Η ευρωπαΪκή ολοκλήρωση που παρά τις αντιξοότητες και τις αντιδράσεις προχωράει πρόκειται να περάσει από ένα σημείο που υπερκαλύπτει όλα τα άλλα σε σπουδαιότητα: την Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) και την εισαγωγή του εύρου ως κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Ενα ερώτημα που τίθεται συχνά τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα είναι το ακόλουθο: Μα θα πραγματοποιηθεί πράγματι η ΟΝΕ; Θα μπορέσουν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας να προχωρήσουν στο ενιαίο νόμισμα, παρά τις αντιδράσεις στις χώρες τους; Ας μου επιτραπεί να εκφράσω την πρόβλεψη ότι η ΟΝΕ θα πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα.


Οι ηγεσίες των κρατών – μελών μοιάζουν αποφασισμένες να σχηματίσουν έναν σκληρό πυρήνα ενιαίου νομίσματος και αυτό για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς. Ο κύριος πολιτικός λόγος είναι ότι η όλη σύλληψη της ενιαίας αγοράς, της μεγάλης αγοράς των 350 εκατ. καταναλωτών, δεν έχει νόημα χωρίς το ενιαίο νόμισμα. Και η ενιαία αγορά δεν είναι τίποτε άλλο από την ολοκλήρωση της αρχικής ιδέας των πατέρων της Ευρώπης για τον αποκλεισμό του πολέμου από την ευρωπαϊκή ήπειρο, που τόσα υπέφερε από δύο Παγκόσμιους Πολέμους.


Οι κύριοι οικονομικοί λόγοι είναι δύο:


α) Το σύστημα που από το 1985 (ενιαία πράξη) ετοιμάζεται για να αντιμετωπισθεί η οικονομική διείσδυση από τις ανταγωνιστικές χώρες, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων στο εσωτερικό της Ενωσης, θα ολοκληρωθεί μόνο με τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος.


β) Το φαινόμενο της κερδοσκοπίας με τα νομίσματα, αποτέλεσμα της διεθνοποίησης της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης των συναλλαγών που επιτρέπει η σύγχρονη τεχνολογία, αναμένεται ότι θα περιορισθεί σημαντικά λόγω του ισχυρού εύρου. Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο θα ήθελα να θυμήσω την αντίδραση του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου όταν η δραχμή δεχόταν πριν από δύο χρόνια επίθεση κερδοσκόπων. Είχε πει τότε ότι πρέπει να προστατεύσουμε το νόμισμά μας από την επίθεση αυτή, γιατί αν πετύχει, ό,τι έχει καταφέρει ο ελληνικός λαός θα περάσει στις τσέπες των κερδοσκόπων.


Δεν έχω λοιπόν καμία αμφιβολία ότι στην προβλεπόμενη ημερομηνία περισσότερα από έξι κράτη θα εγκαινιάσουν την ΟΝΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ιταλικό Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό κόμμα μέσω του γραμματέα του κ. Νταλέμα πιστεύει πως «δεν υπάρχει άλλη πιο αριστερή πρόταση σήμερα στην Ευρώπη δυστυχώς από την εφαρμογή των κριτηρίων του Μάαστριχτ».


Κι αυτό γιατί αν κάποια έννοια έχει σήμερα περιεχόμενο για την Αριστερά, είναι η έννοια της αλληλεγγύης. Ετσι με το κριτήριο για χαμηλό πληθωρισμό ευνοούνται και οι ασθενέστερες τάξεις και με το κριτήριο για μείωση του δημόσιου χρέους και κατά συνέπεια του δανεισμού εκφράζεται, πολλές φορές βεβαίως επώδυνα, η αλληλεγγύη προς τις γενεές που έρχονται.


Η ρήση του κ. Γ. Μαρίνου ότι «αν δεν υπήρχαν τα κριτήρια του Μάαστριχτ, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε» δεν ακούγεται μόνο από «καπιταλιστικά» χείλη, αλλά και από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά. 2. Αυτοί που θα μείνουν έξω


Τι θα γίνει με τις χώρες που δεν θα μπορέσουν να ενταχθούν στο εύρο; Εδώ τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Κατ’ αρχάς οι εκτός χώρες θα αποδυναμωθούν πολιτικά. Και αν θεωρήσουμε ότι ως το 2000 θα αρχίσει η νέα διεύρυνση της Ενωσης προς ανατολάς, τότε οι χώρες που θα μείνουν εκτός θα αποτελέσουν με τις νέες χώρες το «περιθώριο της Ενωσης» με άγνωστα ακόμη αποτελέσματα.


