Ο μολογώ ότι δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο Γιάννος Κρανιδιώτης έφυγε από κοντά μας. Ηταν ένας άνθρωπος σε πορεία ανόδου, μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον του, πίστευε ότι θα υλοποιήσει πολλά από τα όνειρά του. Κατακτούσε διαρκώς μεγαλύτερο κύρος ως αποτέλεσμα της ποιότητας της εργασίας του στο υπουργείο Εξωτερικών, είχε τις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού ότι θα περιλαμβανόταν στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και μετά τις εκλογές θα ανελάμβανε μια υπουργική θέση. Αυτά όλα τον ικανοποιούσαν βαθιά γιατί η ζωή του ήταν συνυφασμένη με την πολιτική. Ακόμη και οι αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία ήταν σχετικές με την πολιτική. Αφορούσαν καταστάσεις και πολιτικά πρόσωπα που γνώριζε κοντά στον πατέρα του Νίκο, ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Μακαρίου και στη συνέχεια ο πρώτος πρεσβευτής της Κύπρου στην Ελλάδα. Το νήμα κόπηκε απότομα σε μια στιγμή που κανείς δεν το περίμενε… Βρισκόταν πολύ κοντά σε αποφάσεις για να θέσει σε εφαρμογή μερικά προσωπικά του σχέδια. Είχε ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για να δημιουργήσει ένα Ιδρυμα Κρανιδιώτη στην Κύπρο αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα του, που τον θυμόταν πάντοτε με συγκίνηση έστω κι αν κάποιες στιγμές οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί. Ηθελε να οργανώσει τη συλλογή του από αρχαία αγγεία και άλλα αναθηματικά αγαλματίδια, την οποία αρχικά κληρονόμησε και στη συνέχεια πλούτισε ο ίδιος. Είχε σκοπό να τακτοποιήσει το τεράστιο αρχείο εγγράφων που έδιναν μια πλήρη εικόνα για την ιστορία του κυπριακού κράτους. Αναζητούσε μάλιστα και έναν άνθρωπο ο οποίος θα τον βοηθούσε ώστε να προχωρήσει σε κάποια έκδοση. Ενιωθε ώριμος και επιθυμούσε να δημιουργήσει έναν «ζωτικό χώρο» γύρω του.


Αυτόν τον «ζωτικό χώρο» αναζητούσε και στην πολιτική. Ονειρευόταν να ξεφύγει από τον μικρόκοσμο της Αθήνας. Τους τελευταίους μήνες είχε ξεπεράσει τον χρόνιο διχασμό του ανάμεσα στην προοπτική της ανάδειξής του στην προεδρία της Κύπρου και στην προώθησή του στην Ελλάδα. Είχε πλέον εγκαταλείψει την ιδέα της επιστροφής στη Λευκωσία. «Μόνο αν με καλέσουν όλα τα κόμματα, μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα αναμειχθώ…» έλεγε, ως καταστάλαγμα και τελικό συμπέρασμα μιας πορείας πέντε χρόνων που χαρακτηριζόταν από μεγάλη εσωτερική αγωνία. Αισθανόταν άλλωστε ότι είχε εκπληρώσει μεγάλο μέρος του χρέους του προς την Κύπρο με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ηταν μια πολιτική που την συνέλαβε ο ίδιος, την επέβαλε παρά τις μεγάλες αντιρρήσεις που εκφράζονταν και τελικά δικαιώθηκε όταν την αποδέχθηκαν όλοι, ακόμη και οι χειρότεροι επικριτές της.


Για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούσε την ελπίδα ότι θα ανελάμβανε τη θέση του Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Είχε απογοητευθεί πολύ, ίσως να είχε και λίγο θυμώσει, όταν ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης του ανακοίνωσε ότι θα τον κρατούσε στη θέση του υπουργού αναπληρωτή Εξωτερικών. Στριφογυρίζοντας αναψοκοκκινισμένος στο γραφείο του έλεγε: «Επιτέλους, ο Σημίτης πρέπει να αποφασίσει τι θέλει από μένα…». Τελικά όμως όλοι γνώριζαν τι ήθελε ο κ. Σημίτης από τον Γιάννο: να είναι ο σταθεροποιητικός παράγοντας στο υπουργείο Εξωτερικών. Η παρουσία του εκεί ήταν πολύτιμη ­ αποτελούσε τον κρίσιμο δείκτη για όλους όσοι έπρεπε να γνωρίζουν την κατεύθυνση των εξελίξεων. Οταν διαφωνούσε κατηγορηματικά με κάποια ιδέα ή πρόταση του κ. Γ. Παπανδρέου όλοι καταλάβαιναν ότι το Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε πρόθεση να πάει πέρα από το σημείο που υπεδείκνυε ο υπουργός αναπληρωτής. Αντίθετα, όταν ο Γιάννος συμφωνούσε με τις προτάσεις, τότε όλα θα εξελίσσονταν ομαλά και η εφαρμογή της πολιτικής δεν θα έβρισκε εμπόδια.


