Το 1992 οι πέντε από τις επτά μεγαλύτερες τράπεζες της Σουηδίας κατέρρευσαν αλλά χάρη στη διακομματική συναίνεση ανακτήθηκε η εμπιστοσύνη στις αγορές

Αποτελεί οπωσδήποτε ξεχωριστή εμπειρία να επισκέπτεται κανείς τα Ηνωμένα Εθνη κατά τη διάρκεια αυτών των ιστορικών ημερών που διανύει η παγκόσμια οικονομία. Παρ΄ όλο που θα φανταζόταν κανείς ότι το αντικείμενο των συζητήσεων θα ήταν η παγκόσμια πολιτική κατάσταση, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι το κλίμα μέσα στο τεράστιο κτίριο του ΟΗΕ επηρεάζεται και από την ένταση που προκαλεί η διαδικασία που αφορά τόσο την Ουάσιγκτον όσο και τη Γουόλ Στριτ.

Εχοντας διατελέσει πρωθυπουργός της Σουηδίας στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν η χώρα διερχόταν μια παρόμοια κρίση, μπορώ πολύ εύκολα να φανταστώ τις ισχυρές πιέσεις που δέχεται ο οποιοσδήποτε καλείται να εμπλακεί στην ανάπτυξη ενός σχεδίου διάσωσης. Μια τέτοιας κλίμακας κατάρρευση του χρηματοοικονομικού συστήματος, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα, αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Ωστόσο η εμπειρία μου στις διαπραγματεύσεις εν μέσω ακόμη δυσκολότερων καταστάσεων- αν και αυτές αφορούσαν μια κατά πολύ μικρότερη οικονομία- μου λέει ότι μπορείς να βρεις τα κατάλληλα εργαλεία αν θες να σταθεροποιήσεις την κατάσταση και να επανακτήσεις την εμπιστοσύνη των αγορών.

Μεταξύ του 1990 και του 1993 το ΑΕΠ της Σουηδίας κατρακύλησε κατά 6%, η συνολική ανεργία ανήλθε από το 3% στο 12%, ενώ το δημόσιο χρέος έφθασε στο 12% του ΑΕΠ. Η πτώση αυτή οδήγησε σε μαζικές πτωχεύσεις τις τράπεζες και σε κατάρρευση των ενεργητικών τους. Οι απώλειες από τα μη αποπληρωμένα δάνεια του τραπεζικού τομέα εκτοξεύθηκαν κατακόρυφα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να προβλέπουν απώλειες αντίστοιχες με το 12% του ΑΕΠ. Στα τέλη του 1992 η κατάσταση είχε σχεδόν τεθεί εκτός ελέγχου. Οι πέντε από τις επτά μεγαλύτερες τράπεζες της Σουηδίας, που κάλυπταν το 90% της αγοράς, βρέθηκαν μπροστά σε μια de facto χρεοκοπία, με αποτέλεσμα όλα τα προηγούμενα μέτρα που είχαν ληφθεί να εμφανίζονται ανεπαρκή. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχαν υπερβεί κατά πολύ τη συνολική επάρκεια κεφαλαίων του τραπεζικού τομέα. Ηταν προφανές ότι απαιτούνταν ακόμη περισσότερο αποφασιστικές κινήσεις. Η κυβέρνηση τότε, υποστηριζόμενη από την αντιπολίτευση, προκειμένου να δημιουργήσει μια στέρεα βάση για τη λήψη ευρύτερων μέτρων, εξέδωσε τραπεζική εγγύηση με την οποία προσέφερε επιπλέον προστασία από πιθανές απώλειες σε όλους τους πιστωτές εκτός από τους μετόχους. Το νομοθετικό κείμενο που υιοθέτησε το Κοινοβούλιο δεν προέβλεπε κάποιο συγκεκριμένο ποσό κάλυψης και έτσι η κυβέρνηση είχε την ευχέρεια να δράσει προστατευτικά για το σύνολο των οικονομικών παραγόντων.

Θεσμοθετήθηκε μια ξεχωριστή Αρχή με σκοπό να διαχειρίζεται την τραπεζική εγγύηση και τις τράπεζες που αντιμετώπιζαν πρόβλημα φερεγγυότητας. Η Κεντρική Τράπεζα παρείχε ρευστότητα αλλά δεν είχε άμεση ανάμειξη στη διαχείριση των προβληματικών τραπεζών και δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποπληρώθηκαν σε ρεαλιστικές τιμές και αποσύρθηκαν από μια εταιρεία ειδικού σκοπού, τη Securum, που απέβλεπε στη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερου χρήματος στο Δημόσιο Ταμείο μετά τη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων.

