Η ελληνίδα χορεύτρια του Watermill




Είναι η ελληνική ψηφίδα στο έργο του ιδιοφυούς οραματιστή των σκηνικών τεχνών. Εχουν περάσει φυσικά και άλλοι συμπατριώτες μας από τη διάσημη ομάδα του, είναι ωστόσο η μόνη που συμμετέχει ανελλιπώς, από την ίδρυσή του ως σήμερα, στο κοινοβιακό θεατρικό εργαστήριο που λειτουργεί κάθε καλοκαίρι στο Γουότερμιλ, στο ανατολικό Λονγκ Αϊλαντ, κοντά στη Νέα Υόρκη, όπου επί δύο μήνες συναντώνται καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, με διαφορετική προέλευση και κατεύθυνση, ενσωματώνοντας τη δική τους εμπειρία στο γουιλσονικό σύμπαν.


Μιλάει με θαυμασμό, αγάπη και τεράστια αφοσίωση για τον Γουίλσον. Για την παράξενη, σιωπηλή επικοινωνία τους μέσα από τη γλώσσα των εικόνων, για τη φοβερή αισθητική του. «Η ιστορία μου με τον Μπομπ θυμίζει σχεδόν Σταχτοπούτα, μοιάζει πραγματικά με παραμύθι, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα που ούτε στο καλύτερο όνειρό μου δεν θα μπορούσα να τα φανταστώ».


Η Μαριάννα Καβαλλιεράτου, μια ψηλόλιγνη μελαχρινή κοπέλα με αθλητικό και μυώδες σώμα, μπορεί φυσικά να είχε παιδεία σχετική με τον χορό, έβλεπε όμως από παιδί τον κόσμο μέσα από εικόνες. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969 σε οικογένεια εικαστικών ­ πατέρας ζωγράφος, μητέρα γλύπτρια ­ και ξεκίνησε μαθήματα μπαλέτου με το αγγλικό σύστημα. «Δεν είχα επιθυμία να γίνω μπαλαρίνα ­ αυτό το ροζ περιβάλλον ήταν άσχετο με τον χαρακτήρα και τη σωματική μου διάπλαση. Αναζητούσα όμως μια διέξοδο να εκφραστώ με τον χορό και έτσι βρέθηκα να σπουδάζω στο Λονδίνο στη London Contemporary Dance School».


Σε μια διαρκή αναζήτηση μεγαλύτερης εκφραστικής ελευθερίας, πραγματοποιεί το 1990 το υπερατλαντικό της ταξίδι. Σπουδάζει στη Νέα Υόρκη αρχικά με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, στο Πανεπιστήμιο SUNY Purchase, και συνεχίζει στη σχολή της Μάρθας Γκράχαμ. «Ημουν 22 χρόνων και ύστερα από όλα αυτά τα σχολεία του χορού είχα μια αγωνία για το πώς θα συνεχίσω σε αυτόν τον δύσκολο χώρο. Τότε ήρθε η μοιραία συνάντησή μου με τον Μπομπ Γουίλσον. Είχε αγοράσει ένα παλιό και τεράστιο εργαστήριο ερευνών στο Λονγκ Αϊλαντ, το Western Union Laboratory, το μετέπειτα γνωστό ως Watermill Center, όπου θα γινόταν ένα σεμινάριο με τους χορευτές της Τρίσα Μπράουν και χρειαζόταν βοηθούς. Με τη μεσολάβηση της οικογενειακής φίλης Μαρίνας Ηλιάδη, το καλοκαίρι του 1992 βρέθηκα να εργάζομαι εκεί μαζί με άλλους δύο βοηθούς. Εκανα τα πάντα ως βοηθός. Νομίζω ότι δεν έχω δουλέψει ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου· από το πρωί ως το βράδυ διαρκώς στο πόδι. Πολλή κούραση, πολύ χαμαλίκι αλλά και όμορφες στιγμές, ιδιαίτερα τα βράδια που τρώγαμε όλοι μαζί και ο Μπομπ μάς έλεγε ιστορίες όλη νύχτα. Είχαν μια μαγεία όλα αυτά, γιατί αυτός ο άνθρωπος έχει ένα φως το οποίο σου το μεταδίδει στο τέλος. Την επόμενη χρονιά επανήλθα. Αυτή τη φορά δεν καθάριζα μόνο τον χώρο, δεν περιποιόμουν απλώς τον κήπο, αλλά συμμετείχα ενεργά και στο σεμινάριο».


