Είναι προφανές πως η Εκκλησία, ως κεντρικός θεσμός της ελληνικής κοινωνίας, έχει οικονομικές ανάγκες και έχει την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης των (τεράστιων) πόρων που διαθέτει. Ο διαχειριστικός ρόλος της όμως αποκτά παθολογικά χαρακτηριστικά όταν το οικονομικό στοιχείο κυριαρχεί του θρησκευτικού και πνευματικούόταν οι εκκλησιαστικές ελίτ εξελίσσονται σε επιχειρηματίες, επενδυτές και κτηματομεσίτες, όταν, για να πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα του Βατοπαιδίου, ένα μοναστήρι μετατρέπεται σε κτηματική εταιρεία όχι περιορισμένης ευθύνης αλλά απεριόριστης ανευθυνότητας.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τον πολιτικό (με την ευρεία έννοια του όρου) ρόλο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα κοινά όταν π.χ. πρόκειται για θέματα που αφορούν τη φτώχεια, τις ανισότητες, τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό – θέματα που σχετίζονται άμεσα με τις χριστιανικές αξίες της αγάπης, της συμπόνιας και της ειρήνης. Και εδώ όμως η παρέμβαση της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο είναι απαράδεκτη όταν το πολιτικό επισκιάζει, κυριαρχεί του θρησκευτικού. Οταν ιερείς «στρατηλάτες» (όπως ο μακαριστός Χριστόδουλος και οι ιδεολογικοί επίγονοί του) μάχονται από τον εκκλησιαστικό άμβωνα για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, για την προώθηση μέτρων που αντιτίθενται στα ανθρώπινα δικαιώματα (ταυτότητες), για την άνιση μεταχείριση από το κράτος «αιρετικών» ή αλλοθρήσκων κτλ., τότε οδηγούμαστε στην κομματικοποίηση των εκκλησιαστικών θεσμών.
▅ Εκκλησία και Κράτος
Στη χώρα μας και οι δύο αυτές διαστάσεις της εκκλησιαστικής κακοδαιμονίας, δηλαδή και ο πολιτικός παρεμβατισμός και τα οικονομικά σκάνδαλα αποτελούν συστατικά στοιχεία των σχέσεων ΕκκλησίαςΚράτους- Κοινωνίας. Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο που έχει απαξιώσει την Εκκλησία στα μάτια των πολιτών; Θα αναφερθώ σε δύο βασικούς λόγους:
Η Εκκλησία από τον 19ο αιώνα (πιο συγκεκριμένα από τον καταστατικό χάρτη του 1833) ως σήμερα αποτελεί, σε έναν μεγάλο βαθμό, διοικητική επέκταση της κρατικής μηχανής. Ετσι, για παράδειγμα, οι ιερείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Βέβαια, στη Μεταπολίτευση ο καταστατικός χάρτης του 1977 ενίσχυσε κάπως την αυτονομία της Εκκλησίας. Παρ΄ όλα αυτά η διαφοροποίηση Κράτους- Εκκλησίας παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση όπου η πελατειακή νοοτροπία, ο αμοραλισμός και η διαφθορά που παρατηρεί κανείς στη δημόσια διοίκηση, μεταφέρονται λίγο-πολύ αυτόματα στους διοικητικούς μηχανισμούς της Εκκλησίας. Οι υπόγειες διασυνδέσεις κληρικών με δικαστές, πολιτικούς, γραφειοκράτες είναι τόσο ισχυρές όσο είναι και αυτές των επιχειρηματιών. Και αν, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Βourdieu, το οικονομικό κεφάλαιο μέσω κρυφών διασυνδέσεων αποκτά πολιτικό κεφάλαιο, το ίδιο και το «θρησκευτικό» κεφάλαιο (που στηρίζεται όχι μόνο στη διαμόρφωση συνειδήσεων αλλά και στη διαχείριση ψήφων) αποκτά παράνομο οικονομικό και πολιτικό κεφάλαιο.
▅ Η έλλειψη πνευματικότητας
Μια δεύτερη διάσταση που έχει επίσης σχέση με τα θλιβερά φαινόμενα όπως αυτά του Βατοπαιδίου, είναι πως η Εκκλησία παραμένει αγκυλωμένη σε πρακτικές και νοοτροπίες που, στη σημερινή εποχή, απωθούν παρά προσελκύουν τους νέους κυρίως ανθρώπους. Συγκεκριμένα, σε παραδοσιακό πλαίσιο η ατομικοποίηση δεν είναι πολύ ανεπτυγμένη. Η ανεπεξέργαστη, αυτόματη παραδοχή του καθετί που προέρχεται από μακραίωνη θρησκευτική παράδοση δεν δημιουργεί προβλήματα ούτε στους πιστούς, ούτε στην Εκκλησία, ούτε στην κοινωνία. Απεναντίας λειτουργεί σαν ένας τρόπος νοηματοδότησης της ζωής και νομιμοποίησης της θρησκευτικής και λαϊκής εξουσίας. Στο σημερινό όμως μεταπαραδοσιακό πλαίσιο του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου, όπου η ατομικοποίηση είναι εξαιρετικά προχωρημένη, το άτομο καλείται, ή μάλλον είναι υποχρεωμένο, να κατασκευάσει τον δικό του τρόπο ζωής, τη δική του βιογραφία (Giddens). Σε αυτή τη μεταμοντέρνα κατάσταση η τυφλή, μηχανική προσκόλληση στην παράδοση (όσο και καταξιωμένη και αν είναι) οδηγεί λιγότερο στην ουσιαστική πίστη και περισσότερο στη φυγή από το υπαρξιακό άγχος που ο μεταμοντέρνος τρόπος ζωής δημιουργεί. Οδηγεί σε έναν καταναγκαστικό μηχανισμό κατασκευής μιας σιγουριάς που είναι τόσο ψεύτικη όσο η ανακούφιση που η ουσιοεξάρτηση ή ο ακραίος καταναλωτισμός προσφέρουν στον μετανεωτερικό άνθρωπο.
