Ενας μύθος που δεν λέει να ξεθωριάσει





Είχα χρόνια να δω δείγμα από τον τελευταίο κύκλο δουλειάς με τα πορτρέτα πόλεων και με είχε καταλάβει μια αδιόρατη αγωνία γι’ αυτή τη νέα συνάντηση με το έργο μιας σπουδαίας γυναίκας που τη δεκαετία του ’80 υπέγραψε μερικά από τα αριστουργήματα της χορογραφικής τέχνης μέσα από την ανατρεπτική σύλληψή της για το χοροθέατρο.


Πόσο αντέχει στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου μια ιδιοφυΐα σαν αυτήν που άλλαξε για πάντα τη σχέση του θεατή με τη χορευτική αλλά και τη θεατρική πράξη; Γιατί, αν τα πρώτα χρόνια στο Βούπερταλ κάθε παράστασή της συνιστούσε σκάνδαλο, σήμερα, 26 χρόνια μετά, κανείς δεν διερωτάται πια τι είναι χορός και τι δεν είναι.


Και φυσικά η κοσμοπολίτικη ομάδα της δεν είναι απλώς αποδεκτή. Είναι διάσημη και περιζήτητη καθώς λίγο πριν από την Κωνσταντινούπολη έκανε πρεμιέρα του νέου έργου της στη Βουδαπέστη, αυτόν τον καιρό χορεύει στο παρισινό Theatre de la Ville, στις αρχές Ιουλίου ανοίγει το Φεστιβάλ της Αβινιόν και στα τέλη Αυγούστου τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ… Ενα καρνέ με περιοδείες ασφυκτικά γεμάτο ως τον Ιούλιο του 2001, οπότε εμφανίζεται στο Ηρώδειο με τον «Καθαριστή τζαμιών». Εργο ιλιγγιώδες, ποιοτικά και ποσοτικά, για την ίδια και την ομάδα της, αν σκεφθεί κανείς το εύρος του ρεπερτορίου που ερμηνεύεται: από την «Ιεροτελεστία της άνοιξης», την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», το «Arien», το «Καφέ Μύλερ» ή το «Kontakthof» ως τα πορτρέτα πόλεων της τελευταίας δεκαετίας με το «Παλέρμο Παλέρμο», το «Victor» ή τη «Masurca Fogo».



Γκρίζα βράχια σε λευκό φόντο, μια σαφής υποδήλωση θαλασσινού τοπίου, είναι το πρώτο ταμπλό με το οποίο ο Πέτερ Παμπστ, μόνιμος σκηνογράφος της Μπάους, μας εισάγει στο θέμα, ενώ η ρυθμική μουσική ανεβάζει την ενεργειακή στάθμη. Ο αισθησιασμός του μεσογειακού Νότου ανάμεικτος με μια μελαγχολία είναι αυτή τη φορά το αντικείμενο της διεισδυτικής ματιάς της χορογράφου. Η παράσταση αποτελείται από μια συρραφή επεισοδίων που θυμίζουν κολάζ χωρίς αφηγηματική συνέχεια.


Η ρήξη με τη «θεατρική ψευδαίσθηση», αυτή η ωμή μέθοδος δραματοποίησης που αυτή επινόησε, σήμερα είναι οικεία στον θεατή, δεν ξαφνιάζει πια. Οι συναντήσεις ανδρών και γυναικών ξεκινούν με λάγνα αγκαλιάσματα για να καταλήξουν σχεδόν πάντα επώδυνα.


Από τη «Masurca Fogo» δεν έλειψαν όλα τα γνώριμα μπαουσικά σύμβολα: η γόβα στιλέτο και τα εμπριμέ ανάλαφρα φορέματα στα όρια του κιτς, τα φρούτα ως σύμβολα της ηδονής, το νερό που δροσίζει, που εξαγνίζει, που ενώνει. Οντα από το ζωικό βασίλειο, όπως μια κότα που τσιμπολογάει το καρπούζι ή το προσφιλές στη χορογράφο ομοίωμα ρινόκερου που σέρνεται στο πίσω μέρος της σκηνής, χωρίς κανείς να του δίνει σημασία. Και τέλος η βία ως άλλη εκδοχή της ακόρεστης επιθυμίας: η ξανθή, αισθησιακή Julie Shanahan ­ από τις καινούργιες χορεύτριες στην ομάδα ­ τόσο στη σκηνή με το μήλο και τη λεκάνη με το νερό όσο και όταν βγαίνει γυμνή με κόκκινα μπαλόνια διψασμένη για ηδονή.


Το κομμάτι για τη Λισαβόνα μπορεί να μη μας επεφύλαξε εκπλήξεις, να μην ήταν η καλύτερη στιγμή της εργογραφίας της, κανένας όμως δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στη δυναμική της ροής και στην εξαιρετική ποιότητα και ενέργεια της ομάδας, τόσο των εμβληματικών χορευτών της ­ Ντομινίκ Μερσί, Γιαν Μιναρέκ ­ όσο και των νεοαφιχθέντων, όπως η υπέροχη Ραφαέλα Ντελονέ από το Μπαλέτο της Οπερας του Παρισιού.


Ο έλληνας χορευτής


Στο πολυεθνικό δυναμικό του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ αποτελεί τη μοναδική ελληνική ψηφίδα. Από τα παλαιότερα μέλη της ομάδας και φυσικά ένας από τους ελάχιστους έλληνες άνδρες χορευτές με διεθνή καριέρα. Οπως λέει μια παροιμία, «αν δεν θαυμάσεις, δεν θα θαυμαστείς». Και ο Δάφνις, όπως μπόρεσα να καταλάβω από τη σύντομη συνάντησή μας στην Κωνσταντινούπολη, διαθέτει, πέρα από το ταλέντο, μια σπάνια γενναιοδωρία της ψυχής.


Πολλοί θα πουν ότι στάθηκε τυχερός στη ζωή του. Ισως. Το συγκινητικό όμως με τη διαδρομή του Δάφνιδος ­ από το χωριό του στο Ηράκλειο Κρήτης, από εκεί με ένα πλοίο στην Αθήνα και λίγο αργότερα με τρένο για το Βούπερταλ ­ ήταν ότι δεν συναντήθηκε τυχαία με την Πίνα Μπάους. Πίστεψε σε αυτήν και έτσι ζει αφοσιωμένος εδώ και οκτώ χρόνια στη δουλειά της ομάδας.


«Ημουν δευτεροετής σπουδαστής στην Κρατική Σχολή Χορού όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η Πίνα Μπάους το 1987. Είδα το «Καφέ Μύλερ» και την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» και συγκλονίστηκα. Ηταν σαν να άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ο χορός μπορεί να εκφράσει έτσι την πραγματικότητα. Εγώ καταγόμουν από ένα μικρό χωριό και δεν είχαμε ηλεκτρικό ως τα 12 χρόνια μου. Μόνο το ραδιόφωνο με έφερνε σε επαφή με τον έξω κόσμο ενώ έλειπαν εμπειρίες σχετικές με την τέχνη».


Τα χρόνια που σπουδάζει στην Κρατική είναι «ευτυχισμένα χρόνια γιατί έπνεε άνεμος ελευθερίας και δημιουργικότητας. Συμμετείχα και στα Χορικά της Ζουζούς Νικολούδη, στην οποία επίσης οφείλω πολλά πράγματα. Αυτή με έμαθε ρυθμική και ακόμη να δουλεύω την απίθανη, μικροσκοπική λεπτομέρεια, κάτι που συνάντησα αργότερα και στην Πίνα».


Τον Νοέμβριο του 1988 πληροφορείται ότι υπάρχει στο Βούπερταλ μια οντισιόν. Χωρίς να ξέρει γερμανικά, με δύο βαλίτσες στο χέρι, παίρνει το τρένο και μετά από δύο ημέρες φθάνει στη χιονισμένη Γερμανία, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.


«Την τρίτη ημέρα της παραμονής μου στο Βούπερταλ έρχεται η Πίνα. Ανοιξε την αγκαλιά της και με φίλησε καθώς με είδε έτσι απίθανα φοβισμένο και μικρό σε μια χώρα σαν τη Γερμανία… Μου εξήγησε ότι δεν υπήρχε κενή θέση, ότι θα μπορούσα ωστόσο να παρακολουθώ τα μαθήματα και τις πρόβες με την ομάδα. Βρήκα μια δουλειά στην ομάδα του Εσσεν γιατί στο μεταξύ δεν είχα χρήματα. Εμεινα τρία χρόνια στο Εσσεν ώσπου σε μια περιοδεία ­ ήμουν ήδη γκεστ ­ η Πίνα με ζήτησε να μπω κανονικά στην ομάδα».


Μεγάλο απόθεμα


Ο Δάφνις Κόκκινος είναι από το 1992 κανονικό μέλος του πιο διάσημου και ιστορικά πρώτου χοροθεάτρου στον κόσμο. «Είμαι οκτώ χρόνια στην ομάδα και έχω την αίσθηση ότι ήρθα μόλις χθες. Ο χρόνος μας είναι τόσο πυκνός και το απόθεμα αυτής της γυναίκας είναι τόσο μεγάλο που ανακαλύπτω διαρκώς άγνωστες πτυχές του εαυτού μου».


Η επόμενη ερώτηση αφορά εύλογα τον τρόπο που χτίζεται ένα κομμάτι. «Τα τελευταία 10 χρόνια δουλεύουμε σε συνεργασία με μια πόλη. Η ομάδα μένει στην πόλη έναν μήνα περίπου, όπου, πέρα από το κανονικό οκτάωρο με μάθημα και πρόβα, μας φέρνουν σε επαφή με τον ρυθμό και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης. Στη Λισαβόνα, λ.χ., επισκεφθήκαμε τη φάρμα ενός δόγη και ζήσαμε μια τρομερή εμπειρία στην κοιλάδα με τους ταύρους. Στη συνέχεια επιστρέφουμε στο Βούπερταλ και για ένα τρίμηνο η Πίνα επεξεργάζεται τη βιωμένη εμπειρία του καθενός. Μας ζητάει να γράψουμε με το σώμα μας έννοιες ή να της δώσουμε μια κίνηση που γλιστράει, μια κίνηση που λιποθυμάει, μια κίνηση που καταλαμβάνει τεράστιο χώρο. Οπως λέει χαρακτηριστικά και η ίδια, δεν την ενδιαφέρει πώς κινείται κάποιος αλλά τι τον κινεί».


Πώς γίνεται όμως το ξεκαθάρισμα από ένα τόσο πλούσιο υλικό και τι ζητεί η ίδια από έναν χορευτή της ομάδας της; «Ολη η προεργασία καταγράφεται σε βίντεο. Η Πίνα το βλέπει με τον καθένα χωριστά και συζητούμε την κινησιολογία. Την ενδιαφέρει να είμαστε φυσικοί και αληθινοί στη σκηνή μακριά από ρόλους».


Τι εμπνέει στους χορευτές της η Πίνα Μπάους ώστε να ακολουθούν αγογγύστως αυτούς τους τρομερούς ρυθμούς; «Εμπιστοσύνη. Είναι πάντα μαζί μας, δεν έχει λείψει ποτέ. Μπορεί να έχουμε παίξει ένα κομμάτι άπειρες φορές, αυτή είναι παρούσα σαν να επρόκειτο για την πρώτη φορά. Δεν την έχω δει ποτέ σε κατάσταση υστερίας και στις πιο δύσκολες στιγμές. Δεν έχει φερθεί άσχημα σε κανέναν χορευτή. Πριν από την πρεμιέρα, αν εμείς δουλεύουμε 10 ώρες την ημέρα, αυτή δουλεύει διπλάσια. Δεν κοιμάται σχεδόν καθόλου».