πιστεύαμε στην ανάγκη άμεσης επικράτησης της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πράξης. Οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» προσπάθησαν να τραβήξουν στη σφαίρα επιρροής τους όλα τα κινήματα που έκαναν πολιτική στον χώρο της άκρας Αριστεράς. Αναγνωρίζουμε πάντως τις ευθύνες μας: δεκαπέντε δολοφονίες, από το 1976 ως το 1980. Για να καταλάβετε το μέγεθος του φαινομένου, μπορώ να σας πω ότι στις δίκες κατά της τρομοκρατίας κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στην «Πρώτη Γραμμή» 923 άτομα».


– Τι γνωρίζετε και ποια είναι η άποψή σας για τη «17 Νοέμβρη»;


«Μου φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να μιλάμε για μία αμιγώς τρομοκρατική οργάνωση, που θυμίζει το σημερινό ιταλικό τοπίο. Οταν άρχισαν να δημιουργούνται οι ένοπλες οργανώσεις, πριν από τρεις δεκαετίες, στην Ιταλία, η δυναμική ήταν, εν μέρει τουλάχιστον, διαφορετική: εμείς δεν γεννηθήκαμε «με τα όπλα ανά χείρας». Επιλέξαμε την οδό της βίας σε μία συγκεκριμένη στιγμή της ιταλικής πολιτικής ζωής, μέσα σε μία εντονότατη πολιτική αντιπαράθεση. Διαθέταμε ένα πολιτικό σχέδιο που δεν μπορούσε να εξαντληθεί μόνο με τη χρήση των όπλων».


– Ποιοι ήταν οι στόχοι των επιθέσεών σας και πόσο ισχυρή και άμεση ήταν η επαφή με τους εργαζομένους στις βιομηχανίες;


«Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πρώτ’ απ’ όλα ότι η επιλογή μας να δράσουμε βίαια οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις βόμβες που εξερράγησαν σε πλατείες, σε σταθμούς και τράπεζες της Ιταλίας (στην Μπολόνια, στο Μιλάνο, στην Μπρέσια) από το ’69 ως το ’74. Πραγματικές σφαγές, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, που οργανώθηκαν από τη φασιστική Ακροδεξιά, με τη συνεργασία μέρους των μυστικών υπηρεσιών. Ηθελαν να ρίξουν την ευθύνη, να ενοχοποιήσουν τα αριστερά κινήματα. Και είναι βέβαια ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η ιταλική άκρα Δεξιά διατηρούσε στενότατες επαφές με τη Χούντα και τις μυστικές υπηρεσίες της: το ’68, πενήντα μέλη της νεοφασιστικής οργάνωσης «Ορντινε Νουόβο» («Νέα Τάξη») πραγματοποίησαν ταξίδι στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη και χάρη στο «ενδιαφέρον» του πράκτορα της CIA, Γκουερίν Σεράκ. Πολλοί από αυτούς, λίγο μετά την επιστροφή τους στη Ρώμη, άρχισαν τις βομβιστικές επιθέσεις. Κάποιοι άλλοι ασχολήθηκαν με την πολιτική. Στους τότε προσκληθέντες ήταν και ο Αντριάνο Τίλγκερ, γνωστός νεοφασίστας εξτρεμιστής, με τον Μάριο Μερλίνο, που κατηγορήθηκε για την έκρηξη στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου, στις 12 Δεκεμβρίου του 1969, με 15 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες. Οικότροφος των Αθηνών ήταν και ο νεοφασίστας Πίνο Ράουτι, πολυσυζητημένος για τις σκοτεινές επαφές του με τις μυστικές υπηρεσίες. Εκείνη τη στιγμή, μετά την Πιάτσα Φοντάνα «χάσαμε την αθωότητά μας». Ενα μέρος των αριστερών αποφάσισε να αντιδράσει. Η γέννηση της ιταλικής τρομοκρατίας έχει και αυτή την εξήγηση».


– Φτάσατε όμως κάποια στιγμή και στο έγκλημα…


«Πράγματι. Η ημερομηνία-σταθμός είναι και πάλι η απαγωγή και η δολοφονία του Αλντο Μόρο, ο οποίος θανατώθηκε στις 9 Μαΐου του 1978. Η τραγική αυτή ιστορία προκάλεσε την οριστική απομάκρυνση πολλών αριστερών από τις ένοπλες οργανώσεις. Το αντίθετο ακριβώς από αυτό που περίμεναν οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Νόμιζαν ότι η δολοφονία του προέδρου της Χριστιανικής Δημοκρατίας θα μπορούσε να προσηλυτίσει νέα μέλη. Οσοι ήθελαν να αγωνισθούν (εργάτες και φοιτητές, κυρίως) γύρισαν όμως στα σπίτια τους. Η αναμέτρηση βασίζεται πλέον μόνο σε στρατιωτικά μέσα. Οι εισαγγελείς και οι καραμπινιέροι από τη μία, οι ένοπλες οργανώσεις από την άλλη. Υπερέχει η βία, σταματά κάθε ιδεολογική εξέλιξη. Και η «Πρώτη Γραμμή» μπαίνει, δυστυχώς, στη λογική αυτή. Το ’79 δολοφονούμε τον δικαστή Αλεσαντρίνι, στο Μιλάνο».