Οι άμεσες δημόσιες δαπάνες αντιστοιχούσαν, τότε, στο 4% του ΑΕΠ, ποσό που θα μπορούσε μελλοντικά να καλυφθεί. Αν μάλιστα προστεθούν τα έσοδα που προήλθαν από τη μετέπειτα ιδιωτικοποίηση των πρόσκαιρα κρατικοποιημένων τραπεζών, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι φορολογούμενοι είχαν τελικά- ένα μικρό- όφελος. Παράλληλα με τα άμεσα μέτρα που λάβαμε προκειμένου να εκμηδενιστούν οι συνέπειες από την «οικονομική ασφυξία», αναλάβαμε δράση για τη σταθεροποίηση της κατάστασης σε μακροοικονομικό επίπεδο.

Θα μπορούσαμε ασφαλώς να πάρουμε πολλά μαθήματα από το χρηματοοικονομικό «τσουνάμι» που έπληξε τη Σουηδία. Το πρώτο είναι ότι η μακροοικονομική διαχείριση κοστίζει. Η κυβέρνησή μου αντιμετώπισε ένα πολύ σοβαρό πλήγμα εξαιτίας τής επί δύο δεκαετίες κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος και της κακοδιαχείρισης του πληθωρισμού. Οταν εκλεγήκαμε, στα τέλη του 1991, η οικονομία της Σουηδίας αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά δομικά προβλήματα. Καλούμασταν να σώσουμε μια κατάσταση που έφθανε στο απροχώρητο.

Το δεύτερο μάθημα που πήραμε είναι η εξαιρετική σημασία της διατήρησης της ρευστότητας του πιστωτικού συστήματος. Κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο να γίνεται προκειμένου ν΄ αποφευχθεί η κατάρρευση του χρηματοοικονομικού συστήματος και να περιοριστούν οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία.

Το τρίτο μάθημα ήταν η αναγκαιότητα άμεσης απόκρισης και διαφάνειας όταν πρόκειται να επιλυθούν προβλήματα του τραπεζικού τομέα. Η παροχή βοήθειας ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο της οικονομικής ζημιάς. Ο καλύτερος τρόπος για να τον αποφύγεις είναι ασφαλώς να θέσεις τους κατάλληλους όρους στην εκ νέου εξαγορά των χρεοκοπημένων τραπεζών, έτσι ώστε οι μέτοχοι, που συχνά συμμετέχουν στη διοίκησή τους, να υποχρεώνονται να πληρώσουν για τα λάθη τους.

Το τέταρτο μάθημα ήταν ότι η οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο μιας μικρής οικονομίας, πρέπει να βρίσκει το λεπτό σημείο ισορροπίας μεταξύ της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και της κατάχρησής τους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να θέτει έναν αξιόπιστο στόχο για τον πληθωρισμό. Αν αποδυναμώνεται το νόμισμα και τα επιτόκια ανεβαίνουν, τότε δεν μπορείς να φθάσεις στα απαραίτητα επίπεδα ανάπτυξης και κινδυνεύεις να βρεθείς αντιμέτωπος με το φάσμα του στασιμοπληθωρισμού. Δεν θα αποτολμήσω άμεσες συγκρίσεις μεταξύ τής τότε συγκυρίας στη Σουηδία και της σημερινής στην Αμερική. Οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως και οι βάσεις της οικονομίας τους παραμένουν πολύ σταθερές. Εκείνη την εποχή η Σουηδία παρουσίαζε μια αργή οικονομική ανάπτυξη με σοβαρά δομικά προβλήματα.

Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις ένα σχέδιο διάσωσης δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τη διακομματική συγκατάθεση, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις αγορές. Στη Σουηδία το καταφέραμε αυτό. Η συναίνεση εξακολούθησε να υφίσταται καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ανασυγκρότησης του τραπεζικού συστήματος. Ποτέ δεν ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν να επανέλθουμε σε απόλυτα ελεγχόμενες αγορές ή σε έναν μόνιμο κρατικό παρεμβατισμό στον χρηματοοικονομικό τομέα. Αντιθέτως, χάρη σε μια καλά οργανωμένη ανασυγκρότηση κατέστη δυνατόν να διατηρηθούν τα πλεονεκτήματα της πολιτικής που εφαρμόστηκε τη δεκαετία του ΄80, τότε που ιδιωτικοποιήθηκαν οι τράπεζες.

Είναι απολύτως ακατανόητο να εγείρονται αντιρρήσεις εν όψει των σκληρότερων μέτρων που προτίθεται να λάβει η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η δική μου εμπειρία μού επιτρέπει να εκτιμώ ότι υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες εξόδου από την κρίση αν το πολιτικό σύστημα αποφασίσει να αναλάβει δράση.

Ο κ. Καρλ Μπιλντ είναι υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας.