Ο κ.
Σωτήρης Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Ακολούθησε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πλην των δύο τελευταίων χρόνων της μέσης εκπαίδευσης που παρακολούθησε αγγλόφωνο σχολείο για την τελειοποίηση της γλώσσας. Στη συνέχεια πήγε στην Αμερική όπου σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων. Επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του και στη συνέχεια έφυγε πάλι για την Αμερική όπου άρχισε να εργάζεται σε μεγάλες εταιρείες πληροφορικής και υψηλής τεχνολογίας. Ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, προσπαθώντας να μάθει τους κανόνες της αγοράς. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στην NRC και στην αντιπροσωπεία της Apple. Πελάτης του ήταν και το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, στο οποίο κατέλαβε τη θέση του γενικού διευθυντή μετά την αποχώρηση του κ. Σ. Τσομώκου.


Ο κ. ΣΩΤΗΡΗΣ Γιαννόπουλος στα 29 του χρόνια έγινε γενικός διευθυντής του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, του τρίτου στην Ευρώπη σε μέγεθος Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ. Η περίπτωσή του λοιπόν είναι ένα ενθαρρυντικό παράδειγμα για τους νέους; Δεν θα αρνηθεί ότι σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα για τους νέους και ότι χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, ωστόσο τονίζει ότι αν αγαπούν αυτό που κάνουν και είναι πρόθυμοι να προβούν σε προσωπικές θυσίες τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο.


Ο ίδιος όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελλάδα πήγε στην Αμερική, στη Φιλαδέλφεια, όπου ζούσε και εργαζόταν η αδελφή του. Φιλοσοφία του ήταν η ανάπτυξη μιας σωστής σχέσης με τον καταναλωτή, η οποία τελικά απέβαινε προς όφελος και της επιχείρησης και της κοινωνίας.


«Στην Αμερική έμαθα να σκέφτομαι σφαιρικά, να ακούω όλες τις απόψεις και απέκτησα μια παγκόσμια θεώρηση των πραγμάτων» λέει. Οταν τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στο Πυροβολικό. Αμέσως μετά έφυγε πάλι για την Αμερική και άρχισε να εργάζεται σε μεγάλες εταιρείες που είχαν σχέση με την πληροφορική και την υψηλή τεχνολογία.


­ Ηταν εύκολο να βρείτε την πρώτη σας δουλειά;


«Ναι, γιατί εργάστηκα οκτάωρο ορθοστασίας στη γραμμή παραγωγής».


­ Δεν σκεφτήκατε ότι είστε απόφοιτος πανεπιστημίου και ότι έπρεπε να αναζητήσετε ανάλογη θέση;


«Οχι, ξεκίνησα από πολύ χαμηλά κάνοντας μια κουραστική δουλειά η οποία όμως για μένα είχε ενδιαφέρον. Στους τρεις μήνες παρακολούθησα μέσα στην εταιρεία ένα σεμινάριο που αναφερόταν σε ένα γιαπωνέζικο σύστημα για τη λειτουργία των αποθηκών. Μας ζήτησαν προτάσεις για τη μείωση του χρόνου παραγωγής. Υπέβαλα τις προτάσεις μου αλλά δεν ζήτησα χρήματα. Ζήτησα καλύτερη θέση. Το επόμενο βήμα ήταν μια νέα εταιρεία συστημάτων πληροφορικής στο Λος Αντζελες. Ηταν πρόκληση το στήσιμο από την αρχή μιας επιχείρησης. Και εκεί έκανα όλες τις δουλειές. Η Καλιφόρνια είναι η καρδιά της πληροφορικής και ο ανταγωνισμός μεγάλος. Επρεπε να αυτοσχεδιάζουμε. Τα πήγαμε καλά και η εταιρεία μεγάλωσε αρκετά. Μου έλειπε όμως η Ελλάδα. Γύρισα και εργάστηκα στην NCR ως πωλητής».


­ Πώς βρίσκατε αυτές τις δουλειές;


«Είτε με απευθείας επαφές που έκανα με τις εταιρείες είτε μέσω αγγελιών. Από αγγελία βρήκα και τη δουλειά στην εταιρεία που αντιπροσώπευε στην Ελλάδα την Apple Computers. Φαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι ήμουν πολύ νέος και υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι κέρδισα στην προσωπική συνέντευξη τον διευθύνοντα σύμβουλο που μου ανέθεσε να ανοίξω ένα κέντρο πωλήσεων για προϊόντα της Apple στο κέντρο της Αθήνας. Σε έναν χρόνο άνοιξα δύο. Είχα επιλέξει τους κατάλληλους συνεργάτες που θα δούλευαν μαζί μου».


­ Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής;


«Ανάλογα με τη θέση. Στους πωλητές έψαχνα την εμπειρία της αγοράς. Σχεδόν καθόλου άλλα τυπικά προσόντα. Στους τεχνικούς αναζητούσα και την υποδομή της γνώσης. Δεν ήθελα οι πωλητές να κοιτάζουν το ρολόι τους. Ηθελα να πιστεύουν ότι από την απόδοση της δουλειάς τους θα ωφεληθούν οι ίδιοι και η εταιρεία τους, να έχουν ποικίλα ενδιαφέροντα και αγάπη για τη ζωή, να θέλουν να κάνουν καλό και στους πελάτες τους. Εφτιαξα μια γερή ομάδα, στην οποία η πλειονότητα ήταν γυναίκες. Με έβγαλαν ασπροπρόσωπο και τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας μας ανακηρυχθήκαμε το ταχύτερα αναπτυσσόμενο κέντρο πωλήσεων προϊόντων Apple σε Ελλάδα και Κύπρο. Η ομάδα ήταν πολύ δεμένη, δούλευε σκληρά και είχε πνεύμα συνεργασίας. Ο ένας στήριζε τον άλλο».


­ Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο;


«Είναι σημαντικές οι σπουδές αλλά εξίσου σημαντικό είναι να έχουν ομαδικό πνεύμα εργασίας, να σκέφτονται συλλογικά και να αγαπούν τη δουλειά που κάνουν. Αν κάποιος ασκεί ένα επάγγελμα μόνο για βιοποριστικούς λόγους, θα του έλεγα να το εγκαταλείψει. Και δεν πρόκειται κανείς να αγαπήσει τη δουλειά του αν το μόνο πράγμα που κερδίζει απ’ αυτήν είναι τα χρήματα».


­ Κλείνοντας τι θα είχατε να πείτε;


«Το παιχνίδι είναι ο ανταγωνισμός. Ποιος θα επιβιώσει. Είναι σκληρό και σε πολλούς δεν αρέσει. Η ελεύθερη αγορά όμως είναι ένα κίνητρο για όλους. Οσον αφορά τους νέους, υπάρχουν παιδιά με καταπληκτικές σπουδές αλλά το πρώτο που πρέπει να σκεφθούν είναι να μπουν στο παιχνίδι της αγοράς. Η επένδυση των σπουδών αποδίδει σε βάθος χρόνου. Αν κάποιος δεν θέλει να σπουδάσει, να μπει στην αγορά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να γίνει όσο πιο ανταγωνιστικός μπορεί. Αν είναι σωστός και συνεπής στις υποχρεώσεις του, ο εργοδότης του θα το αναγνωρίσει. Οι σωστοί μάνατζερ ­ και η Ελλάδα έχει βγάλει πολύ καλούς μάνατζερ ­ έχουν συμφέρον να στηρίξουν τον καλό υπάλληλο. Παρουσιάζονται όμως ευκαιρίες και πιστεύω ότι αυτό θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον για τους νέους. Απλώς πρέπει να προσπαθήσουν πολύ».