Αλλά ο Γιάννος δεν ήταν στο υπουργείο Εξωτερικών μόνο για να κρίνει τις ιδέες των άλλων. Ηταν κυρίως για να παρουσιάζει τις δικές του. Αυτός μαζί με τον κ. Χρ. Ροζάκη ήταν οι συγγραφείς της εισήγησης που άνοιξε στην κυβέρνηση αλλά και στην ελληνική διπλωματία τη μεγάλη συζήτηση για την αλλαγή της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Εδωσε μεγάλες μάχες σε συσκέψεις με τον Πρωθυπουργό και τους άλλους αρμόδιους υπουργούς για την επανεξέταση και την αλλαγή της «τακτικής τού βέτο» απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Για χρόνια ήταν ο άνθρωπος που τροφοδοτούσε την επιχειρηματολογία του Πρωθυπουργού σε μια τέτοια κατεύθυνση. Τον δυσαρεστούσε όμως το ότι για χρόνια εργάστηκε να αλλάξει αυτή την πολιτική και τελικά δεν του δόθηκε το μερίδιο του επαίνου που του αναλογούσε. Πολύ ιδιόμορφη ήταν η σχέση του με τον κ. Θ. Πάγκαλο. Υπήρχαν φορές που εξοργιζόταν όταν μάθαινε κάποια δημόσια δήλωση ή κίνηση του κ. Πάγκαλου η οποία του τίναζε μέσα σε ένα λεπτό εργασία πολλών εβδομάδων. Μερικές φορές βυθιζόταν σε πλήρη σιωπή ώσπου να ελέγξει την ένταση του θυμού του. Εκτονωνόταν φωνάζοντας «δεν τον αντέχω άλλο αυτόν τον άνθρωπο…». Τελικά όμως κυριαρχούσε η στοργή που έτρεφε για αυτό το «μεγάλο παιδί» και αρνιόταν κατηγορηματικά να κάνει οποιαδήποτε κίνηση «θα μπορούσε να βλάψει τον Θόδωρο».


Ελάχιστοι ήταν οι έλληνες πολιτικοί για τους οποίους αισθανόταν ανταγωνιστικότητα. Αλλωστε δεν διασταυρώνονταν τα ενδιαφέροντά τους. Η διεθνής πολιτική ήταν το μεράκι του. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση ότι η διπλωματία ήταν η «ωραία ερωμένη» που λάτρευε και η εσωτερική πολιτική η «μέγαιρα σύζυγος» που την υπέμενε. Βαριόταν αφόρητα τις μακρόσυρτες συζητήσεις για θέματα ασήμαντα. Κάποια στιγμή πριν από δύο χρόνια θέλησε να δραστηριοποιηθεί και στο εσωτερικό, να επισκεφθεί τις τοπικές οργανώσεις, να εκφωνήσει λόγους. Το έκανε μερικούς μήνες με επαγγελματική συνέπεια, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν πολύ μακριά από τις προσδοκίες του. Πολύ γρήγορα απηύδησε και διέκοψε το εγχείρημα. Ρίχτηκε με ακόμη μεγαλύτερο πάθος στα διπλωματικά.


Παρά την απόστασή του από την εσωτερική πολιτική ήταν μερικά πράγματα που τα παρατηρούσε με ιδιαίτερη ένταση. Τον ενοχλούσε ο τρόπος λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, ακόμη και του υπουργείου Εξωτερικών. Κοκκίνιζε από οργή όταν διαπίστωνε ότι κάποια οδηγία που είχε δώσει δεν είχε εκτελεστεί ενώ είχαν κιόλας περάσει πολλές ώρες. Τον δαιμόνιζε η προσπάθεια του οποιουδήποτε να μεταθέσει την ευθύνη σε κάποιον άλλον. «Βρε παιδί μου» έλεγε σε τέτοιες περιπτώσεις «δεν θα μάθουμε ποτέ μας να δουλεύουμε σαν τους Εγγλέζους…». Ηταν άλλωστε αγγλόφιλος, αν και με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο ­ θαύμαζε τον φιλελευθερισμό και τον τρόπο οργάνωσης της αγγλικής πολιτικής, αλλά αντιπαθούσε πολλές από τις προσωπικές συμπεριφορές των Αγγλων.