Είναι ακριβώς για αυτούς τους λόγους που στον θρησκευτικό χώρο βλέπουμε σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες ένα πέρασμα από την έμφαση στα ιερά κείμενα, τα δόγματα και την ιεραρχική οργάνωση σε μια νέα κατάσταση όπου το βάρος δίνεται στο υπαρξιακό βίωμα, στο άνευ όρων άνοιγμα του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του, στη σχετικά αδιαμεσολάβητη σχέση του πιστού με το θείο. Βλέπουμε δηλαδή την ανάδυση μιας μη δογματικής, μη ιδεολογικής πνευματικής θρησκευτικότητας η οποία στις προνεωτερικές κοινωνίες περιοριζόταν σε μικρό αριθμό θρησκευτικών/πνευματικών ελίτ.
Σήμερα βλέπουμε το φαινόμενο να διαχέεται προς τα κάτω- σε πολλούς νέους και νέες που αντιδρούν στον ανεγκέφαλο καταναλωτισμό, στις ξύλινες πολιτικές ιδεολογίες και στον σωβινιστικό δογματισμό των διαφόρων φονταμενταλιστικών ρευμάτων (βλ. Ρ. Ηeelas κ.ά., Τhe Spiritual Revolution: Why religion gives way to spirituality). Τη νέα αυτή πνευματικότητα τη βλέπουμε σε απλούς ανθρώπους που έχουν μεταϋλιστικές αξίες και που ψάχνουν για το νόημα της ζωής εκτός αλλά και εντός των καθιερωμένων θρησκειών/εκκλησιών (βλ. C. Τaylor, Τhe Secular Αge). Τη βλέπουμε επίσης σε ιερωμένους που προσπαθούν να ανταποκριθούν στις νέες πραγματικότητες για να ανατρέψουν τη θρησκευτική αδιαφορία που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας.
Το παραπάνω πέρασμα από τη δογματική στην πνευματική θρησκευτικότητα έχει αρχίσει δειλά να αναδύεται και στη χώρα μας. Στο επίπεδο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας όμως αυτή η τάση, με μερικές εξαιρέσεις βέβαια, είναι από καχεκτική ως ανύπαρκτη. Σε αυτό το επίπεδο ο κούφιος δογματισμός και ο εθνοπατριωτικός σωβινισμός πάει χέρι χέρι με την πολιτικοποιημένη θρησκευτικότητα και την οικονομική αρπακτικότητα. Ας ελπίσουμε πως ο νέος Αρχιεπίσκοπος, του οποίου η ως τώρα συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζεται ούτε από πολιτικό ούτε από οικονομικό επεκτατισμό, θα μπορέσει να οδηγήσει την ελληνική Εκκλησία σε μια κατάσταση όπου το πνευματικό στοιχείο θα υπερισχύει του οικονομικού και του πολιτικού.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSΕ.
Οι επενδύσεις του «θρησκευτικού κεφαλαίου»
Είναι προφανές πως η Εκκλησία, ως κεντρικός θεσμός της ελληνικής κοινωνίας, έχει οικονομικές ανάγκες και έχει την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης των (τεράστιων) πόρων που διαθέτει. Ο διαχειριστικός ρόλος της όμως αποκτά παθολογικά χαρακτηριστικά όταν το οικονομικό στοιχείο κυριαρχεί του θρησκευτικού και πνευματικούόταν οι εκκλησιαστικές ελίτ εξελίσσονται σε επιχειρηματίες, επενδυτές και κτηματομεσίτες, όταν, για να πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα του Βατοπαιδίου, ένα μοναστήρι μετατρέπεται σε κτηματική εταιρεία όχι περιορισμένης ευθύνης αλλά απεριόριστης ανευθυνότητας.
Είναι προφανές πως η Εκκλησία, ως κεντρικός θεσμός της ελληνικής κοινωνίας, έχει οικονομικές ανάγκες και έχει την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης των (τεράστιων) πόρων που διαθέτει. Ο διαχειριστικός ρόλος της όμως αποκτά παθολογικά χαρακτηριστικά όταν το οικονομικό στοιχείο κυριαρχεί του θρησκευτικού και πνευματικούόταν οι εκκλησιαστικές ελίτ εξελίσσονται σε επιχειρηματίες, επενδυτές και κτηματομεσίτες, όταν, για να πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα του Βατοπαιδίου, ένα μοναστήρι μετατρέπεται σε κτηματική εταιρεία όχι περιορισμένης ευθύνης αλλά απεριόριστης ανευθυνότητας.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.