Η ΠΡΩΤΗ καταστρεπτική «επίσκεψη» του Εγκέλαδου στη νέα χιλιετία έγινε τη 13η ημέρα του Ιανουαρίου με τα 7,6 ρίχτερ που «χτύπησαν» το Ελ Σαλβαδόρ. Δεκατρία μόλις εικοσιτετράωρα αργότερα (την Παρασκευή 26 Ιανουαρίου) και ενώ ο αριθμός των θυμάτων στην Κεντρική Αμερική έφθανε στους 259, με τους αγνοουμένους να ξεπερνούν τους 1.000, το κρατίδιο Γκουζαράτ της Δυτικής Ινδίας συγκλονίζεται από την ισχυρότατη δόνηση των 7,9 ρίχτερ. Μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα δεκάδες πόλεις και χωριά της Νοτιοδυτικής Ασίας «εξαφανίστηκαν» από τον χάρτη! Οι πρώτοι επίσημοι υπολογισμοί των αρχών της Ινδίας κάνουν λόγο για τουλάχιστον 30.000 νεκρούς, ενώ παράλληλα εκφράζονται φόβοι ότι ο τελικός αριθμός των θυμάτων θα αυξηθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες καθώς εκτιμάται ότι κάτω από τα ερείπια βρίσκονται παγιδευμένοι τουλάχιστον 175.000 άνθρωποι! Μοιάζει με «σατανική σύμπτωση» αλλά… και πάλι ακριβώς 13 ημέρες μετά τον σεισμό της Ινδίας (την περασμένη Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου) το νησί Οκινάουα της Νότιας Ιαπωνίας άρχισε να «χορεύει» στους ρυθμούς των 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα ή ζημιές.



Τρεις ισχυρές σεισμικές δονήσεις που σημειώθηκαν σε τρία διαφορετικά σημεία του πλανήτη μέσα σε χρονικό διάστημα ενός μόλις μηνός δημιουργούν κλίμα γενικότερης ανησυχίας για την εξέλιξη της σεισμικής δραστηριότητας στις χαρακτηρισμένες «υψηλής σεισμικότητας» περιοχές. Συγκλονιστικές εικόνες καταστροφής κάνουν τον γύρο του κόσμου μέσω των τηλεοπτικών δικτύων και ξυπνούν μνήμες των φονικών σεισμών του 1999 ­ ποιος αλήθεια έχει ξεχάσει τους αλυσιδωτούς καταστρεπτικούς σεισμούς των τελευταίων μηνών του 1999 στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στο Μεξικό και στην Ταϊβάν;


Την ίδια στιγμή και ενώ το έδαφος στις πληγείσες περιοχές συνεχίζει να τρέμει από επίσης ισχυρούς μετασεισμούς η διεθνής επιστημονική κοινότητα εκφράζει την αγωνία της για γενικότερη σεισμική έξαρση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι επόμενες ημέρες (ή οι αμέσως επόμενοι μήνες) θα δείξουν! Ενα από τα θέματα που συζητήθηκαν και πάλι πολύ τις τελευταίες ημέρες στη χώρα μας ήταν και το αν οι μεγάλοι σεισμοί που έγιναν σε μακρινές περιοχές του πλανήτη μας θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σεισμικότητα της Ελλάδας. Η θεωρία του γεωφυσικού ντόμινο, που το 1999 δημιούργησε βαθιά «ρήγματα» μεταξύ των σεισμολόγων, όταν ορισμένοι επιστήμονες υποστήριξαν ότι ο σεισμός της Αθήνας δεν έγινε τυχαία αλλά ότι διεγέρθηκε (και επισπεύθηκε) από τον μεγάλο σεισμό της Τουρκίας, έρχεται ξανά στο προσκήνιο.