Τελικά ο θάνατός του απέδειξε, για άλλη μία φορά, ότι η ζωή παίζει παιχνίδια πιο περίεργα και φοβερά και από τη δυνατότερη φαντασία.


Πολιτικοί που πέθαναν εν ενεργεία


Από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου και τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά είχε να διακοπεί με τόσο βίαιο τρόπο η ζωή ενός εν ενεργεία κυβερνητικού στελέχους, όπως συνέβη το βράδυ της περασμένης Τρίτης με τον Γιάννο Κρανιδιώτη, που άφησε την τελευταία του πνοή στον αέρα.


Ο εκλιπών ήταν ο δεύτερος κυπριακής καταγωγής πολιτικός που ανέλαβε υπουργικό αξίωμα στην Ελλάδα. Και η ειρωνεία είναι ότι και ο προηγούμενος γεννημένος στην Κύπρο πολιτικός, ο υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου Λουκής Ακρίτας, πέθανε όντας μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου. Το νήμα της ζωής του κόπηκε σχετικά ξαφνικά, στις αρχές του 1965, όταν σε ηλικία 56 ετών υπεβλήθη σε εγχείριση στο Λονδίνο. Μεταπολεμικά οι ξαφνικοί θάνατοι εν ενεργεία πολιτικών που προκάλεσαν μεγάλη συγκίνηση στην κοινή γνώμη δεν είναι πολλοί. Ανατρέχοντας στην πρόσφατη ιστορία στεκόμαστε:


* Στη δολοφονία του Χρήστου Λαδά, ο οποίος δέχθηκε το Μεγάλο Σάββατο, 1η Μαΐου 1948, έξω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση επίθεση και εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο. Φιλελεύθερος βουλευτής, ο 57χρονος Χρ. Λαδάς μπήκε στο στόχαστρο επειδή ως υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Θ. Σοφούλη θεωρήθηκε υπεύθυνος για τις συνεχιζόμενες φυλακίσεις και εκτελέσεις ανταρτών της εμφυλιοπολεμικής εκείνης περιόδου.


* Στη δολοφονία του 45χρονου βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, ο οποίος δέχθηκε τον Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη επίθεση ροπαλοφόρων παρακρατικών που ήθελαν να εμποδίσουν ομιλία του σε εκδήλωση για την ειρήνη.


* Στον ξαφνικό θάνατο του συναρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Σοφοκλή Βενιζέλου, ο οποίος σε ηλικία 72 ετών εξέπνευσε από πνευμονικό οίδημα ενώ επέστρεφε ατμοπλοϊκώς στην Αθήνα ύστερα από προεκλογική περιοδεία στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη.


* Στο πολυσυζητημένο τροχαίο, στο οποίο έχασε τη ζωή του το σύμβολο της αντιδικτατορικής αντίστασης Αλέκος Παναγούλης, ανεξάρτητος βουλευτής στον χώρο του Κέντρου. Ο παρ’ ολίγον εκτελεστής του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου εξέπνευσε την Πρωτομαγιά του 1976, σε ηλικία 37 ετών, μέσα στο αυτοκίνητό του στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη ασχολείτο με τα περίφημα «Αρχεία της ΕΣΑ» αλλά και οι συνθήκες του ατυχήματος προκάλεσαν πολλά ερωτηματικά για τις πραγματικές συνθήκες του θανάτου του.


* Στη δολοφονία του 54χρονου βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη από την οργάνωση 17 Νοέμβρη, στις 27 Σεπτεμβρίου 1989. Πυροβολήθηκε έξω από το γραφείο του στην οδό Ομήρου και ενώ κατευθυνόταν στη Βουλή για να πάρει μέρος σε συνεδρίαση που αφορούσε την πολύκροτη «υπόθεση Κοσκωτά».


Μεγάλη συγκίνηση στην κοινή γνώμη προκάλεσαν τα τελευταία χρόνια και οι ­ λιγότερο ξαφνικοί ­ θάνατοι τριών ακόμη πολιτικών προσωπικοτήτων που βρισκόταν εν ενεργεία ως την τελευταία τους πνοή. Και περισσότερο από όλους ο θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος πέθανε τον Ιούνιο του 1996, πέντε μήνες μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, αλλά όντας ακόμη βουλευτής. Νωρίτερα είχαν φύγει από τη ζωή δύο από τα πιο εξέχοντα στελέχη των κυβερνήσεών του: τον Μάρτιο του 1994 η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη που νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης και ενάμιση μήνα αργότερα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γιώργος Γεννηματάς, ο οποίος εξέπνευσε σε νοσοκομείο της Αθήνας.