Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1945
ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν «βάφτιζε» επίσημα τη μεγάλη περίοδο των μαχών που τάραξε τον πλανήτη ως «Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», υπογράφοντας το σχετικό έγγραφο που του είχαν παραδώσει ο υπουργός Πολέμου Χένρι Στίμσον και ο ναύαρχος Τζέιμς Φόρεσταλ. Την ίδια ημέρα στο κέντρο της Ευρώπης και του πολέμου, στο Μόναχο της Γερμανίας, γεννήθηκε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Ο μοναδικός άνθρωπος που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου τόσο ως αρχηγός της εθνικής ομάδας του (1974) όσο και ως προπονητής της (1990). Ο ποδοσφαιριστής του οποίου το ταλέντο έφερε μια επανάσταση στον τομέα της τακτικής. Ο νικητής με την Μπάγερν Μονάχου σε τρεις συνεχόμενους τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1974, 1975, 1976), ενός Κυπέλλου Κυπελλούχων (1967), ενός Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Εθνών (1972). Και δεν θα είχε πετύχει τίποτε σε αθλητικό επίπεδο αν δεν βρισκόταν κάποιος να τον πείσει να παρατήσει τη σκέψη να γίνει ασφαλιστής!


«Τότε (σ.σ.: το 1962) το ποδόσφαιρο δεν είχε πολλά χρήματα και έπρεπε να είσαι πραγματικά καλός για να καταφέρεις να κερδίσεις κάτι» παραδέχθηκε κάποτε ο «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου και εξήγησε: «Ετσι επέμενα να συνεχίσω να δουλεύω ως ασφαλιστής ώσπου ο Ρομπερτ Σβαν με έπεισε να τα παρατήσω». Πριν


από μερικές ημέρες, στις 14 Ιουλίου, ο Ρόμπερτ Σβαν άφησε σε ηλικία 80 ετών την τελευταία πνοή του. «Ηταν ο καλύτερος φίλος μου» επανέλαβε ο Μπεκενμπάουερ και εξήγησε ότι ο Σβαν εκτός από μάνατζερ της Μπάγερν ήταν και δικός του μάνατζερ, παρέμεινε στο ίδιο πόστο όσο ήταν προπονητής της Εθνικής Γερμανίας και της βαυαρικής ομάδας, ενώ διατήρησε τον ρόλο του συμβούλου του «Κάιζερ» όταν εκείνος έγινε παράγοντας. Σήμερα ο «Κάιζερ» είναι πρόεδρος της Μπάγερν Μονάχου, αντιπρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου και ο άνθρωπος που θα διοργανώσει το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο που θα διεξαχθεί το 2006 στη Γερμανία.


Η πρώτη επαφή του Μπεκενμπάουερ με το ποδόσφαιρο έγινε το 1955 όταν εντάχθηκε στο δυναμικό τής Μόναχο 1960. Τέσσερα χρόνια αργότερα μεταπήδησε στο παιδικό τμήμα της Μπάγερν Μονάχου και το 1962 εγκατέλειψε την ιδέα να γίνει ασφαλιστής, υπογράφοντας συμβόλαιο με τους Βαυαρούς. Το ντεμπούτο του έγινε δύο χρόνια


αργότερα στο Αμβούργο με αντίπαλο τη Σαν Πάουλι, ενώ το 1965 έγινε μέλος της «Νατσιονάλμανσαφτ» με την οποία έφτασε ως τον τελικό του Μουντιάλ του 1966 στο «Γουέμπλεϊ», όπου η Γερμανία ηττήθηκε από την Αγγλία στην παράταση με 4-2. Ως εκεί κράτησε η… κακοτυχία, καθώς ακολούθησαν οι επιτυχίες.


Αυτό που έκανε όμως τον Μπεκενμπάουερ να ξεχωρίζει και να χαράξει για πάντα το όνομά του στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου δεν ήταν τα κύπελλα και τα μετάλλια. Ηταν το αγωνιστικό στυλ του και οι ιδιοφυείς κινήσεις του στο γήπεδο.


Κάθε κίνησή του ήταν άνετη και αρχοντική. Ισως και με δείγματα υπεροψίας που υποδείκνυαν ότι μόνο εκείνος ήταν το αφεντικό της ομάδας. Ετσι προήλθαν και τα προσωνύμια που τον ακολουθούν ως σήμερα: «Αυτοκράτορας Φραντς» και «Κάιζερ». Η ποδοσφαιρική αντίληψή του γύρω από το παιχνίδι έφερε και την επανάσταση στην τακτική, καθώς προσέδωσε ξεχωριστή σημασία στον ρόλο του λίμπερο και των βοηθειών που μπορεί να προσφέρει στην ανάπτυξη του παιχνιδιού. Οι κούρσες του με την μπάλα από το κέντρο της


άμυνας ως την αντίπαλη περιοχή ήταν μοναδικό φαινόμενο, που κανείς δεν διανοούνταν ότι θα τολμούσε κάποιος να κάνει.


Στο βιβλίο «Ποδόσφαιρο: Η απόλυτη εγκυκλοπαίδεια» ο βρετανός ποδοσφαιρικός αναλυτής Κίερ Ράντνιτζ γράφει για τον Μπεκενμπάουερ: «Ηταν ο παίκτης που κινούσε


τις μαριονέτες. Τραβούσε με μαεστρία τα σχοινιά από την άμυνα, που ήταν το βασίλειό του, και το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε όλοι. Κύπελλα, πρωταθλήματα, μετάλλια. Με την Μπάγερν και με την Εθνική Γερμανίας…».