Οι συζητήσεις γύρω από την «εμπορευματοποίηση» των Ολυμπιακών Αγώνων, τα ρεκόρ, το ντόπινγκ κλπ. θα συνεχίζονται όσο ο θεσμός θα υπάρχει και όσο οι χώρες και οι πόλεις θα διαγωνίζονται με θεμιτά ­ και κάποτε αθέμιτα ­ μέσα να κερδίσουν τους Αγώνες.


Το αδιαφιλονίκητο γεγονός είναι ότι οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, όπως έχουν σήμερα διαμορφωθεί, με τα 29 αγωνίσματά τους, τον γαλαξία των αστέρων του παγκόσμιου αθλητισμού που συμμετέχουν, την απήχησή τους σε όλη την υφήλιο που ζει στον ρυθμό τους επί δύο εβδομάδες και τη δύναμή τους να ξεπερνούν τα προβλήματα που αντιμετώπισαν από τη σύστασή τους το 1896 ως σήμερα, αποδεικνύονται η μείζων ειρηνική εκδήλωση του πλανήτη.


Η δύναμη της ΔΟΕ είναι τέτοια που ξεπερνά τις δυνατότητες της εθνικής διπλωματίας. Χωρίς αμφιβολία, σήμερα βρίσκεται στο ζενίθ ­ και φυσικά έχει πολλές παραμέτρους.


Ο θεσμός πέρασε από μεγάλες περιπέτειες μεταπολεμικά. Οι υψωμένες γροθιές των μαύρων ολυμπιονικών το 1968 στο Μεξικό ως διαμαρτυρία κατά των φυλετικών διακρίσεων και η δολοφονία των ισραηλινών αθλητών από παλαιστίνιους τρομοκράτες στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου στοιχειώνουν ακόμη τα ξύπνια όνειρα των Αθανάτων της ΔΟΕ.


Κανένας δεν θέλει να θυμάται το μποϊκοτάζ των Αγώνων της Μόσχας το 1980 από τους Αμερικανούς και του Λος Αντζελες το 1984 από τους Σοβιετικούς και τους Ανατολικογερμανούς.


Ωστόσο σε αυτούς τους τελευταίους Αγώνες παρουσιάστηκε έντονο το φαινόμενο της λεγόμενης «εμπορευματοποίησης» ­ με ωμότητα, είναι η αλήθεια. Οι Αμερικανοί πούλησαν ό,τι μπορούσε να πουληθεί. Ως και τη διαδρομή της Ολυμπιακής Φλόγας ­ με το μίλι. Οι ελάχιστες χλιαρές αντιδράσεις έσβησαν όταν έγινε γνωστό πως στον διαγωνισμό για τα τηλεοπτικά δικαιώματα το αμερικανικό δίκτυο μόνο για τις ΗΠΑ πλήρωνε 287 εκατ. δολάρια και πως, σύμφωνα με τους διοργανωτές, οι Αγώνες άφησαν κέρδος 215 εκατ. δολάρια.


Οι Αγώνες του Λος Αντζελες σημάδεψαν ωστόσο και με άλλον τρόπο την πορεία των Ολυμπιακών Αγώνων. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στην οργάνωση και στη δημοσιογραφική κάλυψή τους οι προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Εφεξής ο ρόλος της πληροφορικής και της τηλεόρασης θα ήταν αποφασιστικός όχι μόνο για την επιτυχή τους έκβαση αλλά και για το μέλλον των χωρών που θα τους φιλοξενούσαν. Ετσι, στη Σεούλ το 1988 τα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα πρόσφεραν το απίστευτο ποσό των 750 εκατ. δολαρίων για τηλεοπτικά δικαιώματα. Οι Αγώνες τα είχαν όλα: προσέλευση, ρεκόρ, φαινόμενα ντόπινγκ.


