Αν και πολλές φορές
η πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη είναι απλώς θέμα συγκυριών, για τον Μπγιορν Μποργκ ο τίτλος του «βασιλιά του τένις» δεν κατακτήθηκε μόνο με την εύνοια της τύχης. Η – επί καθημερινής βάσεως – σκληρή προπόνηση, η υπακοή στο εξαντλητικό πρόγραμμα του προπονητή του αλλά και η ακατανίκητη επιθυμία για πραγματικούς θριάμβους αποτέλεσαν για τον σουηδό τενίστα τα καλύτερα θεμέλια, ώστε να πατήσει επάνω τους και να σαρώσει τα κύπελλα και τα βραβεία (κατέκτησε πέντε συνεχόμενες χρονιές τον τίτλο στο Γουίμπλεντον και τέσσερις το Ρολάν Γκαρός).


Βέβαια ο Σουηδός δεν ξεχώριζε μόνο για τα χτυπήματά του στα μπαλάκια αλλά και για το στυλ του. Τι ψυχρό τον είπαν, τι κομπιούτερ τον αποκάλεσαν, τι ξενέρωτο, τι με παγόβουνο τον παρομοίασαν, η ουσία είναι ότι με όπλο την τρομερή προπόνηση, το ταλέντο και την αυτοκυριαρχία του δέσποσε για μία δεκαετία σαρώνοντας τα γκραν σλαμ τουρνουά ως και την απόσυρσή του το 1981 σε ηλικία μόλις 25 ετών. Είχε αρχίσει να λάμπει και το άστρο του Μάκενρο, του τενίστα που έγινε η αφορμή ο ξανθομάλλης Σουηδός να αποχωριστεί τα κορτ…


Ο Μποργκ πρωτοεμφανίστηκε στις σημαντικότερες διοργανώσεις το 1974, αλλά η εποχή των μεγάλων επιτυχιών του δεν είχε έλθει ακόμη. Χρειάστηκαν περίπου δύο χρόνια επιπλέον εξουθενωτικής άσκησης, στις φαλτσαριστές βολές και στο δυνατό σερβίς, για να μπορέσει ο σουηδός γόης να σηκώσει ψηλά το βαρύτιμο έπαθλο του Γουίμπλεντον. Η επιτυχία αυτή ήταν αρκετή, ώστε το θρυλικό Γουίμπλεντον να βρει το σημείο αναφοράς του. Τις επόμενες δύο χρονιές (1977, 1978) ο Μπγιορν Μποργκ θα καταφέρει να συντρίψει τον Κόνορς. Το επιθετικό παίξιμο του τελευταίου και το δυνατό σερβίς δεν κατάφεραν να πτοήσουν τον Μποργκ. Εκστασιασμένος από τη διπλή νίκη επί του Κόνορς, ο σουηδός «καταπέλτης» θα παθιαστεί με το έπαθλο του νικητή και θα το κατακτήσει για ακόμη δύο χρονιές με αντίπαλο την πρώτη φορά (1979) τον Ρόσκο Τάνερ και τη δεύτερη τον Τζον Μάκενρο (1980).


Το 1981 ο Μποργκ θα ηττηθεί ύστερα από πέντε χρόνια από τον Τζον Μάκενρο στον τελικό του Γουίμπλεντον και ο εγωισμός του θα πληγωθεί βαθιά. Μετά την ήττα αυτή ο Μποργκ θα επιχειρήσει να ξανασυναντηθεί με τον Μάκενρο. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (1981) η ευκαιρία δίνεται με το U. S. Open – ένα από τα τέσσερα ετήσια τουρνουά. Και εκεί όμως θα χάσει, οπότε θα αναγκασθεί να παραδεχθεί ότι ο Αμερικανός ήταν – σε εκείνη τη φάση τουλάχιστον – καλύτερός του. Επειδή όμως ο εγωισμός του είχε πληγωθεί βαθύτατα, θα πάρει τη μεγάλη απόφαση και θα εγκαταλείψει τα πάντα!


Την ώρα της μεγάλης απόφασης ήταν μόνο 25 ετών (επέστρεψε για λίγο στην ενεργό δράση ύστερα από επτά χρόνια αλλά διαπίστωσε ότι η εποχή τον είχε ξεπεράσει). Το μόνο που φαινόταν να ικανοποιεί τον Μποργκ πια ήταν η εταιρεία ρούχων με την υπογραφή του, και τίποτε άλλο. Αυτό βέβαια ήταν μόνο ό,τι φαινόταν. Γιατί υπήρχαν στιγμές στην ιδιωτική ζωή του Μποργκ που έδειχναν να… κεντρίζουν το ενδιαφέρον του πολύ περισσότερο. Οι φήμες (για πολλούς όχι μόνο φήμες αλλά και πραγματικότητα) ότι είχε τρελό πάθος με την κοκαΐνη, τα όργια και τους οίκους ανοχής θα τον συνοδεύουν. Οι γάμοι του θα παραπαίουν ανάμεσα στα παραισθησιογόνα και στις σεξουαλικές διαστροφές ενώ ταυτόχρονα οι απόπειρες αυτοκτονίας των γυναικών που σχετίζονταν μαζί του ακολουθούσαν η μία μετά την άλλη.