ΛΟΝΔΙΝΟ.



Σ ε πέντε ως οκτώ χρόνια είναι πιθανό μια θεραπεία για τη νόσο Αλτσχάιμερ να προσφέρει πολύ καλύτερη ποιότητα και… ποσότητα ζωής στους ασθενείς. Αυτό υπόσχεται μια νέα μελέτη γερμανών ειδικών της βιοφαρμακευτικής εταιρείας Ρrobiodrug mbΗ η οποία δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της επιθεώρησης «Νature Μedicine». Οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή Χανς-Ούλριχ Ντεμούτ ανακάλυψαν ότι η αναστολή της δράσης ενός ενζύμου που ονομάζεται QC (Glutam(in)yl Cyclase) μπορεί να αποτελέσει μια νέα θεραπεία η οποία σταματά τη νευροεκφύλιση του εγκεφάλου που εμφανίζουν οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ.

Σύμφωνα με τη μελέτη το ένζυμο QC υπερεκφράζεται στον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ και είναι υπεύθυνο για τον σχηματισμό μιας ιδιαίτερα νευροτοξικής ποικιλίας του β-αμυλοειδούς, της πρωτεΐνης που οδηγεί στην εναπόθεση χαρακτηριστικών πλακών της νόσου στον εγκέφαλο. Οι γερμανοί ερευνητές με από του στόματος χορήγηση σε ποντίκια ενός αναστολέα του QC πέτυχαν να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τα συμπτώματα της νόσου. Συγκεκριμένα ο αναστολέας μείωσε την εναπόθεση β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο κατά 80% οδηγώντας σε σημαντική βελτίωση της μνήμης ενώ παράλληλα έδειξε ότι μπορεί να προλάβει τον σχηματισμό πλακών.

«Σήμερα οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για την Αλτσχάιμερ απλώς και μόνο επιβραδύνουν την εξέλιξή της» σημείωσε ο καθηγητής Ντεμούτ και προσέθεσε: «Ως τώρα όλες οι προσπάθειες δημιουργίας μιας θεραπείας που θα αλλάζει την πορεία της νόσου απέτυχαν.Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις που στοχεύουν στη μείωση της εναπόθεσης πλακών στον εγκέφαλο των ασθενών, ωστόσο δεν έχει επιτύχει καμία προσπάθεια απομάκρυνσης αυτών των δομών από τον εγκέφαλο ή πρόληψης του σχηματισμού τους». Οι ερευνητές βρίσκονται τώρα στη φάση ανάπτυξης νέων θεραπειών με βάση τα ευρήματά τους και αναμένεται μέσα στο επόμενο έτος να δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παραγόντων που θα προκύψουν. Ελπίζουν ότι σε πέντε-οκτώ χρόνια τα αποτελέσματα της έρευνας θα μετουσιωθούν σε ένα νέο αποτελεσματικό φάρμακο για τους ασθενείς. «Οσοι σήμερα βρίσκονται στην ηλικία των 30-50 ετών θα έχουν σίγουρα όφελος από τη συγκεκριμένη ανακάλυψη» κατέληξε ο καθηγητής Ντεμούτ.