Θυμάται την πρώτη της σκηνική εμπειρία το 1994 στο θέατρο του Μπομπινί στο Παρίσι με τη νουβέλα του Ντοστογέφσκι «Μια τρυφερή γυναίκα», όπου συμμετείχε και ο ίδιος ο Γουίλσον ως ηθοποιός. «Βρισκόμουν για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα πολύ μεγάλο θέατρο μαζί με έναν τόσο σημαντικό άνθρωπο επί σκηνής. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία μου, κατά τ’ άλλα είχα σιγουριά».


Τη ρωτώ για τον τρόπο δουλειάς. Μου εξηγεί ότι οι ρόλοι της ως σήμερα παραμένουν αμιγώς κινητικοί. Είναι γνωστό ότι ο Μπομπ Γουίλσον δεν διστάζει να ομολογήσει την τεράστια επίδραση που δέχθηκε από τον κόσμο του χορού στο ξεκίνημα της καριέρας του. Βαφτίζει άλλωστε την πρώτη του ομάδα, το 1968, «Byrd Hoffman», ως φόρο τιμής στην πρώτη του δασκάλα, χορεύτρια και θεραπεύτρια που τον μύησε στην υπόθεση των σκηνικών τεχνών. «Στην αρχή είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθείς τι συμβαίνει, είναι όλα τόσο συμβολικά στη χορογραφία του Μπομπ. Δεν εξηγεί ποτέ τίποτα, μιλάει λίγο και διορθώνει ελάχιστα. Στη δική του αισθητική αντίληψη, η χορογραφία είναι κάτι εντελώς αφαιρετικό, είναι μόνο κίνηση. Δεν υπάρχουν ρόλοι και πρωταγωνιστές, σημασία έχει το σύνολο, αφού όλοι συμπράττουμε σε ένα εικαστικό θέαμα. Μπαίνεις έτσι σε μια περιπέτεια με πολλά «γιατί», που σε κινητοποιεί για να δώσεις απαντήσεις. Οπως υποστηρίζει άλλωστε και ο ίδιος, οι ερωτήσεις είναι πιο σημαντικές από τις απαντήσεις».


Η Μαριάννα Καβαλλιεράτου δείχνει ευτυχισμένη και ισορροπημένη. Συμμετέχει στην παγκόσμια πρεμιέρα του «Προμηθέα» στις 27 Ιανουαρίου στο Μέγαρο. «Δουλεύω για πρώτη φορά δημιουργικά στην Αθήνα και μου αρέσει που αντιστρέφονται οι όροι, αφού συνήθως μετά τα σεμινάρια του Watermill, τα οποία είναι πάντοτε τρομερή εμπειρία, επέστρεφα στην Ελλάδα για διακοπές, για να ξεχνάω. Ανώμαλη προσγείωση, γιατί πώς να φρενάρεις τόση ενέργεια, δημιουργικότητα και αίσθημα ανανέωσης… Με τον Μπομπ μπορεί να κάνουμε την παράσταση της «Περσεφόνης» πέντε χρόνια, γίνεται όμως πάντοτε και κάτι καινούργιο. Υπάρχει έτσι ένα αίσθημα συνέχειας και προχωρήματος ταυτόχρονα. Ο οδηγός μας πηγαίνει μπροστά, είναι πάντοτε ανοιχτός να δοκιμάζει καινούργια πράγματα. «Αμα το ξέρεις, μην το κάνεις» συνηθίζει να λέει».