Το 1970 σήμανε για τη χούντα του Παπαδόπουλου την αρχή του τέλους της και τα Αρχεία του Φόρεϊν Οφις εκείνου του χρόνου, που άνοιξαν σήμερα, δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή και κυρίως για τις σχέσεις μεταξύ των πρωτεργατών της δικτατορίας, που, όπως αποκαλύπτεται, κάθε άλλο παρά αρμονικές ήταν. «Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα ό,τι σχετικό μετέδωσε τότε στο Λονδίνο η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα για ένα γεγονός που προκάλεσε γενική κατάπληξη: την απελευθέρωση του κρατουμένου στη φυλακή Μίκη Θεοδωράκη.


Οι σχέσεις ανάμεσα στα πρωτοπαλίκαρα της χούντας έχουν φθάσει σε κρίσιμο σημείο, αποκαλύπτουν τα έγγραφα της βρετανικής πρεσβείας, η οποία ήταν καλά πληροφορημένη. Ο Μακαρέζος απειλεί τελεσιγραφικά να παραιτηθεί επειδή ο Παπαδόπουλος παίρνει αποφάσεις δίχως να τις συζητεί στο Επαναστατικό Συμβούλιο. Η κατάσταση στην Κύπρο, για την οποία οι συνταγματάρχες έχουν απόψεις αντίθετες από αυτές του Μακαρίου, έχει ξεφύγει από τον έλεγχό τους ­ άλλες εντολές δίνει η χούντα στους εκεί πράκτορές της και άλλα αυτοί εφαρμόζουν. Η απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου παραμένει μυστήριο, αλλά έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη δολοφονία του Γεωρκάτζη, ο οποίος διατηρούσε δεσμούς με πράκτορες των βρετανικών υπηρεσιών στη Βηρυτό.


Αλλά τα βρετανικά αρχεία αποκαλύπτουν και τη στάση της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στη χούντα. Το Λονδίνο είναι ικανοποιημένο επειδή οι βρετανικές εξαγωγές στην Ελλάδα παρουσιάζουν αύξηση σχεδόν 50% από τότε που ανέλαβε η χούντα και ελπίζει να αυξηθούν περισσότερο καθώς οι συνταγματάρχες ετοιμάζονται να ανανεώσουν το οπλοστάσιο της χώρας. Η βρετανική κυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά την εκλογή των Συντηρητικών το 1970, διαβεβαιώνει διά του υφυπουργού Τζέφρι Ρίπον τον έλληνα πρεσβευτή στρατηγό Γιάννη Σορώκο ότι «είναι θέμα της ελληνικής κυβέρνησης και μόνο το πώς θα ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας». Δεν διστάζει μάλιστα να απαρνηθεί και τον «βασιλικό εξάδελφο», τον Κωνσταντίνο ­ που εξακολουθούσε να είναι, τυπικά, αρχηγός κράτους ­ όταν η χούντα παραπονέθηκε ότι οι επισκέψεις του σε βρετανούς πολιτικούς δίχως συνοδεία αντιπροσώπου της Ελλάδας δημιουργούν συνταγματικό ζήτημα.


ΛΟΝΔΙΝΟ, 30 Δεκεμβριου.



Ως τότε λίγοι ήταν εκείνοι στην Ελλάδα που είχαν ακούσει το όνομα Σερβάν -Σρεμπέρ. Επρόκειτο για έναν φιλόδοξο γάλλο πολιτικό με καλές διασυνδέσεις, αλλά χωρίς το αντίστοιχο περιεχόμενο. Θέλοντας να ακουστεί το όνομά του στη διεθνή σκηνή, δημιούργησε θόρυβο για τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο γνωστός πανεπιστημιακός αντιστασιακός Καράγιωργας, ένας από τους 34 που περίμεναν τη δικαστική απόφαση μετά το τέλος της μεγάλης δίκης που είχε προκαλέσει διεθνές ενδιαφέρον. Εφθασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 9.30 το βράδυ του Σαββάτου.