* Τα στοιχεία της έρευνας


Αν και η επιστήμη δεν έχει βρει ακόμη τις «τελικές» απαντήσεις της, η έρευνα στον τομέα αυτόν συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Ευρωπαϊκή Σεισμολογική Ενωση (η οποία και συγκάλεσε το διετές συνέδριό της στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας) αποφάσισε να συγκροτήσει μια ειδική ομάδα επιστημόνων για τη μελέτη της διέγερσης των σεισμών από άλλους μακρινούς σεισμούς. «Ηδη αρχίσαμε να ερευνούμε πιο συντονισμένα με τη σύμπραξη αρκετών ευρωπαϊκών ερευνητικών κέντρων. Ο πρώτος στόχος που θέσαμε είναι να καταλάβουμε καλύτερα σε ποιες αποστάσεις μπορεί να λειτουργήσει το ντόμινο, δηλαδή πόσο μακριά μπορεί να φθάσει η επίδραση ενός ισχυρού σεισμού ώστε να επιταχύνει τη γένεση άλλου σεισμού σε διαφορετική περιοχή» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Γερ. Παπαδόπουλος, ερευνητής στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, στον οποίο ανετέθη και η προεδρία αυτής της ειδικής ομάδας, και συνεχίζει: «Οι ως σήμερα παρατηρήσεις δείχνουν ότι οι πιο κρίσιμες αποστάσεις είναι μεταξύ 150 και 1.000 χιλιομέτρων αλλά δεν αποκλείονται και μακρινότερες επιδράσεις. Ο δεύτερος στόχος είναι να διερευνήσουμε πώς ακριβώς γίνεται αυτή η εξ αποστάσεως επίδραση. Ηδη βρισκόμαστε σε πολύ καλό δρόμο και το παράδειγμα του σεισμού της Αθήνας βοήθησε σημαντικά».


* Ο σεισμός της Αθήνας


Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος, ένα μόλις 24ωρο μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της Τουρκίας, στις 17 Αυγούστου 1999, στην ευρύτερη περιοχή όπου αργότερα εκδηλώθηκε ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου, παρουσιάστηκε αυξημένη μικροσεισμική δραστηριότητα η οποία δεν ήταν αισθητή στους κατοίκους αλλά καταγραφόταν από το δίκτυο των σεισμογράφων του Αστεροσκοπείου. «Τότε δεν υποψιαστήκαμε τίποτε και δεν δόθηκε προσοχή» εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος. «Η μικροσεισμική αυτή δραστηριότητα μάλιστα συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Τα τελευταία 18 λεπτά πριν από τον καταστρεπτικό σεισμό της Αθήνας αυτοί οι προσεισμοί έγιναν αισθητοί, έβαλαν σε υποψία τους επιστήμονες αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Σήμερα έχουμε κατανοήσει πολύ καλύτερα το τι συνέβη. Πιστεύουμε ότι ο σεισμός της Αθήνας βρισκόταν ήδη στο στάδιο της γεωφυσικής προετοιμασίας σε ένα στρώμα πάχους περίπου 15 χιλιομέτρων μέσα στον φλοιό της Γης στην περιοχή ΝΔ της Πάρνηθας το οποίο είχε φθάσει κοντά στην κατάσταση της διάρρηξης. Τα σεισμικά κύματα του σεισμού της Τουρκίας αποσταθεροποίησαν ακόμη περισσότερο αυτόν τον χώρο και προκάλεσαν μικροσεισμούς που εκδηλώθηκαν τις αμέσως επόμενες ημέρες. Στην πραγματικότητα ήταν προσεισμοί του ισχυρού σεισμού ο οποίος είχε ήδη δρομολογηθεί».


Οι τελευταίοι μεγάλοι σεισμοί που έγιναν στο Ελ Σαλβαδόρ και στην Ινδία προκάλεσαν ανησυχία στη χώρα μας για το ενδεχόμενο «τηλεγεωδυναμικής» επίδρασης στον ελλαδικό χώρο. «Από την ερευνητική εμπειρία μου στον τομέα αυτόν δεν νομίζω ότι είναι πολύ πιθανή μια τέτοια επίδραση λόγω της μεγάλης απόστασης» σημειώνει ο κ. Γ. Παπαδόπουλος. «Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση που αξίζει κατά τη γνώμη μου να προσεχθεί. Οσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα περνά χωρίς ισχυρούς σεισμούς στην ευρύτερη περιοχή της Ελλάδας τόσο μεγαλώνει η πιθανότητα η επόμενη σεισμική έξαρση, όποτε και αν αυτή συμβεί, να περιλάβει όχι μόνο έναν ισχυρό σεισμό αλλά ομάδα τριών-τεσσάρων ισχυρών σεισμών».