Ενα σχεδόν βέβαιο αποτέλεσμα είναι ότι η κερδοσκοπία θα χτυπήσει ανελέητα. Εκτός αυτού, όμως, αν αντί σύγκλισης διαπιστωθεί απόκλιση, τότε η επιβολή σκληρών ποινών θα επικρέμαται επ’ αυτών των διοικήσεων που δεν θα εργάζονται προς την κατεύθυνση της σύγκλισης. Η διακοπή της οικονομικής βοήθειας, π.χ. του Ταμείου Συνοχής, είναι ένα από τα πιθανά σενάρια. Είναι ενδιαφέρον να δούμε γιατί στη Συνθήκη του Μάαστριχτ προβλέφθηκε μια τόσο σκληρή αντιμετώπιση. Ο λόγος είναι ότι οι ισχυρές οικονομικά χώρες φοβήθηκαν το λεγόμενο «οικονομικό dumping». Δηλαδή, την εκμετάλλευση από τις αδύναμες χώρες του γεγονότος ότι το εύρο προβλέπεται να είναι «σκληρό» νόμισμα και κατά συνέπεια τυχόν «παιχνίδια» με τις ισοτιμίες θα λειτουργήσουν εις βάρος των ισχυρών. (Ιστορικά πάλι θα πρέπει να θυμηθούμε έναν παρόμοιο φόβο που εκφράζανε οι ίδιες χώρες όταν προχωρούσε η Κοινωνική Ευρώπη, με την εισαγωγή της έννοιας «κοινωνικό dumping»).


Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη τι μπορεί να κάνει μια χώρα σαν την Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μου πρέπει να εργασθεί ­ και εργάζεται ­ προς δύο κατευθύνσεις:


Πρώτον, να εντείνει την προσπάθειά της για να μπορέσει να πετύχει τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Κι αυτή η προσπάθεια να γίνει με στόχο την ένταξη της χώρας μας στον πυρήνα εύρου. Αυτό είναι απαραίτητο μια κι όλο και πιο καθαρά φαίνεται στον ορίζοντα ότι για το 1998, όταν θα ληφθούν οι αποφάσεις, 14 χώρες θα ενταχθούν στο εύρο, και όχι όπως νομίζουμε ως σήμερα μόνο ένας «σκληρός πυρήνας» από 6-8 χώρες. Αν αυτή η πρόβλεψη υλοποιηθεί, καταλαβαίνει κανείς το πρόβλημα της χώρας που θα μείνει έξω! Και σ’ αυτό το σημείο έχουμε ένα πλεονέκτημα: ο Πρωθυπουργός της χώρας, το οικονομικό του επιτελείο και το ΥΠΕΞ έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και εργάζονται με συνέπεια. Θα ήταν χρήσιμο να γίνει μια ευρεία ενημέρωση και του ελληνικού λαού για το ποια συμφέροντα διακυβεύονται και γιατί πρέπει να προσπαθήσουμε χωρίς αναστολές.


Δεύτερον, να αγωνισθεί από τώρα ώστε οι φόβοι του «οικονομικού dumping» στις ισχυρές χώρες να περιορισθούν και οι «ποινές» να μην αγγίξουν τη χώρα μας.


Συμπερασματικά λοιπόν θα έλεγα ότι η ιστορική πορεία της ενωμένης Ευρώπης περνάει από το εύρο και τις θυσίες που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι έχει συνειδητοποιήσει την πορεία αυτή και εργάζεται επιτυχώς. Δεν θα πρέπει να υποχωρήσει προ των αντιδράσεων και θα πρέπει να καταβάλει προσπάθεια, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, να ελαχιστοποιήσει τα τυχόν «αντίποινα». Σε πρόσφατο άρθρο του ο ευρωβουλευτής κ. Χριστοδούλου έδωσε μια σειρά από λύσεις για την απαγκίστρωση από την ανελαστική εφαρμογή των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Αλλά και ο Χέλμουτ Σμιτ σε άρθρο του άνοιξε ρήγμα στις ανυποχώρητες θέσεις που εμφανίζει η Γερμανία υπογραμμίζοντας την ανάγκη η πολιτική να επικρατήσει της τεχνοκρατικής προσέγγισης. Το ζήτημα είναι να μπορέσει η Ελλάδα να μπει στην πρώτη ομάδα των χωρών έστω και με πολιτικούς όρους, γιατί πολύ φοβούμαι, όπως είπα προηγουμένως, ότι αφενός όλες τελικά οι χώρες θα μπουν και ότι όσες μείνουν εκτός και ιδιαίτερα εμείς ίσως να μην μπορέσουμε να επιτύχουμε την είσοδό μας αργότερα, μια και η «τιμωρία» για τους εκτός θα είναι ανελέητη, ιδίως από την αγορά.


Ο κ. Αντώνης Τριφύλλης είναι διευθυντής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι προσωπικές και δεν δεσμεύουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.