Από τις 14 ως τις 23 Ιουλίου αυτό που συντελέστηκε στην Καλαμάτα μπορεί να αφορά άμεσα τη χορευτική τέχνη, αποτελεί όμως στην ουσία μια εναλλακτική πρόταση πολιτισμού.


Στο μικρό οδοιπορικό των εκδηλώσεων καταγράφεται η πυκνή εμπειρία ενός δεκαημέρου που μπόρεσε να αγκαλιάσει δημιουργικά τις πιο διαφορετικές τάσεις στον σύγχρονο χορό μεταφέροντας ένα μήνυμα διαλόγου και γόνιμης ανταλλαγής.


Ο χορός, βασισμένος στην οικουμενικότητα της γλώσσας του σώματος, μπορεί πιο εύκολα να εγκολπωθεί το σύνθημα «τα σύνορα έγιναν για να διασχίζονται». Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη συνύπαρξη της άκρως φορμαλιστικής αναζήτησης της Βρετανίδας Ρόζμαρι Μπούτσερ στο έργο της Scan (Ακτινογραφία) και την επόμενη ημέρα την εμφάνιση των Ισραηλινών Λιάτ Ντρορ και Νιρ Μπεν Γκαλ (ζουν κοινοβιακά στην έρημο στο νότιο τμήμα της χώρας τους) οι οποίοι μας μετέφεραν στη σκηνή του Αμφιθεάτρου του Κάστρου ένα μέρος από την τελετουργία της τέχνης και της καθημερινότητάς τους που αρνείται τον ορθολογισμό και την ατομικότητα και παραπέμπει στην αναζήτηση της ευτυχίας των Πρωτοπλάστων;


Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το ύφος του εφετινού προγραμματισμού μεταμοντέρνο εξαιτίας της έλξης από εντελώς διαφορετικά ιδιώματα. Για τη Βίκυ Μαραγκοπούλου, καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, σημαντικό ρόλο έπαιξε πάντως η ανάγκη «το πρώτο φεστιβάλ του 2000 να είναι ένα παράθυρο ανοιχτό στο μέλλον, ένας χώρος διαλόγου όπου κινητοποιούνται οι προσλαμβάνουσες του κοινού». Δημιουργική συνύπαρξη λοιπόν και όχι μεταμοντέρνα σούπα όπου το ένα διεγείρει και το άλλο κατευνάζει ή αλλιώς ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από ενδιαφέρουσες καταθέσεις με έντονο το προσωπικό στίγμα του κάθε δημιουργού, χωρίς κάποια μεγαλειώδη συμμετοχή, με μοναδική εξαίρεση τον φόρο τιμής στην Τρίσα Μπράουν, συνέθεταν το σκηνικό της επιτυχίας.


Προσήλωση στον μοντερνισμό


Αρχής γενομένης από το καλό Μπαλέτο της Εθνικής Οπερας της Λυών (14-15.7) και την εμφανή προσήλωσή του στην υπόθεση του μοντερνισμού από πλευράς ρεπερτορίου, οι βραδιές με έργα των Γίρζι Κίλιαν, Γουίλιαμ Φορσάιθ και Νάτσο Ντουάτο ήταν για μεν το τοπικό κοινό ένας τρόπος εισαγωγής στο χορογραφικό έργο ενός κατ’ εξοχήν μουσικού χορογράφου σαν τον Κίλιαν, του πλέον επινοητικού μετακλασικού που είναι ο Φορσάιθ και, τέλος, του λυρικού νεοκλασικού που είναι ο Ισπανός Νάτσο Ντουάτο· αλλά και για τον μυημένο θεατή λειτούργησε ως σπουδή στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί καθένας από τους τρεις. Οσο για το Αμφιθέατρο του Κάστρου, χωρητικότητας 800 θεατών, αποδείχθηκε ένας χώρος ιδιαίτερα ταιριαστός στο να αναδείξει τη χορογραφία του Κίλιαν Stamping Ground (1982), εμπνευσμένη από τους τελευταίους αυτόχθονες της Βόρειας Αυστραλίας, σχετικά ακατάλληλος όμως για το Quartette του Φορσάιθ που ασφυκτιούσε στο μικρό σκηνικό βάθος.


Τη σκυτάλη παρέλαβε (16-17.7) η ομάδα της Μαρί Σουινάρ που θέλησε μια «επιθετικά μοντέρνα» εκδοχή για το αριστούργημα του Ιγκόρ Στραβίνσκι, την Ιεροτελεστία της Ανοιξης. Πολύ προσωπική γραφή, γλυπτική αντιμετώπιση της κίνησης, χορευτές με καταπληκτική ενέργεια ολοκληρωτικά δοσμένοι στην ιδέα της χορογράφου, από την ανέλιξη ωστόσο της χορογραφίας απουσίαζαν τα ομαδικά μέρη, οι εναλλαγές ενέργειας και εντέλει η υπέρβαση.


Σεμινάρια και διαλέξεις


Είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει το θεσμοθετημένο σεμινάριο σύγχρονου χορού με περισσότερες από 90 συμμετοχές και δάσκαλο τον αμερικανό χορευτή της ομάδας του Ντέιβιντ Ντόρφμαν Τομ Θάιερ που μεθοδικά και σε όλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ μετέφερε πολύτιμο σώμα πληροφορίας σχετικό με τις τεχνικές release σε νεαρούς σπουδαστές και χορευτές μας. Παράλληλα μέσα από σειρά διαλέξεων για το σώμα και τις νέες τεχνολογίες σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Νέων Μέσων για την Τέχνη έγινε η πρώτη απόπειρα προσέγγισης της χορογραφίας σε σχέση με την ψηφιακή τεχνολογία, σε μια προσπάθεια να αρθούν οι προκαταλήψεις που υπάρχουν και εμποδίζουν τη χρήση του υπολογιστή ως δημιουργικού εργαλείου στα χέρια του έλληνα χορογράφου. Με προμετωπίδα στις συζητήσεις τα λόγια του Μερς Κάνινγχαμ «ο χορός είναι ο ιδεώδης μεσολαβητής ανάμεσα στα ηλεκτρονικά και στα πραγματικά σώματα», έγινε το πρώτο δειλό βήμα να γεφυρωθεί ένα χάσμα και να ανοίξει ο δρόμος για την εξερεύνηση και τη συνθετική έκφραση ανάμεσα στους δύο χώρους.