Ο Ωνάσης, που φαίνεται ότι ήταν γνώριμός του, τηλεφώνησε στον έμπιστό του καθηγητή Γεωργάκη και του είπε καθαρά ότι δεν θέλει να συνδεθεί το όνομά του με τον Γάλλο, γιατί δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει το συμβόλαιο των 600 εκατ. δρχ. με τη χούντα. Γι’ αυτό έπρεπε να χειρισθεί το θέμα με λεπτότητα, ώστε να ικανοποιήσει τον Σρεμπέρ, χωρίς να αναφερθεί το όνομά του, για να μη χαλάσουν οι σχέσεις του με τον Παπαδόπουλο.


Ο Σρεμπέρ τηλεφώνησε στον Γεωργάκη απαιτώντας να δει αμέσως τον πρωθυπουργό προκειμένου να σώσει τη ζωή του Καράγιωργα. Ο καθηγητής τού εξήγησε ότι είναι αδύνατο να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό πριν από τη Δευτέρα. Αλλά επειδή ο Γάλλος επέμενε φορτικά, ο Γεωργάκης τηλεφώνησε στο πρωθυπουργικό γραφείο, όπου του επιβεβαίωσαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.


Το μεσημέρι στις 2.30 της επομένης (Κυριακής) ανακοινώθηκαν οι ποινές και δεν υπήρχε καμία θανατική καταδίκη. Τότε ο Σρεμπέρ κατάλαβε ότι μάλλον είχε σπεύσει. «Δεν μπορώ να επιστρέψω στο Παρίσι με άδεια χέρια» είπε στον καθηγητή. «τι θα πουν οι φοιτητές στη Ναντέρ που περιμένουν;».


* Ο χαμένος της υπόθεσης


Ο Γεωργάκης, που ήταν γεννημένος διπλωμάτης, του αντιπρότεινε: «Γιατί δεν ζητείς να αφήσει ελεύθερο τον Θεοδωράκη;». Επίστευε ότι ο Παπαδόπουλος δεν ήθελε να κρατήσει τον Μίκη στη φυλακή, που μάλιστα ήταν άρρωστος. Στο μεταξύ έφθασε το μήνυμα από το πρωθυπουργικό γραφείο ότι ο Παπαδόπουλος θα δεχθεί ευχαρίστως τον κ. Σρεμπέρ τη Δευτέρα. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε και ο Σρεμπέρ τήρησε διαλλακτική στάση υποσχόμενος ότι θα κρίνει στο εξής το καθεστώς χωρίς προκατάληψη και ίσως να πείσει τον Πάλμε, πρωθυπουργό της Σουηδίας, να επισκεφθεί μαζί του την Αθήνα. Ο Παπαδόπουλος, που προφανώς είχε ενημερωθεί από τον Γεωργάκη, έδωσε τις κατάλληλες εντολές και σε δυο – τρεις ώρες ο Θεοδωράκης βρισκόταν στο αεροδρόμιο απ’ όπου μαζί με τον Σρεμπέρ αναχώρησαν για τη Γαλλία. Με αυτόν τον τρόπο ο Παπαδόπουλος έδειξε μεγαλοψυχία και ταυτόχρονα ξεφορτώθηκε τον Θεοδωράκη. Ο μόνος χαμένος από την υπόθεση ήταν ο Τάσκα, ο νέος αμερικανός πρέσβης, που είχε στον νου του να μεσολαβήσει για την απελευθέρωση του Μίκη.


Αλλά ο Παπαδόπουλος, που έδωσε την εντολή χωρίς να συμβουλευθεί τους «σκληρούς» και κυρίως τον Παττακό, που ήταν υπουργός Εσωτερικών, αντιμετώπισε σκηνές απείρου κάλλους από τους «φίλους» του, οι οποίοι ήταν έξω φρενών.