Τα επόμενα χρόνια η Νότια Κορέα θα καθιερωνόταν ως μία από τις αποκαλούμενες «τίγρεις της Ασίας» και η διείσδυση της ηλεκτρονικής της βιομηχανίας, όπως και της νοτιοκορεατικής βιομηχανίας αυτοκινήτων, στις δυτικές χώρες θα προχωρούσε με θεαματικό τρόπο. Το 1992 στη Βαρκελώνη, πατρίδα του προέδρου της ΔΟΕ Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, οι Αγώνες ήταν από τους πιο επιτυχημένους. Μόνο για τα τηλεοπτικά δικαιώματα στην Αμερική το τηλεοπτικό δίκτυο NBC πλήρωσε 450 εκατ. δολάρια.


Η Χρυσή Ολυμπιάδα της Ατλάντα (τα 100 χρόνια του θεσμού) ήταν πραγματικά «χρυσή», παρά τα οργανωτικά προβλήματα που παρουσίασε (κυκλοφοριακό χάος, καθυστερήσεις, κακές τηλεοπτικές μεταδόσεις) και τις διαμαρτυρίες στον διεθνή Τύπο. Τα κέρδη ξεπέρασαν τα 300 εκατ. δολάρια και η χώρα που κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο αξιώθηκε να οργανώσει τους Ολυμπιακούς της εκατονταετίας. Η Αθήνα, που τους έχασε στο Τόκιο το 1990, απάντησε στέλνοντας τη μεγαλύτερη αθλητική ελληνική αποστολή που συμμετείχε ποτέ σε Ολυμπιακούς Αγώνες η οποία απέφερε τον μεγαλύτερο αριθμό μεταλλίων που κέρδισε ποτέ η Ελλάδα.


Σαρώνοντας τα μετάλλια στην άρση βαρών, η Ελλάδα κατηγορήθηκε από άσπονδους φίλους ότι αγωνίστηκε με ομογενείς. Οι επιτυχίες όμως της Ατλάντα συνιστούν ένα επιπλέον επιχείρημα για το «Αθήνα 2004».


Οι επιτυχίες ήρθαν γιατί ο αθλητισμός προοδεύει στην Ελλάδα και επιπλέον γιατί η χώρα διαθέτει υποδομή: στάδια, προπονητήρια, εργονομικά κέντρα, εξειδικευμένο προσωπικό.


Η Ολυμπιάδα του 2000 θα γίνει στο Σίντνεϊ, που την κέρδισε έπειτα από σκληρό ανταγωνισμό με δύο πόλεις: την πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας (Πεκίνο) και μια πόλη ιστορική και για την Ευρώπη και για τους Αγώνες, το Βερολίνο, όπου έγιναν οι Ολυμπιακοί του 1936 υπό το ναζιστικό καθεστώς. Η κινηματογράφησή τους από τη Λένι Ρίφενσταλ υπήρξε εκπληκτική. Το κλασικό ντοκιμαντέρ αυτής της σκηνοθέτιδος του Χίτλερ αποτέλεσε τη βάση των σύγχρονων τηλεοπτικών λήψεων των Αγώνων.


Η ανάθεση για δεύτερη φορά μέσα σε 12 χρόνια των Αγώνων σε χώρα του Ειρηνικού σημαίνει ότι ο Ωκεανός αυτός είναι το αύριο του πλανήτη (όπως είναι σήμερα ο Ατλαντικός και όπως ήταν χθες η Μεσόγειος).


Το «ταξίδι» των Ολυμπιακών Αγώνων από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο μπορεί να αποφασίζεται από τη ΔΟΕ στη Λωζάννη, οι λαοί όμως και τα έθνη δεν μπορούν να αγνοήσουν τη δύναμή τους, όπως τη συνοψίζει το αφεντικό της Sony, ο πρόεδρός της Ακίο Μορίτα: «Υπάρχουν δύο περίοδοι στη μεταπολεμική ιστορία της Ιαπωνίας: η προ των Ολυμπιακών Αγώνων (στο Τόκιο το 1964) και η μετά τους Αγώνες».