Επανέρχεται η αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου μετά τις αλλεπάλληλες αρνητικές δημόσιες δηλώσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κλάους Κίνκελ, όταν διαβεβαίωσε ότι όσο είναι αυτός υπουργός δεν πρόκειται να υπάρξει εισδοχή της νήσου στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Πέραν όμως των δημόσιων αυτών ενεργειών καταγράφονται το τελευταίο διάστημα ορισμένες παρασκηνιακές κινήσεις της γερμανικής διπλωματίας, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη ίσως σημασία.
Το τελευταίο επεισόδιο που καταγράφηκε έλαβε χώρα στην Αγκυρα την περασμένη εβδομάδα όπως πληροφορείται «Το Βήμα». Ο εκεί γερμανός πρεσβευτής κ. Χανς Γιοακίμ Βέργκαου επισκέφθηκε τον υπουργό Επικρατείας κ. Σινά Γκιουρέλ, τον οποίο και ενημέρωσε εμπιστευτικά για την πολιτική της κυβέρνησης της Βόννης απέναντι στο Κυπριακό και την ενταξιακή προοπτική της Κύπρου. Η γερμανική θέση μπορεί να συνοψισθεί σε δύο κρίσιμες προϋποθέσεις, οι οποίες μάλιστα διατυπώθηκαν με αρνητικό τρόπο. Η Κύπρος λοιπόν «δεν θα πρέπει» (κατά τη Βόννη) να ενταχθεί στην Ενωση όσο δεν «επιλύεται το πολιτικό πρόβλημα» και όσο δεν ξεπερνιούνται τα υφιστάμενα προβλήματα με μια «μεγάλη μειονότητα του πληθυσμού» της.
Η επιλογή του αποδέκτη του μηνύματος στην Αγκυρα αποτελεί από μόνη της ένα ξεχωριστό σήμα. Ο κ. Βέργκαου διαβίβασε την ενημέρωσή του σε έναν υπουργό ο οποίος συντηρείται στο πολιτικό προσκήνιο κυρίως μέσω της προβολής της αδιαλλαξίας του στο Κυπριακό. Ακόμη περισσότερο, απευθύνθηκε σε έναν πολιτικό με εγνωσμένη άγνοια για τις διαδικασίες της Ενωσης και με όσα του είπε, την επαύριον της επίσημης ανακοίνωσης της Ατζέντας 2000, του δημιούργησε την εντύπωση ότι η σταθερότητα της πολιτικής της Ενωσης είναι κατά το μάλλον ή ήττον αμφισβητήσιμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Γκιουρέλ φρόντισε να ενημερώσει τους τούρκους διπλωμάτες (παραποιώντας ελαφρά όσα του είπε ο κ. Βέργκαου) ότι η Γερμανία θα αντιταχθεί στην ένταξη της Κύπρου αν δεν επιτευχθεί λύση που να ικανοποιεί πλήρως τους Τουρκοκυπρίους…
Η Αθήνα ανησυχεί διότι η εκπομπή ενός τέτοιου μηνύματος από τη γερμανική διπλωματία προς την Αγκυρα δεν μπορεί (κατά την ανάλυσή της) παρά να ενθαρρύνει τις πιο αντιπαραγωγικές τάσεις στον τουρκικό κυβερνητικό συνασπισμό. Η Βόννη έχει βέβαια την άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση «δεν πρέπει να κληρονομήσει» το κυπριακό πρόβλημα και την προωθεί από χρόνια στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών διαδικασιών. Εν τούτοις, ο τρόπος που την κοινοποιεί στις τρίτες χώρες μπορεί είτε να ενθαρρύνει μια προσπάθεια λύσης του Κυπριακού είτε να δημιουργήσει στην Αγκυρα και στον κ. Ραούφ Ντενκτάς την εντύπωση ότι διαθέτουν βέτο έναντι των αποφάσεων της Ενωσης. Οι ελληνικές ανησυχίες για τους γερμανικούς χειρισμούς εξεφράσθησαν άμεσα από τον κ. Δ. Νεζερίτη, πρεσβευτή στην Αγκυρα.
Η ελληνική διπλωματία προσπαθεί να διαχειριστεί το όλο θέμα με ήπια μέσα. Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών πρέσβης κ. Αλ. Φίλων σε πρόσφατη επικοινωνία του με τον γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα δόκτορα Φρίντριχ Ράικε εισήγαγε ένα νέο επιχείρημα: Η Βόννη είπε ο κ. Φίλων θα πρέπει να εξετάσει καλύτερα τη δυναμική των εξελίξεων στην Κύπρο και να εντάξει στην ανάλυσή της πως η προοπτική της ένταξης δημιουργεί νέα δεδομένα στη νήσο, τα οποία θα δράσουν ως καταλύτης για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Αντίθετα, η ακύρωση της ενταξιακής προοπτικής αφαιρεί από την Ενωση τον βασικό μοχλό άσκησης επιρροής που διαθέτει ώστε να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος. Ανάλογες απόψεις θα εκφράσει με την πρώτη ευκαιρία και ο νέος πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βόννη κ. Κ. Αιλιανός, ο οποίος αναλαμβάνει τώρα τα καθήκοντά του.
Το ειδικό βάρος μιας τέτοιας ανάλυσης αυξάνεται όσο αυξάνεται και η γερμανική δυσφορία από την απόφαση του κ. Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας για να αποκτήσει κάποιο μοχλό επιρροής στην Αγκυρα. Ο κ. Κίνκελ σε αρκετές περιπτώσεις έχει εκφράσει (σε εμπιστευτικές συζητήσεις με ευρωπαίους ομολόγους του) την πεποίθησή του ότι η αμερικανική πρωτοβουλία δεν μπορεί να εξελιχθεί με δαπάνες της Γερμανίας, η οποία αυτή τη στιγμή «φιλοξενεί» πολλά εκατομμύρια τούρκους μετανάστες. Ως τώρα όμως ο κ. Κίνκελ δεν μπόρεσε να διαγράψει μια συνεκτική και ρεαλιστική ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στις χώρες της περιοχής που διεκδικούν μια θέση στην Ενωση.
Η γερμανική αυτή στάση μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την εκδήλωση προβλημάτων κατά τη διαδικασία σύγκλησης του Συμβουλίου Σύνδεσης, που έχει προγραμματιστεί να γίνει μαζί με εκείνο των χωρών του Βίζεγκραντ. Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν τον Σεπτέμβριο αλλά στο παρασκήνιο εκφράζεται ήδη η πεποίθηση πως θα αναζητηθεί κάποια φόρμουλα αναβολής. Αλλωστε μια τέτοια ενέργεια θα έβρισκε εύκολα τη γαλλική υποστήριξη.