Η φάρσα όμως δεν σταμάτησε εδώ. Σε λίγες ημέρες ο Γάλλος, που είχε γλυκαθεί από την επιτυχία με τον Μίκη, ξαναγύρισε στην Αθήνα έχοντας μαζί του έναν ειδικευμένο χειρουργό και έναν καθηγητή Πανεπιστημίου για να εξετάσουν τον Καράγιωργα και αν χρειαζόταν να τον έπαιρναν μαζί τους στο Παρίσι, υπό τον όρο πως μόλις βελτιωνόταν κάπως η υγεία του θα τον έφερναν πίσω στην Ελλάδα. Τη φορά αυτή ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε να τον συναντήσει, παρά την προσωπική παρέμβαση του Ωνάση. Και έβαλε τον Ρουφογάλη (της ΚΥΠ) να τηλεφωνήσει στον Ωνάση που βρισκόταν στον Σκορπιό για να του παραγγείλει ότι πρέπει να πει στον Σρεμπέρ ότι η κωμωδία έληξε και πως αν δεν φύγει με τους δύο φίλους του, θα τους διώξουν οι αρχές…


* «Τρώγοντας έρχεται η όρεξη…»


Αλλά γιατί να παρέμβει και πάλι ο Ωνάσης, αφού εγνώριζε ότι τα ρουσφέτια γίνονται μία φορά μετά χαράς, ενώ τη δεύτερη πρέπει να υπάρχει αποχρών λόγος, δηλαδή αντάλλαγμα.


Καθώς φαίνεται, αμέσως μετά την επιστροφή του Σρεμπέρ στο Παρίσι μαζί με τον Θεοδωράκη, ο Ωνάσης μαζί με την Τζάκι συναντήθηκαν σε παρισινό κέντρο με τον Σρεμπέρ και τον Θεοδωράκη. Ισως η προσωπικότητα του συνθέτη και η επιρροή της Τζάκι τον έκαναν να λησμονήσει τις βασικές αρχές των πολιτικών συναλλαγών. Οταν λοιπόν τον ρώτησε ­ πολύ αργότερα ­ ο βρετανός πρέσβης γιατί επιχείρησε να επαναλάβει το εγχείρημα, γελώντας ο Ωνάσης του απάντησε: «Τρώγοντας έρχεται η όρεξη…».


Αυτά είχαν συμβεί τέλη Απριλίου του 1970. Στις 24 Ιουνίου ο Μίκης έφθασε στο αεροδρόμιο του Λονδίνου «χωρίς έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα», όπως αναφέρει το Φόρεϊν Οφις στην πρεσβεία Αθηνών. Είχε άδεια παραμονής επτά ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι ο κρατικός γιατρός θα διαπίστωνε ότι δεν πάσχει από οξεία λοίμωξη. Ο Θεοδωράκης αρνήθηκε να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, αλλά είχε μαζί του μια ακτινογραφία, πράγμα που δεν ικανοποίησε τον γιατρό του αεροδρομίου. (Οι Βρετανοί δεν αναγνωρίζουν ακτινογραφίες και γενικότερα εξετάσεις από αλλοδαπούς γιατρούς.) Τελικά παρενέβη το υπουργείο Εσωτερικών και του επετράπη η είσοδος. Φαίνεται ότι τον ταλαιπώρησαν, αν και δεν γίνεται σχετική αναφορά στο έγγραφο. Επίσης χορήγησαν βίζα επτά ημερών στη γυναίκα και στα παιδιά του. Επρόκειτο να δώσει συναυλία στο Αλμπερτ Χολ, τη μεγαλύτερη αίθουσα του Λονδίνου. Επίσης από μεταγενέστερο έγγραφο του Φόρεϊν Οφις προκύπτει ότι η άδεια για να του επιτραπεί η είσοδος στη Βρετανία του δόθηκε αφού το Φόρεϊν Οφις ειδοποίησε το υπουργείο Εσωτερικών ότι αν τον έστελναν πίσω στη Γαλλία, θα αντιμετώπιζαν ευρύτατες επικρίσεις από τα βρετανικά ΜΜΕ και τον κόσμο των τεχνών καθώς και από τους Εργατικούς βουλευτές. Αλλωστε, γράφουν, είχε ήδη επισκεφθεί, όχι μόνο τη Γαλλία, αλλά και την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε από την απελευθέρωσή του.