– Ποια είναι η προσωπική σας άποψη για την υπόθεση Μόρο;


«Ηταν ένα πολιτικό και στρατηγικό λάθος των «Ερυθρών Ταξιαρχιών». Εσφαλαν, νομίζοντας ότι θα μπορούσαν με την κίνηση αυτή να δώσουν αποφασιστική ώθηση στα επαναστατικά τους σχέδια. Το σύνθημά τους ήταν: «Επίθεση στην καρδιά του κράτους». Την επικέντρωσαν στον Μόρο και στη Χριστιανική Δημοκρατία. Μια πολύ περιορισμένη οπτική. Δεν κατάλαβαν ότι οι «εξουσίες» είναι πολλές και διάσπαρτες. Σκέφτηκαν μάλλον απλοϊκά, εντοπίζοντας μία ενιαία, μονολιθική εξουσία. Εμείς, της «Πρώτης Γραμμής», διαβάζαμε Φουκό, οι Ερυθροταξιαρχίτες προτιμούσαν τον Στάλιν».


– Είχατε σχέσεις με άλλες οργανώσεις ή μυστικές υπηρεσίες;


«Εγώ προσωπικά εκπαιδεύτηκα στρατιωτικά από την ΕΤΑ, στο τμήμα της Χώρας των Βάσκων που ανήκει στη Γαλλία. Είχαμε σχέσεις με γαλλικές επαναστατικές ένοπλες οργανώσεις, με παλαιστινιακές επίσης ομάδες που μας έστειλαν και όπλα. Οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες», με τη σειρά τους, είχαν απευθείας επαφή με τη RAF της Γερμανίας. Ηθελαν να κτίσουν διεθνείς συμμαχίες, εμείς προτιμούσαμε να έχουμε ανταλλαγές και σχέσεις αλληλεγγύης με ομάδες άλλων χωρών, έστω και αν δεν μας συνέδεαν κοινές στρατηγικές. Σε ό,τι αφορά τις μυστικές υπηρεσίες, η «Πρώτη Γραμμή» δεν ανέπτυξε διασυνδέσεις τέτοιου είδους, και αυτό αποδεικνύεται από τα στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Στις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» είχαν μάλλον καταφέρει να εισχωρήσουν διάφοροι πράκτορες και καραμπινιέροι, όπως δήλωσε και πρόσφατα ο μετανοημένος Πατρίτσιο Πέτσι».


– Πώς βλέπετε τις «Νέες Ερυθρές Ταξιαρχίες»;


«Πιστεύω ότι μοιάζουν με τη «17 Νοέμβρη». Είναι πολύ κλειστές ομάδες που έχουν ουσιαστικά ως μόνο στόχο την πολιτική δολοφονία. Κάτι που για μας ήταν μια τραγική κατάληξη, όχι σημείο εκκίνησης. Φοβάμαι όμως ότι οι «Νέες Ερυθρές Ταξιαρχίες» μπορεί να πετύχουν περισσότερα από ό,τι θα ήλπιζαν και οι ίδιες, λόγω της μυωπικής στάσης των ιταλικών αρχών. Αναφέρομαι στο λάθος που έγινε να μην κλείσει οριστικά ο «φάκελος τρομοκρατία». Υστερα από τόσους προβληματισμούς, έπρεπε να ψηφισθεί γενική αμνηστία από το κοινοβούλιο. Διότι οι τρομοκρατικές εμπειρίες ανήκουν σε μια εντελώς ξεπερασμένη ιστορική φάση: στον Ψυχρό Πόλεμο, με αναφορά και στους αγώνες κατά του φασισμού. Το Τείχος του Βερολίνου όμως έπεσε προ πολλού».


– Ζητήσατε πρόσφατα από τους 150 ιταλούς τρομοκράτες που ζουν εξόριστοι/φυγόδικοι στο Παρίσι να αποκηρύξουν οριστικά τη βία. Τι εννοείτε ακριβώς;


«Είναι αποτέλεσμα πολιτικής σκέψης. Για να οικοδομηθεί η αμνηστία, ο καθένας πρέπει να συμβάλει με τον τρόπο του. Οι πολιτικοί, όσοι έζησαν την εμπειρία του ένοπλου αγώνα, οι δικαστές… Ιδίως όσοι είχαν ηγετικούς ρόλους στα κινήματα της δεκαετίας του ’70 και του ’80, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δηλώσουν δημοσίως ότι ο ένοπλος αγώνας δεν έχει πλέον καμία δικαιολογία, κανένα λόγο ύπαρξης. Υπάρχει εδώ και ιστορική ευθύνη των ηγετών των «Ερυθρών Ταξιαρχιών»: Δεν προχώρησαν ποτέ σε από κοινού αποκήρυξη της ένοπλης δράσης. Εμείς, της «Πρώτης Γραμμής», το πράξαμε. Αυτή η ρευστότητα των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» επέτρεψε ίσως σε κάποιους να χρησιμοποιούν τώρα το όνομα «Νέες Ερυθρές Ταξιαρχίες»».