* Η ιστορική εμπειρία


Τα παραδείγματα του 1995 και του 1997, εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, υπήρξαν εντυπωσιακά. Το 1995 μέσα σε 43 ημέρες έγιναν τρεις διαδοχικοί ισχυροί σεισμοί: 4 Μαΐου 5,8 ρίχτερ στην Αρναία, 13 Μαΐου 6,6 ρίχτερ σε Κοζάνη – Γρεβενά και στις 15 Ιουνίου 6,1 ρίχτερ στο Αίγιο. Το 1997 μέσα σε 38 ημέρες έγιναν επίσης τρεις ισχυροί σεισμοί: 13 Οκτωβρίου 6,5 ρίχτερ στο Νότιο Ιόνιο, 14 Νοεμβρίου 6,0 ρίχτερ μεταξύ Χίου και Λέσβου και στις 18 Νοεμβρίου 6,6 ρίχτερ νοτίως της Ζακύνθου.«Υπάρχουν πάμπολλα τέτοια παραδείγματα από το σεισμικό παρελθόν της χώρας μας. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να υπάρχουν πολύ καλή επιστημονική ετοιμότητα και εξίσου καλή επιχειρησιακή ετοιμότητα. Το πρώτο σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνεται καθημερινή αξιολόγηση της πορείας της σεισμικότητας. Αυτό όμως δεν γίνεται στη χώρα μας. Οι περισσότεροι σεισμολόγοι «οχυρώνονται» πίσω από το δόγμα «πρόγνωση των σεισμών δεν γίνεται». Το δεύτερο, δηλαδή η επιχειρησιακή ετοιμότητα, σημαίνει ότι πρέπει να βελτιώνονται συνεχώς τα σχέδια έκτακτης ανάγκης και οι υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των σχεδίων. Πρέπει όμως να αποφεύγονται τα λάθη σαν αυτό που έγινε πρόσφατα με την άσκηση στην Αταλάντη. Ποια ανάγκη επέβαλε τη δημόσια προαναγγελία της τέσσερις ημέρες πριν; Και γιατί επελέγη η Αταλάντη που έχει καταστεί το σεισμικό φόβητρο του πληθυσμού;».


ΕΥΘ. ΛΕΚΚΑΣ «Τι περιμένουμε από το ρήγμα της Αταλάντης»


Τον τελευταίο καιρό πολλά ακούγονται για το ρήγμα της Αταλάντης με αφορμή τη δημοσιότητα που πήρε η άσκηση ετοιμότητας αντιμετώπισης ενός καταστρεπτικού σεισμού που πραγματοποίησε ο ΟΑΣΠ στις 28 Ιανουαρίου και αιτία τη… σεισμική ιστορία του ρήγματος που ενεργοποιήθηκε για τελευταία φορά στις 20 και 27 Απριλίου 1894 δίδοντας διαδοχικά δύο σεισμούς μεγέθους 6,5 και 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ αντιστοίχως. Δύο ισχυρές δονήσεις που έχουν περάσει στη μαύρη λίστα των «φονικότερων σεισμών» της χώρας με 225 νεκρούς και πολλές υλικές καταστροφές στις γύρω περιοχές ­ και όχι στην περιοχή της πρωτεύουσας όπου, σύμφωνα με τις ιστορικές αναφορές που υπάρχουν για εκείνους τους σεισμούς, υπήρξαν μόνο λίγες μικροβλάβες σε παλιά σπίτια, όπως πτώση καμινάδων, ρωγμές κτλ.


Η περιοχή της Αταλάντης παρακολουθείται συστηματικά από πολλές διαφορετικές επιστημονικές ομάδες που κατά καιρούς πραγματοποιούν ερευνητικές εργασίες. Γιατί τόσο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη περιοχή; Τι περιμένουμε από το ρήγμα της Αταλάντης; «Δεν περιμένουμε τίποτε» απαντά κατηγορηματικά ο κ. Ευθ. Λέκκας, αναπληρωτής καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και επισημαίνει: «Για να το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε (είτε από δικές μας έρευνες στο πανεπιστήμιο είτε από τις έρευνες άλλων επιστημονικών ομάδων που γνωρίζουμε), δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη προς το παρόν που να μας λέει ότι επίκειται ένα μεγάλο γεγονός».


Επιπλέον, και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το γνωρίζει ο κόσμος για το περίφημο ρήγμα της Αταλάντης, καταλήγει ο κ. Λέκκας: «Επειδή πολλά ακούγονται σχετικά με το ότι αυτό το ρήγμα δεν έχει ενεργοποιηθεί τα τελευταία 100 χρόνια, σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα που διαθέτουμε, το ρήγμα αυτό δίνει μεγάλους σεισμούς κάθε τουλάχιστον 400 χρόνια ενώ υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που υποστηρίζουν ότι η περίοδος επανενεργοποίησης είναι ακόμη μεγαλύτερη. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που η Αταλάντη ενεργοποιηθεί δεν πιστεύουμε ότι θα έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στην περιοχή των Αθηνών και αυτό διότι το ρήγμα έχει μια διεύθυνση νοτιοανατολική και η πρωτεύουσα βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά του».