Συνθετική όσο και πειραματικού χαρακτήρα ήταν η λογική στην οποία κινήθηκε η τελευταία δουλειά της Βρετανίδας Ρόζμαρι Μπούτσερ Scan (20-22.7), με την έννοια της αξιοποίησης βίντεο, ειδικών φωτισμών και μιας αυστηρά κωδικοποιημένης χορογραφικής ιδέας που στόχο είχε να αποκαλύψει την εσωτερική ζωή της κίνησης, όπως ακριβώς οι ακτίνες Χ κάνουν ορατό το εσωτερικό σώμα. Πολύ ενδιαφέρουσα η σύλληψη διάρκειας 20 λεπτών, προορισμένη για ολιγάριθμο κοινό, η οποία έλαβε χώρα σε αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου, αφού άλλωστε θυμίζει installation ­ πρόκειται να τη στεγάσει η νέα Tate Gallery του Λονδίνου τον προσεχή χειμώνα. Στην Καλαμάτα ωστόσο ήταν λιγότερο λειτουργική καθώς οι θεατές, καθηλωμένοι σε καρέκλες γύρω από το φωτισμένο τετράγωνο (4Χ4) του σκηνικού χώρου, μπορούσαν με δυσκολία να δουν την προβολή βίντεο στο δεύτερο μέρος του έργου, ενώ τέτοιου ύφους απόπειρες στηρίζονται κυριολεκτικά στην αμφίδρομη σχέση τους με τον θεατή.


Ερωτισμός και χιούμορ


Μετά από τόση διανοητική ενέργεια και καταπόνηση το τελετουργικό release και οι χαλαρωτικοί ρυθμοί της Ανατολής από τον Χορό του τίποτα της ισραηλινής ομάδας των Λιάτ Ντρορ και Νιρ Μπεν Γκαλ (21.7) προσφέρθηκαν ως αντίδοτο για μεγάλο μέρος του κοινού, μαζί με τα κουλουράκια που μοιράστηκαν με το τέλος της παράστασης και τα οποία είχαν ζυμώσει, πλάσει και ψήσει στη διάρκεια της παράστασης (90′) οι χορευτές σε πλήρη σύμπνοια!


Ο ερωτισμός ως αναγκαίο συστατικό του χορού, από τη μία, η σαγήνη που ασκεί το ακραίο καθώς και η ανάγκη επιστροφής στις ρίζες, από την άλλη, σε μια αδιέξοδη κοινωνία του «ζην» και πολύ λιγότερο του «ευ ζην», είναι φυσικό να γοητεύουν. Αν και παλαιό το αίτημα για συμπόρευση τέχνης και πραγματικής ζωής, στις ημέρες μας φαντάζει ακόμη πιο ουτοπικό ως συνταγή ευτυχίας.


Το χιούμορ όμως σώζει πραγματικά και απτά. Ηρθε να το αποδείξει περίτρανα ο Ντομινίκ Μπουαβέν, ακροβάτης, μίμος, χορευτής και χορογράφος, ο οποίος στο εμπνευσμένο σόλο του Ο χορός, μια ιστορία με τον δικό μου τρόπο μας ταξίδεψε με αφοπλιστική αθωότητα, σαφώς γαλλική ευαισθησία, επιδεξιότητα και ευφυή σαρκασμό στις περιπέτειες της χορευτικής τέχνης από τα βάθη των αιώνων ως σήμερα. Ενας κύκλος ωριαίας διάρκειας, σύντομος και περιεκτικός, που δεν με έκανε να μετανιώσω στο ελάχιστο που το έβλεπα για τρίτη φορά, Σάββατο βράδυ, 22.7, στην Καλαμάτα. Δεν ξεχνώ τη σκηνή της τρέλας της Ζιζέλ, τον Θρήνο της Μάρθας Γκράχαμ, την ατάκα για την Πίνα Μπάους και όλους τους βαθιά ανθρώπινους υπαινιγμούς σε αυτό το one man’s show που μαζί με το όλο πνεύμα της διοργάνωσης ήρθε να υπενθυμίσει πόσο παρωχημένοι φαντάζουν οι αυστηροί διαχωρισμοί γύρω από το τι είναι χορός και τι δεν είναι, μπρος στην ευρύτητα αυτής της τέχνης.


Να υπενθυμίσουμε, τέλος, τη δυναμική του νέου ελληνικού χορού όπως εκφράστηκε με την πνοή, τη φρεσκάδα και το ταλέντο της πρωτοεμφανιζόμενης ομάδας Ελατήριο της Μαρίλιας Χρυσοσπάθη που ξεχώρισε με τη χορογραφία της Στο τετράγωνο και φυσικά τον θριαμβευτικό επίλογο-φόρο τιμής στο σκεπτόμενο σώμα με την επιστροφή στην Καλαμάτα της Ομάδας Χορού της Τρίσα Μπράουν, της σπουδαίας αυτής Αμερικανίδας.